Ο μακρύς προεκλογικός αγώνας έχει ξεκινήσει. Οι αρχηγοί των κομμάτων καλούν ήδη τους ψηφοφόρους να διαλέξουν, ενώ ξεκινούν πάντα με το «σωστό δίλημμα», που επιχειρεί να περιγράψει εύγλωττα τον κόσμο που θα ζήσουν οι ψηφοφόροι. Τα διλήμματα είναι πιο εύπεπτα από το σύνθετο πολιτικό λόγο.
Στην πολιτική συχνά κερδίζει όποιος θέτει το σωστό δίλημμα με αποτελεσματικό τρόπο.
Στις ομιλίες τους στη ΔΕΘ οι πολιτικοί αρχηγοί αυτό επιχείρησαν να θέσουν.
Το δίλημμα που ουσιαστικά θέτει ο Μητσοτάκης είναι «ποιος προτιμάτε να κρατά τις τύχες σας σε περίοδο κρίσης, η δική μου κυβέρνηση ή μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/Τσίπρα;».
Όταν λέει ότι στις εκλογές «εκλέγουμε και κυβερνήτη», επενδύει στην προσωπική υπεροχή που καταγράφεται σε ευρήματα δημοσκοπήσεων.
Όταν αναφέρεται σε «δεύτερη ευκαιρία στην πρόοδο ή ρίσκο με δεύτερη φορά στη συμφορά, επιχειρεί να εμπνεύσει σιγουριά».
Και μη επισπεύδοντας τις εκλογές για να αποφύγει ένα χειμώνα που αναμένεται δύσκολος, και μη αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο, επενδύει στην αξιοπιστία, στο αδύναμο σημείο του Τσίπρα.
Ο Τσίπρας στο παρελθόν κέρδισε τις εκλογές θέτοντας τα κατάλληλα διλήμματα στο σωστό χρόνο.
Σήμερα το δίλημμα «προοδευτική διακυβέρνηση ή εφιάλτης δίχως τέλος με κυβέρνηση Μητσοτάκη;» έχει δύο προβλήματα. Πρώτον, παραμένει ασαφές αν και από ποιους μπορεί να συγκροτηθεί «προοδευτική διακυβέρνηση» και, δεύτερον, ο τρόπος αντιπολίτευσης, με μεγάλες δόσεις υπερβολής, τον εμφανίζει έξαλλο και ασταθή ηγέτη.
Ο Ανδρουλάκης επιχειρεί να ταυτιστεί με την πρόοδο απορρίπτοντας «δεξιά και αριστερή συντήρηση». Μας λέει «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας, αλλά κάτι νέο».
Σωστά επιλέγει το «νέο», όμως δεν ξεκαθαρίζει πώς το εννοεί και πώς θα ωφελήσει, τελικά, τον ψηφοφόρο.
Στις δεύτερες εκλογές κινδυνεύει να συμπιεστεί, γιατί δε δίνει μια ρεαλιστική προοπτική αξιοποίησης της ψήφου.
Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη