Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας, Γιάννης Μαργαρίτης, μιλάει μεταξύ άλλων για το εγχείρημα του «Θεατρικού Εργαστηρίου» στην πόλη
Η έλευσή του στην πόλη για να αναλάβει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας έγινε λίγους μήνες πριν από την έναρξη της πανδημίας. Έχοντας μόλις μικρό περιθώριο δράσης, ακολούθησε η εποχή που πολλά από τα θεάματα σταμάτησαν, ενώ λίγο αργότερα πραγματοποιούνταν υπό την τήρηση των υγειονομικών μέτρων προστασίας.
Πρόσφατα ανανεώθηκε η θέση του στη διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕΚ, ενώ οι δράσεις που διοργανώνει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του τοπικού δημοτικού θεάτρου συνεχίζονται.
Ο λόγος για τον Γιάννη Μαργαρίτη, ο οποίος μιλάει στο «Θ» για το πολιτιστικό προϊόν της Καλαμάτας, το πόσο κοντά βρίσκονται οι κάτοικοί της στον πολιτισμό και ιδιαίτερα στο θέατρο, ενώ μας παρουσιάζει το καλλιτεχνικό του εγχείρημα, το οποίο αποτέλεσε αφορμή για τη συζήτησή μας, το θεατρικό εργαστήρι, που από σήμερα Σάββατο επιστρέφει για όλους τους ενδιαφερόμενους στην πόλη.
-Πώς «γεννήθηκε» η ιδέα για την έναρξη ενός τέτοιου εργαστηρίου στην πόλη;
Το θεατρικό εργαστήρι ξεκίνησε την πρώτη χρονιά που βρέθηκα εγώ στην Καλαμάτα, έχοντας αναλάβει τη διεύθυνση του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου. Άρχισε με κάποιον κόσμο της πόλης που ήρθε με ενδιαφέρον για το θέατρο, για να δει πώς δομείται μια παράσταση. Κάναμε μια σειρά από μαθήματα, ασκήσεις αυτοσχεδιασμού και, μάλιστα, αποφασίσαμε τότε κάτι πολύ δύσκολο: η πρώτη παράσταση που θα κάναμε να είναι φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από τα μέλη του εργαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι οι ίδιοι θα έγραφαν τα κείμενα, αλλά και θα έπαιζαν. Απλώς βάλαμε ένα θεματικό πλαίσιο το οποίο ακολούθησαν όλοι γύρω από ιστορίες της Καλαμάτας. Αυτό ήθελε πολλή δουλειά. Δεν ήμασταν σε θέση να το παρουσιάσουμε γρήγορα, μιας και ήθελε πολύ κόπο, μέχρι που μας πρόλαβε ο κορωνοϊός. Πάγωσαν όλα τότε, ενώ σταμάτησε και το εργαστήριο αναγκαστικά για ένα διάστημα. Αργότερα πήγαμε να το αρχίσουμε ξανά ζεσταίνοντας το. Όμως, αρκετά από τα άτομα ανανεώθηκαν, ενώ άλλα έλειψαν, οπότε δημιουργήθηκε μια δυσκολία στο να μπουν όλοι στο ίδιο κλίμα, μέχρι που λίγο αργότερα επήλθε ένα ακόμα κλείσιμο, με τη δεύτερη καραντίνα. Δηλαδή, εκεί που πηγαίναμε να βρούμε μια ροή, σταματούσαμε ξανά.
Έτσι η ιδέα να ανεβάσουμε ένα πρωτότυπο έργο εγκαταλείφθηκε, αφού έπειτα από όλο αυτό βρήκα ένα έργο που έμοιαζε με αυτές τις ιστορίες της πόλης, το «Γιοι και Κόρες» του Γιάννη Καλαβριανού. Έτσι έγινε λοιπόν, μας δόθηκε η άδεια να ανεβάσουμε το έργο του και κάναμε πρόβες, όπου όλα τα μέλη δόθηκαν με πολύ μεγάλη διάθεση και ενθουσιασμό στην προσπάθεια, με αποτέλεσμα να καταφέρουμε να κάνουμε πέρσι τον Ιούνιο την πρώτη παρουσίαση του θεατρικού εργαστηρίου με το παραπάνω έργο.
