Κύριε Διευθυντά,
Την παρελθούσαν Παρασκευήν επεσκέφθη την πόλιν μας ο βυζαντινολόγος κ. Μαζαράκης συνοδευόμενος από τον συμπολίτην μας κ. Στ. Κωστόπουλον. Κατήλθεν εις την πόλιν μας μέσω Λαγκάδας, αφού εσπούδασε τα βυζαντινά έργα του Μυστρά.
Όλως τυχαίως εχρησίμευσα και εγώ δι’ ολίγον χρόνον ξεναγός του κ. Μαζαράκη. Οδήγησα τούτον εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων, κατόπιν εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν Αγίου Νικολάου και Αγίου Αθανασίου και τέλος τη υποδείξει μου εις την κατακόμβην του Αγίου Χαραλάμπους εν τω νεκροταφείω.
Κατάπληκτος ομολογώ ελάμβανεν γνώσιν δια πρώτην φοράν, ότι εν μεν τω Μητροπολιτικώ Ναώ διατηρούνται ακεραίως δύο εικονίσματα μεγίστης αξίας και αναγόμενα εις τον 13ον περίπου αιώνα, έτερα δύο εις τον Άγιον Αθανάσιον και έτερα δύο εις την κατακόμβην του Αγίου Χαραλάμπους, άτινα παρά τω ιδίου κ. Μαζαράκη ανεσύρθησαν από κονιοβριθές στοίβαγμα εικόνων εν τω αδύτω του Ναού.
Εδέχθην, ως Καλάμιος, την πολύ δικαίαν παρατήρησιν από τον κ. Μαζαράκη δια την παραμέλησιν αυτών των σπουδαιοτάτων έργων της Βυζαντινής Τέχνης διατρεχόντων τον κίνδυνον της εκ της χρόνου φθοράς και εξαφανίσεως.
Επί του αυτού θέματος, της περισυλλογής τούτ’ έστιν των έργων αυτών της Βυζαντινής Τέχνης, έχομεν κάμει ευρείαν συζήτησιν με τον Μητροπολίτην μας Μελέτιον. Χθες δε λαβών αφορμήν εκ των άνω επεσκέφθην τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην μας και του ανεκοίνωσα τα των παρατηρήσεων του κ. Μαζαράκη, προσθέσας ότι ο κ. Μαζαράκης είναι της γνώμης, όπως τα τυχόν τοιαύτα κειμήλια της Βυζαντινής Τέχνης τα ευρισκόμενα εν τοις ναοίς ή αλλαχού, τοποθετηθώσι εις μίαν αίθουσαν εν Καλάμαις, ήτις αίθουσα θ’ αποτελέση και τρόπον τινά ειδικόν Μουσείον.
Ο Σεβασμιώτατος απεδέχθη πλήρως τας απόψεις αυτάς, δώσας μάλιστα εντολήν, όπως ιδίαις αυτού δαπάναις κατασκευασθώσι προθήκαι προς τοποθέτησιν των κειμηλίων αυτών της τέχνης.
Ως αίθουσα δε παραχωρεί μίαν των αιθουσών της Επισκοπής Μεσσηνίας. Πρέπει δε να γνωσθή ακόμη ότι εις την Επισκοπήν φυλάσσονται επιμελώς αι Μίτραι του Ανδρούσης Ιωσήφ και του εκ Κορώνης Πατριάρχου Γρηγορίου.
Επιβάλλεται ταχέως η πραγμάτωσις των ανωτέρω σκέψεων και υποδείξεων τη κοινή συνεργασία, ιδιαίτατα των επιστημονικών τάξεων και των ασχολουμένων περί τας τέχνας.
Η δημιουργία δε ενός τοπικού Μουσείου δεν θα πλουτίση απλώς την πόλιν μας ενός επιστημονικού κέντρου, αλλά θα υπάρξη και το μόνον ίσως μέσον δια του οποίου θα σπουδάζη και θα αγαπήση την τέχνην ο σπουδάζων κόσμος, και ακόμη θα δοθή μία αφορμή να διασωθώσιν μεγάλα ίσως μνημεία της τέχνης τα οποία ίσως ερριμμένα εις κονιοβριθείς γωνίας μεγάλων ή μικρών ναών διατρέχουσι τον κίνδυνον της τελείας αυτών καταστροφής.
