Όταν αξιωματικοί της Δίωξης Ναρκωτικών Καλαμάτας εκτός από το κυνήγι των ναρκωτικών, ασχολούνται και με την ιστορία τους
Ο Κινέζος στρατηγός Σουν Τσου, ειδικός στη στρατιωτική στρατηγική, συγγραφέας και φιλόσοφος, στο βιβλίο του «Η τέχνη του πολέμου», αναλύει σε ένα από τα κεφάλαια πως από τις πιο βασικές τακτικές είναι να γνωρίζεις τον εχθρό σου και να μαθαίνεις γι’ αυτόν.
Την τακτική αυτή φαίνεται ότι ακολουθούν πιστά, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών Καλαμάτας, Τάσος Δεληγιάννης και Νίκος Γεωργακόπουλος, αντίστοιχα, κάτοχοι μεταπτυχιακών σπουδών και οι δύο. Και οι δύο απόφοιτοι της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας, με τον μεν κ. Δεληγιάννη να έχει μεταπτυχιακό στη Νεώτερη και Σύγχρονη Ιστορία από το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, τον δε κ. Γεωργακόπουλο να έχει μεταπτυχιακό στις Εγκληματολογικές και Ποινικές Προσεγγίσεις της Διαφθοράς του Οικονομικού και Οργανωμένου Εγκλήματος του Ανοικτού Πανεπιστημίου.
Σε μια τελείως διαφορετική συνέντευξη απ’ ότι συνηθίζεται με δύο αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών, μιλήσαμε για την ιστορία των ναρκωτικών και συγκεκριμένα της κάνναβης και μας απέδειξαν ότι είναι τόσες πολλές οι ιστορικές τους γνώσεις στον τομέα αυτό, που θα θέλαμε αρκετά φύλλα της εφημερίδας για να τα παρουσιάσουμε όλα!
Γνώστες λοιπόν του εχθρού που κυνηγούν κάθε μέρα, μας μίλησαν για την εποχή που το χασίς ήταν νόμιμο στην Ελλάδα και μάλιστα με τις μεγαλύτερες καλλιέργειες να είναι στην Μαντινεία της Αρκαδίας και όχι στη Μεσσηνία, αλλά και στο πως περάσαμε στην ποινικοποίηση των ναρκωτικών.
Από Άργος και Τρίπολη
Η καλλιέργεια της κλωστικής κάνναβης ξεκίνησε για εμπορικούς σκοπούς, μετά τη σύσταση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους και συνεχίσθηκε μέχρι την τελική απαγόρευσή της το 1957.
«Η χώρα μας μαζί με την Τουρκία και την Αίγυπτο αποτελούσαν σημαντικές εξαγωγικές δυνάμεις κάνναβης. Η χρήση ήταν ελεύθερη και καλλιεργείτο σε πρόσφορα και αποδοτικά εδάφη όπως αυτά της Πελοποννήσου. Το 1870 οι Νoμοί Αρκαδίας και Αργολίδας πρωτοστατούσαν στην καλλιέργεια της ευφορικής και κλωστικής κάνναβης. Σύμφωνα με το γιατρό Γρηγόριο Παπαβασιλείου, η πρώτη φυτεία χρονολογείται στις αρχές του 1870 στην περιοχή του Άργους, όπου κλήθηκαν να φέρουν την καλλιεργητικής του τεχνογνωσία Άραβες εργάτες. Η Τρίπολη από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτελούσε κέντρο καλλιέργειας και εμπορίας χασίς. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν διαθέσιμα, πρώτος εισήγαγε τους σπόρους του χασίς στην Τρίπολη ο Γεώργιος Μακρόπουλος, γαμπρός του τότε δημάρχου Τριπόλεως Αθανασίου Γρηγορόπουλου.
Μετανάστες από την Ανατολή, την Αίγυπτο, την Κύπρο με υπουργική διαταγή, δίδαξαν στον Δήμο Ορχομενού Μαντινείας τη μεθοδολογία της καλλιέργειάς της. Η εφημερίδα της εποχής «Μορέας» αναφέρει, ότι το 1904 η παραγωγή στη Μαντινεία ανερχόταν στις 5.000.000 οκάδες. Το χασίς εξάγετο στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Η φήμη του το κατέτασσε ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου. Οι περισσότερες κατασχέσεις στην Τύνιδα της Τυνησίας είχαν σφραγίδα ελληνικών εργοστασίων, με κυριότερο τον οίκο «Σταύρου Κοτσακέ εν Τριπόλει». Υπήρχαν οι ποικιλίες καννάβι και ινδικό καννάβι. Διέφεραν ως προς το ότι το καννάβι δεν είχε καθόλου οσμή. Τα δενδρύλλια ορθώνονταν σε ύψος 1 με 2 μέτρα και είχαν πάχος 1 με 3 εκατοστά. Τα φύλλα ήταν στενά και στο τελείωμά τους σαν το πριόνι», εξήγησαν οι δύο αξιωματικοί της Δίωξης, από στοιχεία που έχει καταγράψει ο ερευνητής – συγγραφέας Χρήστος Η. Μήτσιας.