Παίξαμε δύο παραστάσεις με ελεύθερη είσοδο, και αυτό θα ήθελα να το υπογραμμίσω, μιας και για μένα προσωπικά το ερασιτεχνικό θέατρο πρέπει να είναι με ελεύθερη είσοδο. Θεωρώ ότι το ερασιτεχνικό δε νοείται με όρους επαγγελματικού θεάτρου, γιατί αλλιώς τι διαφορά θα είχαν μεταξύ τους…
Ταυτόχρονα, για τη συμμετοχή στο εργαστήρι δεν υπήρχαν προαπαιτούμενα, παρά μόνο να διαθέτει κάποιος ενδιαφέρον για αυτή την Τέχνη. Άλλωστε, το ερασιτεχνικό θέατρο γίνεται πρώτα απ’ όλα για να ευχαριστηθούν αυτοί που μετέχουν και στη συνέχεια οι θεατές, σε αντίθεση με το επαγγελματικό θέατρο που συμβαίνει το αντίθετο.
-Έχουν αλλάξει οι στόχοι για το φετινό εργαστήρι;
Όχι, οι στόχοι δεν έχουν αλλάξει. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πρώτα απ’ όλα να χαρούν και να ευχαριστηθούν όλοι όσοι έρχονται εδώ, να νιώσουν όμορφα και να δουν από μέσα πώς χτίζεται μια θεατρική παράσταση. Τι πρέπει να κάνουν για να προσεγγίσουν ένα ρόλο, και στη συνέχεια τι πρέπει να γίνει για να φτιαχτεί από όλους αυτούς τους ρόλους μαζί μια θεατρική παράσταση.
Από πλευράς μου, προσπαθώ να καθοδηγήσω τα μέλη του θεατρικού εργαστηρίου με όσο το δυνατόν πιο απλό τρόπο, που δεν έχει ως προαπαιτούμενο να ξέρει κανείς πράγματα ή παράλληλα να κάνει κι άλλα μαθήματα. Γιατί αυτό θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Δηλαδή, εδώ οπωσδήποτε συγχωρούμε τα λάθη της τεχνικής, τα λάθη στην κινησιολογία, τα λάθη στην ορθοφωνία.
Στο ερασιτεχνικό θέατρο αυτά συγχωρούνται. Κοιτάμε τον ενθουσιασμό, τη διάθεση, τη συγκίνηση, τα συναισθήματα τα οποία μπορούν να γεννηθούν πάνω στη σκηνή από απλούς ερασιτέχνες ηθοποιούς.
-Άρα, απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες ανεξαρτήτως εμπειρίας…
Ακριβώς, απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες, μικρούς και μεγάλους.
-Από τη μέχρι σήμερα ενασχόλησή σας με το τοπικό θέατρο, μέσα και από τη θέση που έχετε, θεωρείτε ότι ο κόσμος της Καλαμάτας βρίσκεται κοντά στον πολιτισμό και ειδικότερα στο τοπικό θέατρο;
Πρέπει να πω ότι στην Καλαμάτα υπάρχουν πάρα πολλά ερασιτεχνικά θεατρικά σχήματα. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να είναι γύρω στα δεκατρία. Από αυτά, τα έντεκα είναι πολύ ενεργά. Αυτό, από τη μια, είναι και καλό, αλλά και κακό! Δηλαδή, είναι καλό που τόσος πολύς κόσμος ασχολείται ερασιτεχνικά με τη θεατρική Τέχνη. Είναι κακό, όμως, όταν παρεξηγείται όλο το πράγμα και βλέπουμε μια αντιπαλότητα με το επαγγελματικό θέατρο της πόλης, που είναι το ΔΗΠΕΘΕΚ.
Επίσης, το γεγονός ότι βάζοντας εισιτήριο όλοι αυτοί οι θίασοι, και μάλιστα τέτοιο που είναι του ίδιου επιπέδου με το ΔΗΠΕΘΕ, μεταφράζεται ότι ο κόσμος ίσως να πηγαίνει στα ερασιτεχνικά σχήματα, προκειμένου να δει τους γνωστούς, τους συγγενείς ή τους φίλους που παίζουν, με αποτέλεσμα να μην είναι διατεθειμένος μετά να πληρώσει ξανά εισιτήριο για να δει μια επαγγελματική παράσταση στο ΔΗΠΕΘΕΚ, ιδιαίτερα όταν δεν έχει κανέναν γνωστό ή συγγενή που να παίζει στο θίασο. Ο κόσμος αισθάνεται ότι «πήγε στο θέατρο», έχοντας πάει σε δύο-τρία ερασιτεχνικά, άρα δεν υπάρχει λόγος να το κάνει ξανά.
Αυτό, λοιπόν, δεν έχει κάνει πολύ καλό στο Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο, και επίσης, δε νομίζω ότι κάνει καλό αυτή η αίσθηση κάποιων ερασιτεχνών ηθοποιών, που νιώθουν ότι ξέρουν όλα τα πράγματα στο σύνολό τους και δε χρειάζεται να μάθουν κάτι ακόμα.
Στα μαθήματα του θεατρικού εργαστηρίου, παρότι γίνονται Σάββατο μεσημέρι, θα περίμενα να έρθουν αρκετοί ερασιτέχνες ηθοποιοί που παίζουν και σε άλλα σχήματα, χωρίς να θέλουν να παίξουν εδώ στη δική μας παράσταση, απλώς για να μάθουν νέα πράγματα.
Αισθάνομαι ότι υπάρχει μια ανεκδήλωτη αντιπαλότητα που δεν υπάρχει λόγος. Δηλαδή, ένας από τους βασικότερους λόγους που δημιουργήθηκε αυτό το εργαστήρι ήταν επειδή είδαμε ότι υπάρχει τόση αγάπη στο ερασιτεχνικό θέατρο, και μέσω αυτού το ΔΗΠΕΘΕ θα μπορέσει να προσφέρει στους ερασιτέχνες τη δυνατότητα να μάθουν κάτι παραπάνω.
-Έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο να θεωρούν ότι δεν υπάρχει το βήμα γι’ αυτούς να συμμετέχουν λόγω του ότι ανήκουν σε άλλο θεατρικό σχήμα;
Όχι, γιατί εγώ επανειλημμένα έχω πει ότι είμαστε ανοιχτοί σε όλους, χωρίς να σημαίνει ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να παίξουν σε κάποια παράστασή μας. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιοι ερασιτέχνες ηθοποιοί που μετέχουν σε άλλα σχήματα και έρχονται να μάθουν πράγματα.
Εγώ δεν το βλέπω με την οπτική ότι κάποιος που συμμετέχει σε άλλη παράσταση δεν μπορεί να είναι στη δική μας. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και από το ΔΗΠΕΘΕΚ, αφού δε βλέπουμε ως αντιπάλους τα άλλα θεατρικά σχήματα, ίσα ίσα που θέλουμε να τα βοηθήσουμε.
-Από πλευράς του το ΔΗΠΕΘΕΚ έχει κάνει την αυτοκριτική του σχετικά με το ποιος μπορεί να είναι ο λόγος που ο κόσμος δε συμμετέχει όσο ενεργά θα μπορούσε στο θεατρικό προϊόν της πόλης;
Εάν δει κανείς το ρεπερτόριο που έχει φτιαχτεί, τουλάχιστον επί των δικών μου ημερών, είναι τέτοιο που σαφέστατα, πλην ενός έργου, απευθύνεται σε ένα ευρύτατο κοινό. Δηλαδή, όλα τα έργα που έχουμε παρουσιάσει μέχρι σήμερα είναι στο σύνολό τους εύκολα και προσιτά για το ευρύ κοινό.
Βεβαίως, μπορώ να καταλάβω ότι ένα ΔΗΠΕΘΕ, ανεβάζοντας υποχρεωτικά και λόγω οικονομικών δεδομένων μια παιδική παράσταση και άλλες δύο, το πολύ τρεις παραστάσεις μέσα σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, δεν είναι δυνατόν να ικανοποιεί όλα τα γούστα. Δε νομίζω ότι υπάρχει έργο που να μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα γούστα.
Ως έργο, αναγκαστικά κάποιους θα τους ικανοποιήσει, ενώ κάποιους άλλους όχι. Το ίδιο συμβαίνει και με μια παράσταση. Δεν μπορεί μια παράσταση να ικανοποιεί τους πάντες. Αυτό είναι φυσιολογικό.
Αυτό, όμως, που δε θα μπορούσα εγώ να δεχθώ, γιατί είναι κάτι που έχω σκεφτεί πάρα πολλές φορές και το έχω κουβεντιάσει και με θεατρολόγους, είναι το γιατί σε μια πόλη, όπως η Καλαμάτα, ένα έργο όπως είναι το «Γάλα», ενώ άρεσε τόσο πολύ κι ενώ υπήρχαν τόσο θετικές κριτικές, δε γέμιζε η παράσταση κάθε μέρα. Δεν είναι εύκολα εξηγήσιμο αυτό. Για μένα, εξηγείται πολύ περισσότερο από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν έχει εμπιστοσύνη. Και κάνω τεράστια προσπάθεια ο κόσμος να αποκτήσει εμπιστοσύνη, αφού όταν έρχεται εδώ δεν πρόκειται να χάσει χρήματα γι’ αυτή την ψυχαγωγία. Προσπαθώ να καταλάβω και να συζητήσω τι είναι αυτό που πρέπει να γίνει, ώστε ο κόσμος να αγαπήσει ξανά το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης του.
Το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας είναι από τα πιο παλιά που δημιουργήθηκαν, ίσως το πρώτο που ιδρύθηκε μαζί με αυτό των Σερρών, από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, επί δημαρχίας του Σταύρου Μπένου, που ήταν πρωτεργάτης στη δημιουργία των ΔΗΠΕΘΕ.
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο, πάντως, ο κόσμος να αγκαλιάσει ξανά το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, και να έρθει έστω και από περιέργεια να δει κάποια παράσταση και το επίπεδό του.
Οι γνωρίζοντες του αντικειμένου και οι κριτικοί κάνουν λόγο για ένα επίπεδο που θα ζήλευαν αθηναϊκοί θίασοι, όπως έχει γραφτεί και ειπωθεί, άλλωστε.
-Γυρίζοντας το χρόνο λίγους μήνες νωρίτερα, στην εποχή της πανδημίας οπότε είχαν ανασταλεί όλα τα θεάματα, πώς επηρεαστήκατε καλλιτεχνικά στο κομμάτι της δουλειάς σας;
Η αλήθεια είναι ότι δε μας επηρέασε στη δουλειά πάρα πολύ, πέρα από το θέατρο που δεν μπορούσε να λειτουργήσει, μιας και εμείς κάναμε πρόβες εδώ κανονικά. Όχι στην πρώτη, όμως στη δεύτερη καραντίνα παίρναμε άδεια, ερχόμασταν και κάναμε πρόβες για το «Γάλα». Το πρώτο ανέβασμα της παράστασης δεν πρόλαβε να γίνει κι έτσι κάναμε αργότερα την πρεμιέρα.
Από αυτό, εννοώ ότι την περίοδο της πανδημίας συνεχίσαμε να δουλεύουμε, όπως επίσης εκείνη την περίοδο ξεκινήσαμε να βγάζουμε τις μέχρι τότε παραστάσεις διαδικτυακά, κάτι που είχε μεγάλη επισκεψιμότητα από το κοινό. Έτσι είχαμε ανεβάσει στο κανάλι του θεάτρου στο YouTube παιδικά παραμύθια, ώστε το ΔΗΠΕΘΕΚ να μη σταματήσει να παράγει έργο και να μη νεκρώσει.
-Την περίοδο της πανδημίας είδαμε ότι άνοιξε μια εκτεταμένη συζήτηση γύρω από διάφορα περιστατικά στο χώρο του θεάματος. Θεωρείτε ότι όσα ήρθαν στη επιφάνεια εκείνη την περίοδο για το ελληνικό θέατρο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση; Και ακόμα, θεωρείτε ότι ίσως να έχει χαθεί εν μέρει το μέτρο πλέον σε όλο αυτό;
Ναι, αυτό πιστεύω. Έχει χαθεί το μέτρο και υπάρχουν πάρα πολλές υπερβολές. Δεν μπορώ να πάρω θέση, σίγουρα υπάρχουν φαινόμενα εξαιρετικά κατακριτέα, συμβάντα που έγιναν με σεξουαλικά θέματα και παρενοχλήσεις για τα οποία δεν τίθεται προς συζήτηση ο βαθμός που μπορούμε να είμαστε αντίθετοι με αυτά.
Όμως, από εκεί και πέρα υπάρχουν και πάρα πολλές υπερβολές. Σίγουρα το κίνημα “MeToo” έβγαλε στο φως κάποιες απαράδεκτες πρακτικές, που δε συμβαίνουν, όμως, μόνο στο θέατρο. Απλώς ο χώρος του θεάτρου και των ηθοποιών είναι ένας προβεβλημένος χώρος, οπότε τα πράγματα βγαίνουν στην επιφάνεια και ενδιαφέρουν τον κόσμο (και κακοπροαίρετα) με έναν άλλο τρόπο…
-Θεωρείτε ότι κάτι τέτοιο ήταν η αφορμή για να επέλθει η «επόμενη ημέρα» για το θέατρο;
Όχι δεν το πιστεύω αυτό. Δεν υπάρχει «επόμενη ημέρα», «συνέχεια» υπάρχει. Δε βλέπω να υπάρχει πουθενά η επόμενη ημέρα. Αλλαγή σκυτάλης γίνεται, και το γεγονός ότι αποκαθηλώνονται κάποιοι και μπαίνουν άλλοι στη θέση τους, για μένα δε λέει τίποτε. «Επόμενη ημέρα» θα ήταν να συμβούν πραγματικά κοσμογονικές αλλαγές στο χώρο του θεάτρου σε πάρα πολλά επίπεδα. Και «επόμενη ημέρα» θα ήταν να αλλάξουν τα δεδομένα της θεατρικής εκπαίδευσης. Ή να αλλάξει ο τρόπος επιλογής σε διάφορα φεστιβάλ σχετικά με το πώς επηρεάζεται ο κόσμος για το τι παράσταση θα παρακολουθήσει.
Θα ήθελα και θα ευχόμουν πραγματικά, η «επόμενη ημέρα» του θεάτρου να σημαίνει σοβαρές αλλαγές στον τρόπο θεατρικής εκπαίδευσης, και σοβαρές αλλαγές στον τρόπο που ο θεατής μπορεί να προσεγγίσει μια παράσταση. Να ρισκάρει για να δει μια παράσταση και από κάποιους ηθοποιούς που δε γνωρίζει και που μπορεί να είναι εξαιρετικοί, αλλά δεν τους γνωρίζει γιατί δεν έπαιξαν στην τηλεόραση! Άρα, δηλαδή, να μην είναι το κριτήριο η τηλεόραση για το αν θα πάω θέατρο και σε ποιο θέατρο θα πάω.
