Στην παράδοση του δυτικού κόσμου επικράτησε και επικρατεί ο Santa Claus. Το όνομα Santa Claus εξελίχθηκε από το ολλανδικό ψευδώνυμο του Sinter Klaas, μια συντομευμένη μορφή του Sint Nikolaas (στα ολλανδικά σημαίνει Άγιος Νικόλαος). Το μύθο του Santa μετέφεραν και εδραίωσαν στον Νέο Κόσμο, στο Νέο Άμστερνταμ (σήμερα Νέα Υόρκη), οι Ολλανδοί μετανάστες.
Α. Το 1804 ο John Pintard, μέλος της Ιστορικής Κοινότητας της Νέας Υόρκης (New York Historical Society), στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου στην πόλη της Νέας Υόρκης, μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιλάμβανε οικείες εικόνες του Αγίου με έντονες τις αρχικές ορθόδοξες ρίζες της, αλλά και με ένα τζάκι δίπλα του που είχε κρεμασμένες πάνω του κάλτσες γεμάτες δώρα, παιχνίδια και φρούτα. Η εικόνα αυτή υπονοούσε την επίσκεψη του Αγίου στα σπίτια. Επί της εικόνας αναγραφόταν ρητά η εορτή στις 6 Δεκεμβρίου και το πραγματικό ελληνικό όνομα του Αγίου Νικολάου.
Η πρώτη καταγραφή του σχετιζόμενου ολλανδικού μύθου έγινε το 1809 από το συγγραφέα Washington Irving (1783-1859), ο οποίος στο βιβλίο του “Knickerbocker’s History of New York” περιέγραψε την άφιξη ενός αγίου πάνω σε άλογο, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Νικολάου. Το 1812, ο Ίρβινγκ αναθεώρησε το βιβλίο του και ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται να καπνίζει πίπα μέσα σε ένα ιπτάμενο βαγόνι, το οποίο μπορεί και πετάει πάνω από τις στέγες και από τα δέντρα.
Β. Το 1821 ένα ανώνυμο εικονογραφημένο ποίημα με τίτλο “The Children’s Friend” (Ο φίλος των παιδιών) προχώρησε πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση του σύγχρονου αγίου και στο συσχετισμό του με τα Χριστούγεννα. Αυτή η φιγούρα έφερνε δώρα σε καλά κορίτσια και αγόρια, αλλά φορούσε επίσης μια ράβδο σημύδας, σημειώνει το ποίημα, που «κατευθύνει το χέρι του γονέα να το χρησιμοποιήσει όταν οι γιοι του αρνούνται το μονοπάτι της αρετής». Το λεπτό βαγόνι του Άγιου Βασίλη το έσερνε ένας μόνο τάρανδος.
Γ. Λίγο αργότερα, το 1822 ο ιερέας Clement Clarke Moore (1779-1863) έγραψε ένα παιδικό ποίημα, “A Visit from St. Nicholas”, που είναι γνωστό σήμερα ως “The Night Before Christmas”, για τα έξι παιδιά του. Δημοσιεύτηκε ανώνυμα τον επόμενο χρόνο στην εφημερίδα της Νέας Υόρκης “Sentinel” και μέχρι σήμερα ο παχουλός, χαρούμενος Άγιος Νικόλαος, που περιέγραφε εκεί, οδηγεί ένα έλκηθρο που το οδηγούσαν οκτώ γνωστοί τάρανδοι (Ντάσερ, Ντάνσερ, Μπράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούμπιντ, Ντόντερ και Μπλίτσεν).
A Visit from St. Nicholas
‘Twas the night before Christmas, when all through the house
Not a creature was stirring, not even a mouse;
The stockings were hung by the chimney with care,
In hopes that St. Nicholas soon would be there;
The children were nestled all snug in their beds,
While visions of sugar-plums danced in their heads;
And mamma in her ’kerchief, and I in my cap,
Had just settled our brains for a long winter’s nap,
When out on the lawn there arose such a clatter,
I sprang from the bed to see what was the matter.
Away to the window I flew like a flash,
Tore open the shutters and threw up the sash.
The moon on the breast of the new-fallen snow
Gave the lustre of mid-day to objects below,
When, what to my wondering eyes should appear,
But a miniature sleigh, and eight tiny reindeer,
With a little old driver, so lively and quick,
I knew in a moment it must be St. Nick.
More rapid than eagles his coursers they came,
And he whistled, and shouted, and called them by name;
“Now, Dasher! now, Dancer! now, Prancer and Vixen!
On, Comet! on, Cupid! on, Donder and Blitzen!
To the top of the porch! to the top of the wall!
Now dash away! dash away! dash away all!”
As dry leaves that before the wild hurricane fly,
When they meet with an obstacle, mount to the sky;
So up to the house-top the coursers they flew,
With the sleigh full of Toys, and St. Nicholas too.
