Ανάμεσα στις πολυκατοικίες, τις ταβέρνες και τα σκάφη της μαρίνας Καλαμάτας, υπάρχει μια μικρή πόλη με οικήματα χαμηλά και ασπρισμένα, ανθρώπους χαμογελαστούς, πόρτες ανοιχτές, αλλά και πολύ πόνο, αφού πρόκειται για το συνοικισμό με τα προσφυγικά σπίτια.
Εκεί, λοιπόν, χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια των προσφύγων της Μικράς Ασίας, στις αρχές του 1900, με κορύφωση το 1922 κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Και μπορεί πλέον οι πρόσφυγες που έμειναν εκεί να έχουν φύγει από τη ζωή, όμως ο πόνος της προσφυγιάς, όπως και η λαχτάρα για τις χαμένες πατρίδες, παραμένει ζωντανός.
Αρκετοί απόγονοί τους έχουν επιλέξει να κρατήσουν τα πατρικά τους σπίτια όπως ήταν και είναι γεμάτοι αναμνήσεις από τις διηγήσεις των δικών τους, αλλά και προσωπικά βιώματα, αφού σε αυτά μεγάλωσαν.
Όλοι δηλώνουν με περηφάνια Μικρασιάτες, ενώ θυμούνται πώς ήταν ο συνοικισμός κάποτε και πώς αλλάζει πλέον, με τις πολυκατοικίες να «πνίγουν» τα μοναδικά αυτά μικρά σπιτάκια, που εξακολουθούν να αντιστέκονται.
Το «Θάρρος» βρέθηκε στην περιοχή και μίλησε με απογόνους των προσφύγων για τις μνήμες τους, αλλά και τη ζωή στο συνοικισμό.
Η κα Χαρίκλεια μένει στο συνοικισμό από τη μέρα που γεννήθηκε. Ο πατέρας της μαζί με τη μητέρα του έφτασαν στην περιοχή, αφήνοντας πίσω τον πατέρα του μαζί με τον αδερφό του, καθώς όλα έγιναν ξαφνικά. Συμπλήρωσε δε ότι ο παππούς της ήταν γιατρός στη Σμύρνη.
Η ίδια δε θέλει το σπίτι της να αλλάξει μορφή, «ήταν δύο δωμάτια και το πάνω πάτωμα και παραμένει ίδιο». Στο παρελθόν, μπροστά από αυτό, υπήρχαν τρεις ακόμα σειρές από σπίτια, αλλά «τα πήρε» η θάλασσα.
Το σπίτι που μένει η κα Ολυμπία ανήκε στον παππού και τη γιαγιά της, που ήταν πρόσφυγες και της μετέφεραν τη δυσκολία εκείνων των χρόνων. Ο πατέρας της εργαζόταν στους κυλινδρόμυλους στο λιμάνι, ενώ ο αδερφός της κ. Γιώργος, που βρισκόταν εκεί εκείνη τη στιγμή, συμπλήρωσε ότι οι πρόγονοί του εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1912 με το πρώτο κύμα. Ήταν, όπως είπε, από το Νεοχώρι, μια περιοχή όχι κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας.
Θυμάται, όπως συνέχισε, όταν πήγαινε στο Γυμνάσιο τη θάλασσα να υποσκάπτει τα σπίτια του συνοικισμού και ξαφνικά να «παίρνει» σειρές από αυτά. Πρόσθεσε δε ότι εκεί ήταν καλαμιές και χώμα παντού, ενώ βορειότερα ήταν κτήματα με καλλιέργειες. Επίσης, υπόνομοι έβγαιναν στη θάλασσα, ενώ δυτικότερα υπήρχαν τα σφαγεία. Μάλιστα, θυμούνται κάθε Τετάρτη τη θάλασσα να γίνεται κόκκινη από το αίμα.
Κατά τον κ. Γιώργο, η περιοχή ήταν η χαβούζα της Καλαμάτας, «εκεί πήγαν τότε τους παρακατιανούς, και όταν έγιναν έργα εκβάθυνσης στο λιμάνι, ό,τι χώμα έβγαινε το πετούσαν εκεί».
Θυμάται ακόμα να τους αποκαλούν «τουρκόσπορους», ασχέτως του αν οι πρόγονοί τους έφεραν τον πολιτισμό εκεί, με τους Ίωνες διαχρονικά να είναι οι μόνοι ατόφιοι Έλληνες.
Κλείνοντας, τόνισαν ότι είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, ενώ ανέφεραν ότι ο παππούς τους, που είχε γεννηθεί το 1900, επέστρεψε το 1922 στη Σμύρνη και πολέμησε, αλλά τελικά κατάφερε να γυρίσει.
Όμως, τότε οικογένειες, όπως και η δική του, χωρίστηκαν, αφού τα αδέρφια της γιαγιάς του τα πήγαν στην Έδεσσα.
50 τετραγωνικά ήταν το κάθε προσφυγικό σπίτι, σημείωσε η κα Γεωργία, και το σπίτι που μένει είναι ένα από αυτά.
Οι πρόγονοί της, μας ανέφερε, είχαν εστιατόριο στην Κωνσταντινούπολη και όταν έφτασαν στην περιοχή, άνοιξαν καφενείο, το οποίο σέρβιρε και φαγητό με γεύσεις από την Πόλη.
Η ίδια λυπάται που η περιοχή αλλάζει, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να επιτραπεί να γίνουν πολυκατοικίες. «Τα προσφυγικά σπίτια συμβολίζουν την προσφυγιά και την αντίσταση, και αυτοί οι άνθρωποι μετέφεραν τον πολιτισμό» σχολίασε.
Πρόσθεσε δε ότι αποτελούσαν και αποτελούν «κόσμημα» και θα μπορούσαν ως περιοχή να προσελκύσουν τουρίστες. Μάλιστα, όσοι το μαθαίνουν περνούν και βγάζουν φωτογραφίες, ζητώντας να μάθουν την ιστορία της περιοχής και των εν λόγω σπιτιών.
Από τη Μικρά Ασία και ειδικότερα το Νεοχώρι ήταν η μητέρα και η θεία της κυρίας Μαρίας, ενώ έφτασαν το 1922 στην Ελλάδα. Όπως της είχαν πει, περίμεναν στα παράλια για να σωθούν, αλλά πολλά καράβια ήταν τούρκικα και όταν έβγαιναν στο πέλαγος, τα βούλιαζαν.
Αρχικά οι δύο αδερφές είχαν πάει στη Θεσσαλονίκη, όμως αργότερα έμαθαν ότι στην Καλαμάτα ήταν καλύτερα. Έτσι αρχικά έμειναν στο συνοικισμό του Κορδία και τελικά εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό της μαρίνας. Τότε ήταν έλος, αλλά τους έδωσαν αυτά τα σπίτια. «Ο πλουσιότερος στην Ελλάδα ήταν ο φτωχότερος στη Μικρά Ασία» είπε κλείνοντας.
Η κα Δήμητρα θυμάται από περιγραφές ότι αρχικά είχαν τους πρόσφυγες σε κάτι τσαντίρια εκεί που είναι τώρα η εκκλησία της Ανάληψης. Στη συνέχεια έδιναν στις μικρές οικογένειες ένα διπλό σπίτι, δηλαδή ένα σπίτι με δύο δωμάτια και μια κουζίνα. Το χώριζαν στα δύο και το έδιναν σε δύο οικογένειες.
Στη συνέχεια, όταν και αν μπορούσαν, μεγάλωναν το σπίτι, όμως αυτό καθυστερούσε, αφού οι πρώτοι πρόσφυγες δεν είχαν «ούτε κουτάλι να φάνε» όπως σχολίασε.
Η πέμπτη γενιά κατοικεί στο προσφυγικό σπίτι του κ. Γιώργου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή. Πρόσφυγες ήταν ο παππούς και η γιαγιά του. Αυτό που θυμάται είναι ότι ήταν πονεμένοι άνθρωποι και κάθε βράδυ έλεγαν ιστορίες από τη Μικρά Ασία και το χωριό τους, το Νεοχώρι.
Η περιοχή τότε ήταν εγκαταλελειμμένη, όπως εξακολουθεί να είναι, κατά τον κ. Γιώργο. Αν και σημείωσε ότι έχουν γίνει κάποια πράγματα, ωστόσο ακόμα χρειάζεται πολλή δουλειά.