Μετά τιμής
Β. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 12 Μαΐου 1927
Κάθε πόλις μικρά ή μεγάλη, εις την Ελλάδα προ παντός, δεν είναι δυνατόν εις μη να κατέχη ολίγα ή πολλά, μικράς ή μεγάλης αξίας, αρχαιολογικά κειμήλια. Τα αρχαιολογικά ταύτα κειμήλια εις τα μέρη όπου δεν έγιναν συστηματικαί έρευναι μένουν άγνωστα, όχι μόνον εις το πλήθος, αλλά και εις αυτούς τους διανοουμένους. Αυτό ακριβώς συνέβη και εις την πόλιν μας. Όπου μόλις προ ολίγων ημερών ξένος περαστικός βυζαντινολόγος, ο κ. Μαζαράκης ανεύρε μέσα εις κονιορτοβριθές στοίβαγμα εικόνων εντός της κατακόμβης του ναού του Αγίου Χαραλάμπους, βυζαντινάς εικόνας μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. Η σοβαρωτάτη αυτή δια την πόλιν μας αρχαιολογική ανακάλυψις ανεκοινώθη δια του «Θάρρους» παρά του κ. Β. Κωστοπούλου, όστις έγραψε και περί της ευγενούς παραχωρήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Μελετίου δια την διαφύλαξιν των εικόνων. Αλλ’ ενώ τουλάχιστον επερίμενα, κατόπιν αφ’ ενός μεν της ανακαλύψεως ταύτης του κ. Μαζαράκη, αφ’ ετέρου δε της παραχωρήσεως του Μητροπολίτου μας κ. Μελετίου μιας αιθούσης εν τη Επισκοπή όπως χρησιμεύση ως Μουσείον, ότι θα ήρχιζεν εν τη πόλει μας μία κάπως εντατική προσπάθεια εκ μέρους των διανοουμένων δια την έρευναν προς ανακάλυψιν και άλλων αρχαιολογικών κειμηλίων εν τη πόλει μας τα οποία είμαι πλέον ή βέβαιος ότι υπάρχουν, ευρισκόμενα και ταύτα εις κάπoιο κονιορτοβριθές στοίβαγμα. Ατυχώς όμως εφ’ όσον δύναμαι να γνωρίζω ούτε συνεζητήθη καν μεταξύ των επιστημόνων της πόλεώς μας σοβαρώς μία τοιαύτη εργασία. Και όμως ουδείς λόγος συντρέχει δια την χαρακτηριστικήν αυτήν αδιαφορίαν των επιστημόνων μας οίτινες άλλως τε εις την περίπτωσιν αυτήν δεν θα είχον να διακινδυνεύουσιν τίποτε. Απ’ εναντίας μάλιστα, τιμήν θα προσέδιδεν εις αυτούς η ανάληψις μιας τοιαύτης προσπαθείας, τα αποτελέσματα της οποίας θα ήσαν κατ’ εμέ πολύ ικανοποιητικά. Και όμως δεν εκινήθησαν. Η αδιαφορία βεβαίως αύτη δεν οφείλεται εις έλλειψιν ειδικών επιστημόνων. Εις την πόλιν μας υπάρχουν πολλοί φιλόλογοι καθηγηταί οίτινες αν δεν είναι ειδικοί αρχαιολόγοι, έχουσιν όμως τας απαιτουμένας γνώσεις δια την ανάληψιν μιας τοιαύτης εργασίας.
Αλλά τότε τι εμποδίζει την τοιαύτην εργασίαν; Μοιραίως θα καταλήξωμεν και πάλιν εις το αυτό συμπέρασμα εις το οποίον κατελήξαμεν και άλλοτε, πολλάκις.
Δεν υπάρχει οργάνωσις. Πρέπει πρώτον να συσταθή ένας σύλλογος με συστηματικήν οργάνωσιν και κατόπιν να συζητηθή σοβαρώς ένα τοιούτον ζήτημα. Αλλά…
ΑΝΤ. ΑΝΤ.
ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ ΜΑΣ ΜΟΥΣΕΙΟΝ
Το ζήτημα το οποίον ανεκοίνωσε προ ημερών από των στηλών του «Θάρρους» ο αγαπητός συνάδελφος και φίλος κ. Βασίλειος Κωστόπουλος, δεν συνδέεται μόνον με την ανάγκην διασώσεως και περισυλλογής των διαφόρων βυζαντινών κειμηλίων που ευρίσκονται κατεστραμμένα και το χειρότερον παραμελημένα, εις τους παλιούς ναούς της πόλεώς μας.
Η ίδρυσις ενός βυζαντινού Μουσείου εις Καλάμας, πλουτιζομένου βαθμηδόν από τους μυρίους αγνοουμένους και κατά το πλείστον περιφρονημένους θησαυρούς που μας εκληροδότησεν η μεσαιωνική Ελλάς, συνδέεται προ παντός με την υπερτάτην ανάγκην ανανεώσεως της γνησιωτέρας πηγής των εθνικών μας παραδόσεων και συγχρόνως την δυνατότητα μιας γενικωτέρας εργασίας δια την μόρφωσιν και ανάπτυξιν του λαϊκού γούστου του τοπικού μας χρώματος, της καλαματιανής ψυχής.