And then, in a twinkling, I heard on the roof
The prancing and pawing of each little hoof.
As I drew in my head, and was turning around,
Down the chimney St. Nicholas came with a bound.
He was dressed all in fur, from his head to his foot,
And his clothes were all tarnished with ashes and soot;
A bundle of Toys he had flung on his back,
And he looked like a peddler just opening his pack.
His eyes—how they twinkled! his dimples how merry!
His cheeks were like roses, his nose like a cherry!
His droll little mouth was drawn up like a bow
And the beard of his chin was as white as the snow;
The stump of a pipe he held tight in his teeth,
And the smoke it encircled his head like a wreath;
He had a broad face and a little round belly,
That shook when he laughed, like a bowlful of jelly.
He was chubby and plump, a right jolly old elf,
And I laughed when I saw him, in spite of myself;
A wink of his eye and a twist of his head,
Soon gave me to know I had nothing to dread;
He spoke not a word, but went straight to his work,
And filled all the stockings; then turned with a jerk,
And laying his finger aside of his nose,
And giving a nod, up the chimney he rose;
He sprang to his sleigh, to his team gave a whistle,
And away they all flew like the down of a thistle,
But I heard him exclaim, ere he drove out of sight,
“Happy Christmas to all, and to all a good-night.”
Γ. Η έμπνευση, όμως, του Αμερικανού εικονογράφου Thomas Nast (1840-1902) υπήρξε καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του Santa Claus. Εκείνος ήταν που ζωγράφισε τον Santa Claus για το “Harper’s magazine” το 1863 και συνέχισε να το ζωγραφίζει μέχρι τα 1890. Κάποια στιγμή μέσα στη δεκαετία του 1860 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν, του ζήτησε να φτιάξει μία προπαγανδιστική εικόνα του Santa Claus με κάποιους στρατιώτες του. Ήταν από τις πρώτες προσπάθειες άσκησης ψυχολογικού πολέμου στους αντιπάλους. Μία από αυτές τις εικόνες ήταν «Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο», όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς, ροδαλού άνδρα, στολισμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων. Ο Ναστ στη συνέχεια προσέθεσε και άλλες λεπτομέρειες, όπως ότι το εργαστήρι του Santa βρίσκεται στο Βόρειο Πόλο.
Δ. Ο επίσημος, όμως, σχεδιαστής του Άγιου Βασίλη (από το 1931), που καθιέρωσε η Κόκα Κόλα και όλοι αυτόν γνωρίζουμε, είναι ο Huddon Sundblom (1899-1976). Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα του δημοφιλούς αναψυκτικού, για να σηματοδοτεί στους καταναλωτές το συσχετισμό του κόκκινου της Coca Cola και του Αϊ- Βασίλη. Να σημειωθεί ότι μέχρι τότε ο Άγιος Βασίλης απεικονιζόταν με πράσινα ρούχα.
Ε. Μόλις εδραιώθηκε ο μύθος, ο Άγιος Βασίλης της Βόρειας Αμερικής υπέστη ένα είδος αντίστροφης μετανάστευσης στην Ευρώπη, αντικαθιστώντας τους φέροντας δώρα και υιοθετώντας τοπικά ονόματα όπως Pere Noel (Γαλλία) ή Father Christmas (Μεγάλη Βρετανία) ή «Weihnachtsmann» («άνθρωπος των Χριστουγέννων») (Βόρεια και Κεντρική Γερμανία) ή ο Babbo Natale (Ιταλία).
Πριν από τη Ρωσική Επανάσταση, ο Grandfather Frost (Ded Moroz) ήταν μια αγαπημένη φιγούρα των Χριστουγέννων που είχε υιοθετήσει χαρακτηριστικά πρωτο-Άγιου Βασίλη, όπως οι Ολλανδοί τον Sinter Klaas. Στη δεκαετία του 1930, ο Στάλιν επέτρεψε την επανεμφάνιση του Παππού Φροστ (με μπλε παλτό), όχι ως φέροντος χριστουγεννιάτικα δώρα, αλλά δώρα Πρωτοχρονιάς. Και ευρύτερα στις χώρες της Ανατολής ο Άγιος Βασίλης λαμβάνει τις μορφές του Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ (ο καλός γερο-πατέρας) (Κίνα) ή του Χοτέισο (Ιαπωνία).
Στ. Καθώς οι θρύλοι γύρω από το πρόσωπο του Santa Claus πλήθαιναν, όλοι ήθελαν να μάθουν πού μένει. Επειδή γκρι τάρανδοι ήταν δύσκολο να υπάρξουν στο Βόρειο Πόλο, οι εφημερίδες το 1927 αποκάλυψαν ότι ο Αϊ-Βασίλης μένει στη φινλανδική Λαπωνία. Ο γκρι τάρανδος είναι, άλλωστε, το εθνικό ζώο της Λαπωνίας. Το, υποτιθέμενο, επίσημο χωριό του Santa Claus είναι το Κορβατουντούρι (Korvatunturi) και βρίσκεται μόλις οκτώ χιλιόμετρα βόρεια του Ροβανιέμι της Λαπωνίας.