Ο ίδιος θέλει τα προσφυγικά σπίτια να παραμείνουν ως είναι, αλλά παρατηρεί ότι όσο προχωρά ο καιρός «ξεφυτρώνουν» πολυκατοικίες.
Στο σπίτι που έχει, έμεναν στο παρελθόν 6 άτομα και πλέον το έχει παραχωρήσει στα παιδιά του, οπότε μαζί με την μπέμπα τους φθάνουν την 5η γενιά!
Από τη Μικρά Ασία ήταν ο πατέρας της κυρίας Βανέσας, ο οποίος έφυγε με ένα σακάκι στον ώμο και άφησε πίσω μια τρανταχτή περιουσία.
Η περιοχή ήταν όλο λυγιές, περιέγραψε, αλλά οι πρόσφυγες τότε κατάφεραν να την φτιάξουν, ενώ γύρω από το συνοικισμό υπήρχαν παντού κτήματα.
Το πατρικό σπίτι της κυρίας Βασιλικής είναι το προσφυγικό που γεννήθηκε και ζει, σπίτι που ο πατέρα της απέκτησε όταν ήρθε από τη Μικρά Ασία το 1912. Τότε ήρθε ο πατέρας της με τα αδέρφια του, καθώς και η γιαγιά της, ενώ τον παππού της, τον οποίον έλεγαν Σωκράτη, τον σκότωσαν μπροστά τους όταν έφευγαν.
Η γιαγιά της, λοιπόν, ήρθε με τρία παιδιά και με μια μηχανή στην πλάτη, αφού η δουλειά της ήταν ασπρορουχού (έραβε φανέλες και βρακιά).
Ο πατέρας της, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 100 ετών, της περιέγραφε ότι πίσω άφησαν πλούτη, ενώ πέρασε ωραία παιδικά χρόνια εκεί μέχρι τα 9 του χρόνια που αναγκάστηκε να φύγει για την Ελλάδα.
Μάλιστα, πρόσθεσε ότι είχε μαράζι να επιστρέψει και να δει το σπίτι που γεννήθηκε στις Κυδωνιές, ταξίδι που έκανε μαζί με την αδερφή της όταν αυτός ήταν 90 ετών.
Όταν έφτασε εκεί, έκλαιγε και θυμόταν τα πάντα, ενώ είδε το πατρικό του σπίτι, καθώς και το σχολείο που πήγαινε.
Η αδερφή της, κα Δέσποινα, που ήταν παρούσα στη μικρή αυλή του προσφυγικού τους σπιτιού, πρόσθεσε ότι ο πατέρας τους αρχικά βγήκε στο Ναύπλιο και στη συνέχεια τους έφεραν στην Καλαμάτα. Εδώ δούλεψε στους αλευρόμυλους και κατάφερε να μεγαλώσει τέσσερα κορίτσια.
Όσο για την περιοχή, όπου και αυτές μεγάλωσαν, ήταν όλα τα σπίτια χαμηλά, ενώ δεν υπήρχε σε όλα νερό. Υπήρχαν τρεις τρόμπες σε όλο το συνοικισμό, απ’ όπου το μετέφεραν στο κάθε σπίτι.
Σχολείο πήγαν στο 8ο Δημοτικό, όπου τους έδιναν συσσίτιο, ενώ ενορία τους ήταν η Ανάληψη, με την κα Βασιλική να αναφέρει ότι οι εκεί παπάδες ήταν οι καλύτεροι στον κόσμο, για να προσθέσει ότι υπήρχε μεγάλη φτώχεια.
Μάλιστα, οι δύο αδερφές θυμούνται ότι όταν γινόταν μνημόσυνο όλα τα παιδιά του συνοικισμού έτρεχαν με τα μπολάκια τους για να τους βάλουν κόλλυβα, καθώς πεινούσαν.
Κλείνοντας, η κα Βασιλική μας είπε ότι το προσφυγικό σπίτι της θα περάσει στην κόρη της, ενώ δήλωσε όλο περηφάνια ότι τα παιδιά της, καθώς και τα εγγόνια της, γνωρίζουν την καταγωγή τους, κι όταν λένε ότι ο παππούς τους ήταν από τη Μικρά Ασία «τους σηκώνεται η πέτσα», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Του Παναγιώτη Μπαμπαρούτση