Καλλιέργεια και επεξεργασία
Η σπορά γινόταν από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο με την ίδια διαδικασία της σποράς του σιταριού. Τα δενδρύλλια ωρίμαζαν μέχρι τον Αύγουστο, τα σκάλιζαν, έδιωχναν τα άγρια χόρτα, τα έκοβαν και τα άπλωναν στο χωράφι να ξεραθούν για 10 μέρες. Τελικά τα μάζευαν σε δεμάτια και τα αποθήκευαν.
Χαρακτηριστικές αναφορές της επίδρασης κατά τη συγκομιδή τους είναι ότι οι νεαρές κοπέλες της περιοχής, όταν έφευγαν από το χωράφι καθ’ οδόν προς το σπίτι τους, ήταν πάντα εύθυμες αλλά και πειρακτικές, σε σημείο θράσους, απέναντι στους περαστικούς. Στα εργαστήρια χασίς εργαζόταν πολύς κόσμος, μέχρι γυναίκες και παιδιά. Η κατεργασία γινόταν το χειμώνα, εποχή ακατάλληλη για γεωργικές εργασίες. Ξεχώριζαν το ξύλο από τα φύλλα και τον σπόρο.
Τα φύλλα τα έτριβαν αρχικά πάνω σε ειδικό συρμάτινο τελάρο με χοντρές τρύπες κι έπειτα σε τελάρα με πιο ψιλές τρύπες, ώστε να απομονώνονται οι σπόροι. Τα φύλλα γίνονταν σκόνη, η οποία λόγω της ουσίας που περιείχε σχηματιζόταν σε μία μάζα και κοβόταν σε πλάκες για κάπνισμα. Οι δε σπόροι πωλούνταν. Οι νοικοκυρές άπλωναν τους κορμούς των δενδρυλλίων στις αυλές των σπιτιών ή στα αλώνια και τους χτυπούσαν με ραβδί, ώσπου να φύγουν τα υγρά από τον κορμό. Τη φλούδα του κορμού που απέμενε τη στέγνωναν στον ήλιο.
Έπειτα σχημάτιζαν μπάλες (τουλούμπες), τις έγνεθαν με τη ρόκα κι έκαναν κλωστές. Το χασίς το συσκεύαζαν σε χειροποίητα μικρά υφασμάτινα σακίδια, πάνω στα οποία τυπώνονταν με μαύρο ή κόκκινο μελάνι το σήμα του εργοστασίου, το όνομα και η διεύθυνση του εργοστασιάρχη. Κάθε παραγωγός διέθετε ξεχωριστό διακριτικό σήμα για το προϊόν του.
Ο ελέφαντας ήταν σήμα του κτηματία Πέτρου Καραμάνου στο χωριό Στενό. Η ποιότητά του καθοριζόταν ανάλογα με τη χρονιά, όπως στο κρασί. Ο Γάλλος περιηγητής Henry de Monfreid επισκέφτηκε ο ίδιος την οικογενειακή επιχείρηση Καραμάνου στο Στενό για να εμπορευτεί χασίς. Αναφέρει ότι υπήρχε οργανωμένο δίκτυο Ελλήνων, οι οποίοι αναλάμβαναν να συνοδεύσουν τους υποψήφιους πελάτες και να πάρουν τις τελωνειακές άδειες. Στο δίκτυο αυτό συμμετείχαν όχι μόνο άνθρωποι του περιθωρίου αλλά και μορφωμένοι, της καλής κοινωνίας, άνδρες και γυναίκες, μαζί με τους απαραίτητους μεταφραστές και τα ανάλογα τηλεγραφήματα. Από το Στενό θα φόρτωναν την παραγγελία του στον σιδηρόδρομο και από τον Πειραιά, με ελληνικό ατμόπλοιο θα μεταφερόταν στη Μασσαλία.
Ο περιηγητής δεν παρέλειψε να θαυμάσει την εργατικότητα, το πνεύμα οικονομίας, τη μυστικότητα, τη φιλοξενία των Ελλήνων και την ομορφιά της ελληνικής φύσης. Ο πελάτης είχε δικαίωμα δοκιμής του καπνού του χασίς. Το μέγεθος της φλόγας ήταν ανάλογο της ποιότητάς του. Η σοδειά είχε αποθηκευτεί σε σκοτεινό υπόγειο, όπου εργάτες χτυπούσαν με τα μπαστούνια τους σάκους για να κονιορτοποιήσουν το περιεχόμενο. Μετά φυλάσσονταν ολονυχτίς σε σιταποθήκη μέχρι το πρωί. Ακολουθούσε το κοσκίνισμά του από τις γυναίκες σε ειδικό τραπέζι και οι άντρες το τοποθετούσαν σε λεκάνες για να ομογενοποιηθεί. Μια υδραυλική πρέσα σχημάτιζε ομοιόμορφα μικρά σακίδια προς πώληση.
Εργαστήρια στην Τρίπολη
Επίσης, ο κ. Χρήστος Μητσιάς, στην έρευνά του έχει καταγράψει πολλά εργαστήρια που λειτούργησαν στην Τρίπολη, όπως του Αγγελίδη, Β. Βαφειόπουλου με 15 εργάτες στην οδό Σπετσεροπούλου και Νικηταρά. Ο Κ. Θαλασσινός, του Γεωργίου Σ. Κωτσάκη με 20 εργάτες στην οδό Ταξιαρχών, του Π. Καράκαλου με 25 εργάτες, ο Τ. Καρακάλος, ο Σ. Καραμάνος, ο Γ. Καραχάλιος, ο Π. Καραχάλιος, ο Π. Λυμπερόπουλος, ο Δ. Ματζαγριωτάκης, ο Ι. Μαυρόγιαννης, ο Κ. Μικρούλης, ο Γ. Μουτσόπουλος, ο Ν. Μουτσόπουλος, ο Γ. Μπακόπουλος, ο Δ. Ματζαγριωτάκης, ο Κ. Μαυρόγιαννη, ο Μιχ. Κουγιούφας, ο Πέτρος Καραμάνος, ο Μ. Πετρόπουλος, ο Αργύρης Παπαοικονόμου, ο Γ. Σπορίδης και ο Κ. Σπορίδης.
Η καλλιέργεια σταμάτησε εξαιτίας επίμονων πιέσεων της βρετανικής διπλωματίας ότι δεν θα αγόραζαν εις το εξής ελληνική σταφίδα, αν δεν έπαυε η καλλιέργεια κι η εξαγωγή χασίς. Δύο εκδοχές αιτιολογούν την εκβιαστική πίεση των Άγγλων. Η πρώτη ότι αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα στην Αίγυπτο λόγω του ότι οι Αιγύπτιοι εργάτες κάπνιζαν πολύ χασίς, με συνέπεια τη μείωση της ντόπιας παραγωγής.
Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι με την κυκλοφορία του ινδικού χασίς θα αποκόμιζαν τεράστια οικονομικά οφέλη, αφού η Ινδία ήταν δική τους αποικία. Ως αποτέλεσμα της εξωτερικής πολιτικής, η Ελληνική Κυβέρνηση το 1906 επέβαλε φόρο στην καλλιέργεια χασίς και τελωνειακούς περιορισμούς. Το 1919 η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε θέσει ως όρο να καταργηθεί η καλλιέργεια και εμπορία χασίς λόγω εθισμού κι επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία. Η Ελλάδα ακολούθησε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και με το νομοθετικό διάταγμα της 7/11/1925 θεσπίστηκε η απαγόρευση εμπορίου χασίς για δέκα χρόνια, έως την 1η Ιανουαρίου 1936.
«Σκοπός ήταν να εξαντληθούν τα αποθέματα και να διατεθούν στο εξωτερικό, ώστε να μην ζημιωθούν οικονομικά. Κατά συνέπεια άρχισε να μειώνεται το εργατικό δυναμικό στα χασισοεργαστήρια και οι καλλιεργητές στη Μαντινεία άρχισαν να καλλιεργούν άλλα είδη. Μετά τη δικτατορία του Μεταξά, επεβλήθησαν σκληρά μέτρα, με αποτέλεσμα να σταματήσει οριστικά η καλλιέργεια κι εμπορία χασίς. Στις εκλογές του 1920, όταν ήρθε στην Τρίπολη για την προεκλογική περιοδεία ο Λεβιδαίος Αλέξανδρος Παπαναστασίου, υπουργός της Κυβέρνησης Βενιζέλου, οι συμπατριώτες του τον παρακάλεσαν να βοηθήσει στην αναστολή της απόφασης του νόμου της απαγόρευσης καλλιέργειας χασίς. Ο διακεκριμένος πολιτικός όχι μόνο δεν ενήργησε θετικά στο αίτημα των συμπατριωτών του, αλλά συνέστησε στον Νομάρχη να επιβάλει πιο αυστηρά μέτρα. Το 1932 το Ελληνικό Κράτος απαγορεύει την καλλιέργεια και κατοχή ινδικής καννάβεως. Ο δήμαρχος Ορχομενού Μαντινείας Γ. Κ. Μακρής αναφέρει, ότι από τις αποζημιώσεις των καλλιεργητών παρακρατήθηκε ένα ποσοστό και ότι αυτά τα κρατικά έσοδα στήριξαν έργα υποδομής στην Πελοπόννησο. Όλα αυτά έχουν καταγραφεί επίσημα από την έρευνα του κ. Μητσιά», πρόσθεσαν οι κ.κ. Δεληγιάννης και Γεωργακόπουλος.
