Ένα λεξικό των ειδικών όρων περιγραφής των εκθεμάτων που βρίσκονται σε μουσεία και σε αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας
Κοτύλη, κτερίσματα, μυστίλη, πίλημα, πόρκης, σηκός, φολίδα, φιλίτια, είναι λέξεις που «συναντά» ο καθένας που επισκέπτεται ένα μουσείο, έναν αρχαιολογικό χώρο ή διαβάζει κάποιο σχετικό βιβλίο.
Λέξεις, που για τους περισσότερους είναι άγνωστες. Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιοι από αυτούς προσπαθούν να βγάλουν νόημα από τη ρίζα των λέξεων ή από τα συμφραζόμενα, αλλά τις περισσότερες φεύγουν με πολλές απορίες.
Τον πονοκέφαλο αυτό θέλησε να θεραπεύσει συνταξιούχος γεωπόνος, που -αν και άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, επίσης δυσκολευόταν στην κατανόηση των διευκρινιστικών λέξεων κάτω από τα εκθέματα των μουσείων. Έτσι, δημιούργησε έναν έντυπο ξεναγό, ένα λεξικό των ειδικών όρων των εκθεμάτων που βρίσκονται σε μουσεία και σε αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, αλλά και των σχετικών με αυτά βιβλίων.
Πολλές εκατοντάδες λέξεις με την ερμηνεία τους, με παραπομπές σε αναλυτικότερες διευκρινίσεις, ακόμη και σε φωτογραφίες, δίνουν στον αναγνώστη ένα ισχυρό εφόδιο για να κατανοήσει καλύτερα τις εποχές στις οποίες ξεναγείται. «Το λεξικό αυτό κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, γιατί κυρίως ήθελα να το απευθύνω στον εαυτό μου. Αυτό το λεξικό κάλυψε το κενό που είχα εγώ, γιατί με δυσκόλευε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να ερμηνεύσω κάποιες λέξεις στις περιηγήσεις μου σε μουσεία και αυτό μου κακοφαινόταν», αναφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Θεσσαλονικιός Κώστας Παλαχάνης, με καταγωγή από το Σιδηρόκαστρο Σερρών.
Η επιθυμία προέκυψε από τα φοιτητικά κιόλας χρόνια του 74χρονου σήμερα κ. Παλαχάνη, όταν ο ίδιος πηγαίνοντας σε αρχαιολογικούς χώρους ή μουσεία, έφευγε με άγνωστες λέξεις. Τότε αποφάσισε να αρχίσει να τις καταγράφει σε ένα κομμάτι χαρτί. Τα επόμενα χρόνια, αφού στο μεταξύ έμαθε να χειρίζεται τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τις μετέφερε σε μία βάση δεδομένων, όπου ταξινομούνταν με αλφαβητική σειρά.
Παράλληλα αναζητούσε τις ερμηνείες τους, κάτι στο οποίο άρχισε να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο, όταν βγήκε στη σύνταξη, πριν από περίπου δέκα χρόνια. «Ανέτρεχα σε λεξικά, που είχα πολλά στη διάθεσή μου, καθ’ ότι η γυναίκα μου είναι φιλόλογος, διάβαζα σχετικά βιβλία, πέρασα πολλές ώρες στη βιβλιοθήκη της φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εκεί, κατάφερα μέσα από επιστημονικά συγγράμματα να διασταυρώσω τη δουλειά που είχα κάνει έως τότε. Ό,τι συνέλεξα, δεν είναι αγόγγυστα τοποθετημένο εκεί μέσα, αλλά απολύτως διασταυρωμένο. Μάλιστα, όπου οι γνώμες διίσταντο, προτίμησα την εκδοχή του λεξικού Λίντελ-Σκοτ, που το θεωρώ έγκυρο», αναφέρει.
Καθώς όμως η κάθε λέξη του άνοιγε έναν διαφορετικό δρόμο σε κάποια εποχή ή συνδεόταν με κάτι άλλο, ο «Ξεναγός» κατέληξε να αποτελείται από τριάντα τρία κεφάλαια, χωρισμένα σε τρεις ενότητες.
Στο «λεξικό», στα «σημαντικότερα στοιχεία του τεχνικού πολιτισμού και της καθημερινότητας των αρχαίων Ελλήνων» και στα «διάφορα ενδιαφέροντα», όπως ονόματα μηνών, ονόματα μυθολογίας, γιορτές, μειξογενή όντα, ολυμπιακούς αγώνες και αθλήματα μέχρι και εκφράσεις που έφτασαν έως τις μέρες μας.
«Όταν ετοίμαζα το λεξικό, διαπίστωσα ότι οι λέξεις ήταν ξεκομμένες από το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ανήκαν. Για παράδειγμα, ερμηνεύοντας τη λέξη “άγνυθες”, που σημαίνει υφαντικά βάρη, προσπάθησα να την εντάξω στην οργανική της ενότητα και έτσι δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο κεφάλαιο που αφορά στο ρουχισμό. Αντίστοιχα υπάρχουν κεφάλαια για όπλα, ζωγραφική, γλυπτική, ψηφιδωτά, μέτρα μήκους, νομίσματα, σφραγίδες, μουσικά όργανα, παιχνίδια κ.α.», εξηγεί. Κύριες πηγές, όπως λέει, αποτελούν τα αγγεία και οι ελάχιστες επιγραφές που έχουν σωθεί. «Τα αγγεία μας έδωσαν πάρα πολλές πληροφορίες και επειδή σε αυτά κυριαρχούν τα θέματα της μυθολογίας δημιούργησα και το τρίτο κεφάλαιο, το οποίο είναι τα πρόσωπα της μυθολογίας οι ολυμπιακοί αγώνες κ.τ.λ.», συμπληρώνει.
Όπως δηλώνει, το συγκεκριμένο λεξικό είναι το μοναδικό στο είδος του και -αν και δεν διεκδικεί το αλάθητο, πιστεύει ότι είναι ελάχιστες οι λέξεις που του έχουν ξεφύγει. Μάλιστα, με την έκδοσή του, ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση, όπως ο κάθε επαγγελματίας, καλλιτέχνης ή τεχνίτης που ολοκληρώνει το έργο του.