Κορβατουντούρι σημαίνει «το ύψωμα του αυτιού» (Ear Fell). Επειδή, λοιπόν, η περιοχή είχε κάπως το σχήμα του αυτιού, θεωρήθηκε ότι ο Άγιος Βασίλης ζούσε εκεί και «άκουγε» τις επιθυμίες των παιδιών.
Το μυστικό αποκαλύφθηκε σε εκπομπή του φινλανδικού ραδιοφώνου του 1927: «ο Santa Claus μένει στο Κορβατουντούρι». Η φινλανδική κυβέρνηση άρχισε να αξιοποιεί τουριστικά την περιοχή μόλις στις αρχές του 1980.
Ζ. Ο ελληνικός Άγιος Βασίλης, όπως αναφέρει ο καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Μηνάς Αλεξιάδης, είναι «κάτι ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο της Καισαρείας, έναν από τους τρεις ιεράρχες και σε ένα πρόσωπο-σύμβολο του Ελληνισμού, που έφευγε από τα βάθη της Ασίας και έφτανε παντού: από τον Πόντο μέχρι την Πελοπόννησο και από τη Μακεδονία μέχρι τον Κύπρο.
Ο δικός μας Άγιος Βασίλης είναι πεζοπόρος, κρατά στα χέρια του ένα ραβδί, συζητά με όλους τους ανθρώπους στο δρόμο και εύχεται καλοτυχία και καλή χρονιά στον κόσμο. Δεν έχει σάκο, ούτε κοφίνι. Δε φέρνει δώρα, αλλά την καλοχρονιά…
Η 1η Ιανουαρίου ήταν η μέρα θανάτου του Μεγάλου Βασιλείου και έτσι η ελληνική παράδοση θεώρησε ότι ο Άγιος Βασίλης είναι εκείνος που φέρνει καλοτυχία και ευλογεί τη χρονιά…».
Η. Ο Μέγας Βασίλειος [330-379 μ.Χ]
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας από τους Πατέρες και Αγίους της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Υπήρξε εξέχουσα εκκλησιαστική προσωπικότητα, σπουδαίος ιεράρχης και κορυφαίος θεολόγος. Γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου το 330 μ.Χ. από εύπορη οικογένεια χριστιανών και μεγάλωσε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Οι σύγχρονοί του, ενώ ζούσε ακόμη, τον ονόμασαν «Μέγα», τόσο για την πίστη και τη σωφροσύνη του όσο και για τη γενναιοδωρία του. Ονομάστηκε από την Εκκλησία «Μέγας Οικουμενικός Διδάσκαλος» και «Ουρανοφάντωρ». Από το Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Η εικόνα του σεμνού και ασκητικού Ιεράρχη αντιπαραβάλλεται στη φιγούρα του πληθωρικού ξενόφερτου Santa Claus.
Συμπερασματικά, στη ζωή και τον κόσμο μας προκύπτει σύγχυση εξαιτίας του συμφυρμού διαφορετικών παραδόσεων, τοπικών και υπερεθνικών. Όπως συνέβη με την κυριαρχία της αγγλικής γλώσσας που τείνει να καταστεί διεθνής, το ίδιο συμβαίνει με την επιβολή της εικόνας του Santa Claus, που προέρχεται από τον Άγιο Νικόλαο και παραλληλίζεται με τον Άγιο Βασίλη.
Ως αποτέλεσμα αυτού, βλέπουμε στις αμερικανικές ταινίες με θέμα τα Χριστούγεννα να έρχεται ο Santa με τα δώρα τη νύχτα των Χριστουγέννων και μπερδευόμαστε, καθώς ο Άγιος Βασίλης εορτάζεται την επόμενη εβδομάδα (Πρωτοχρονιά). Όχι μόνο αυτό, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες συχνά οργανώνουμε το βράδυ της παραμονής της του Χριστού γεννήσεως κάποιο τραπέζι-ρεβεγιόν (παράγεται από το ρήμα «reveiller», που σημαίνει «ξυπνώ, μένω ξύπνιος») με συγγενείς και φίλους, διακοσμώντας το σπίτι με φιγούρες του Santa και ακούγοντας τραγούδια του Santa (τα οποία είναι, φυσικά, χριστουγεννιάτικα), εορτάζοντας προκαταβολικά και μοιράζοντας/ ανταλλάσσοντας δώρα, ενώ το πρωί προσερχόμαστε στη λειτουργία των Χριστουγέννων.
Η μαγεία και το πνεύμα των Χριστουγέννων είναι πλέον κοινός τόπος!
Του Ιωάννη Σόλαρη
Φιλολόγου-Θεολόγου
ΠΗΓΕΣ