Ποινικοποίηση
Πώς όμως από τη νόμιμη καλλιέργεια, διακίνηση και χρήση φτάσαμε σε διάστημα λίγων χρόνων στην ποινικοποίηση των ναρκωτικών;
Η απαγόρευση, όπως εξήγησαν και οι δύο, ξεκίνησε αρχικά ως καταπολέμηση λαθρεμπορίου αγροτικού προϊόντος, καθώς υπήρχε μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα:
«Η Αίγυπτος τότε ήταν Οθωμανική επαρχία. Η διπλωματία της Βρετανίας ήθελε αρχικά να ελέγξει την εργατιά, γιατί είχαν διαπιστώσει ότι οι εργάτες στη γέφυρα του Σουέζ, υπό την επήρεια του χασίς, δεν δούλευαν. Έτσι ξεκίνησε η απαγόρευση εκεί. Ενώ ο άλλος λόγος ήταν ότι η Βρετανία ήθελε να φέρει το ινδικό χασίς για να ελέγξει την αγορά. Σιγά σιγά από τη πολιτική καταπολέμησης του λαθρεμπορίου, περάσαμε στην πολιτική του ελέγχου του χρήστη χασίς. Άρχισε να ασχολείται η Αστυνομία με πόσες συλλήψεις έχουμε, πόσους χρήστες και άρχισε μαζικότερα να παράγονται νομοθετήματα για τον έλεγχο των χρηστών. Και τότε άρχισαν να ποινικοποιούνται οι τεκέδες που μέχρι τότε ήταν πολιτισμικό στοιχείο και να ξεχωρίζουν τους καθ’ έξιν χρήστες», συμπλήρωσαν οι δύο αξιωματικοί.
Σύμφωνα και με τον συγγραφέα Κώστα Γκοτσίνα στο βιβλίο του «Επί της Ουσίας», αναφέρει ότι η ποινικοποίηση της ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε γραμμική, ούτε ομοιογενής: η δημόσια χρήση απαγορεύτηκε σχετικά πρώιμα και χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του ’30 ο χρήστης ινδικής κάνναβης αντιμετωπιζόταν πιο επιεικώς από τον χρήστη άλλων ουσιών, ανάλογα με το πώς αξιολογούνταν η κατανάλωση και ο τρόπος ζωής του.
Το εμπόριο επέσυρε μεν αυστηρότερες ποινές, αλλά άργησε να απαγορευτεί σε σχέση με τη χρήση. Η καλλιέργεια, τέλος, προτού απαγορευτεί το 1920, αντιμετωπίστηκε από το ελληνικό Κράτος ως πρόσοδος και φορολογήθηκε όπως ένα οποιοδήποτε άλλο αγροτικό προϊόν. Έστω και με αυτές τις διαφοροποιήσεις, όμως, μία σταθερά της νομοθεσίας περί χασίς είναι πως μέχρι το 1932 ήταν ανεξάρτητη από τα νομοθετήματα περί ναρκωτικών χρησιμοποιώντας όρους αναχρονιστικούς. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το σημερινό αίτημα περί διαχωρισμού «σκληρών» και «μαλακών» ναρκωτικών ήταν πραγματικότητα στις αρχές του περασμένου αιώνα, αν και όχι απαραίτητα προς όφελος του χρήστη…
«Το πώς περάσαμε από το ελεύθερο αγροτικό προϊόν, στη φορολόγηση και τέλος στην ποινικοποίηση, έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες, κοινωνικούς, πολιτικούς, οικονομικούς κ.ά. Η ποινικοποίηση δεν ήταν μια απλή διαδικασία, ωρίμασε, δεν έγινε από τη μια νύχτα στην άλλη», κατέληξε ο κ. Δεληγιάννης.
Της Βίκυς Βετουλάκη