-Πώς τοποθετήστε σχετικά με τις ενέργειες που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, κυρίως από το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο Πολιτισμού, γύρω από τη μη αναγνώριση των σπουδών για τους απόφοιτους των δραματικών σχολών;
Οι δραματικές σχολές βρέθηκαν «στον αέρα» όταν έπαψαν από τη μια μέρα στην άλλη να υπάρχουν τα ΤΕΙ. Τα ΤΕΙ έγιναν ΑΕΙ από τη μια μέρα στην άλλη και δεν ακολούθησαν ούτε οι δημόσιες σχολές την πορεία των ΤΕΙ. Αποτέλεσμα ήταν όλες αυτές οι σχολές, όπως είναι τα ωδεία, οι σχολές χορού, να μείνουν ξεκρέμαστες και αδιαβάθμητες. Δεν τις τοποθετούσε, δηλαδή, κανένα διάταγμα, σε καμία βαθμίδα. Πιθανόν τώρα με αυτό που έγινε να ανοίξει η συζήτηση ώστε οι σχολές να πάρουν τη θέση που πρέπει, αλλά και η θεατρική εκπαίδευση να είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι σε μια προηγμένη χώρα –σε μια χώρα που γέννησε το θέατρο.
Θεωρώ ότι το πρόβλημα είναι αστείο από μια άποψη, γιατί είναι πολύ περίεργο ένας απόφοιτος μια δραματικής σχολής να πηγαίνει στο εξωτερικό και να γίνεται δεκτός για μεταπτυχιακό, ενώ στην Ελλάδα θεωρείται απόφοιτος Λυκείου, με βάση το τελευταίο προεδρικό διάταγμα.
Όλο αυτό θέλω να πιστεύω ότι πολύ σύντομα θα διευθετηθεί, γιατί είναι παράλογο, δεν μπορεί να κρατήσει πολύ καιρό αυτός ο παραλογισμός.
-Έπειτα από την παραμονή σας στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕΚ, ανανεώνετε την ατζέντα των δράσεών σας γύρω από το τοπικό θέατρο;
Αρχικά να πω ότι θα πρέπει να ολοκληρωθούν κάποια πράγματα που δεν μπόρεσαν να γίνουν τα τελευταία δύο χρόνια λόγω των υγειονομικών συνθηκών, γιατί δεν είναι μόνο οι παραστάσεις και το θεατρικό εργαστήρι. Υπάρχουν και κάποια άλλα πράγματα που εντάσσονται στις δράσεις του ΔΗΠΕΘΕΚ που έγιναν πριν από την πανδημία, και αυτά αφορούσαν σε επισκέψεις στις Λέσχες Φιλίας και Πολιτισμού (πρώην ΚΑΠΗ), όπου πηγαίναμε και διαβάζαμε, υπήρχαν επισκέψεις στο νοσοκομείο.
Η διάθεση για προσφορά του ΔΗΠΕΘΕ δεν τελείωνε στο επίπεδο των παραστάσεων. Στόχος είναι να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε και να πλησιάσουμε σε διαφορετικούς χώρους, διαφορετικό κοινό.
Στόχος είναι να φέρουμε την ποίηση όσο το δυνατό πιο κοντά στον κόσμο. Αυτό αποτέλεσε και αφορμή για τη συνεργασία του ΔΗΠΕΘΕΚ με το Εικαστικό Εργαστήρι του Δήμου, ώστε να παίξουμε με θεματική γύρω από μια συγκεκριμένη προσέγγιση.
Στόχος είναι όσο μπορούμε και όσο το επιτρέπουν τα οικονομικά μας να κάνουμε τέτοιες δράσεις πέρα από το καθαρά θεατρικό μέρος, που είναι η κύρια πλευρά της εργασίας την οποία επιτελούμε. Άρα και να διαχυθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το ΔΗΠΕΘΕΚ στην τοπική κοινωνία, αλλά με ποιότητα, ώστε να προάγεται η θεατρική τέχνη και να ανέβει το επίπεδο του κοινού στον τρόπο που αποδέχεται τις παραστάσεις, έχοντας ταυτόχρονα ευρεία αποδοχή.
Της Χριστίνας Μανδρώνη