Ένα βήμα προς αναπλήρωσιν της ελλείψεως και καθυστερήσεώς μας αυτής, θα είναι ασφαλώς το Βυζαντινόν μας Μουσείον. Δεδομένου δε ότι η φιλόπολις και γενναία χειρονομία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μελετίου, συνεχίζοντας την σεμνήν και πολυετή δράσιν υπέρ της Μεσσηνίας, αίρει τα τυχόν υλικά κωλύματα της πραγματοποιήσεως μιας τόσον ωραίας και πατριωτικής ιδέας, δεν υπάρχει κανενός λόγος να καθυστερήσωμεν εις συζητήσεις.
Αρκεί να συσταθή μία Επιτροπή εξ επιλέκτων συμπολιτών, υπό την προεδρείαν πάντοτε του Σου Μητροπολίτου, η οποία με το κύρος της να επιδοθή εις την ταχυτάτην αναζήτησιν και συλλογήν όλων των παλαιών εικόνων τόσον των εκκλησιών όσο και των ευρισκομένων εις χείρας ιδιωτών, χορηγούσα σχετικάς αποδείξεις παραλαβής. Σημειωτέον δε ότι δεν χρειάζεται καμία επέμβασις του κράτους, η οποία μόνον περιπλοκάς δύναται να επιφέρη και ασφαλώς θα αποθαρρύνη την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν, εις ην άλλως τε εις όλα τα μέρη του κόσμου ανήκει αυτοδικαίως η πραγματοποίησις κάθε ωραίου σχεδίου.
Μετά την περισυλλογήν δυνάμεθα ευκολώτατα να μετακαλέσωμεν ειδικούς εξ Αθηνών δια να μας βοηθήσουν εις μίαν επιστημονικήν κατάταξιν των εικόνων, κατά την οποίαν πάντως εξαιρετική θέσις θέλει δοθεί εις τα έργα εντοπίων ζωγράφων των οποίων η αναγνώρισις δεν είναι καθόλου δύσκολος. Αργώτερον θα δυνάμεθα ή μάλλον ασφαλώς θα χεειασθή να ζητήσωμεν την κρατικήν επέμβασιν δια την επέκτασιν επί των εν αυτώ κειμηλίων της σχετικής Νομοθετικής Προστασίας και της υπαγωγής του εις την αρμοδίαν Εφορείαν Αρχαιοτήτων.
Η περισυλλογή των παλαιών εικόνων δεν πρέπει να αποτελέση τον μοναδικόν σκοπόν του Μουσείου μας, το οποίον όσον και αν αποκαλείται Βυζαντινόν εις την επίσημον γλώσσαν, είναι πάντως αρμόδιον δια παν έργον ανήκον εις την μεσαιωνικήν και νεωτέραν περίοδον του Έθνους. Θα χρειασθή βαθμιαίως και αργώτερον να περισυλλεγούν εκεί τα διάφορα χειροτεχνήματα και εργόχειρα εις ιδιωτικάς χείρας και τα οποία αν δεν είναι θρησκευτικά, είναι πάντως εθνικά κειμήλια.
Ως αρχήν δε θα επρότεινα να ζητηθή από τας Αγίας Μοναχάς της Μονής Καλογραιών να καταθέσουν εις το Μουσείον τα παλιά των ωραία μεταξοκέντητα άμφια, τα οποία διαφυλάσσουν τόσον επιμελώς και τα οποία αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικώτατα την κατ’ εξοχήν καλαματιανήν τέχνην των.
Τοιαύται περίπου είναι αι βάσεις επί των οποίων πρέπει να αρχίση η εργασία δια την σύστασιν του Βυζαντινού μας Μουσείου. Τοιουτοτρόπως δε μόνον θα γίνη δυνατόν να συμπληρώσωμεν την διοικητικήν αυτοδιοίκησιν, η οποία πάντως θα εφαρμοσθή μίαν ημέραν βοηθούσης και της κοινωνικής αναπτύξεως και οικονομικής χειραφετήσεως την οποίαν απεκτήσαμεν κατά τα τελευταία έτη.
Και η πόλις μας θα παύση πλέον να είναι μία απλή γεωγραφική έννοια, αι δε καλαματιαναί παραδόσεις του χορού και του τραγουδιού θα δυνηθούν να εύρουν μίαν νέαν ευκαιρίαν τονώσεως και αναγεννήσεως τις οίδε υπό ποίαν σύγχρονον μορφήν και εμφάνισιν.
Του Σταύρου Ι. Κωστόπουλου