Στις 11 Ιανουαρίου 2016 ο Μητσοτάκης εξελέγη πρόεδρος της Ν.Δ. έναντι του Μεϊμαράκη με ποσοστό 52,43%.
Η δυναμική που απέκτησε σε εκείνες τις εκλογές έδωσε αέρα στα πανιά του τα χρόνια που ακολούθησαν και του επέτρεψε να παρακάμψει σε μεγάλο βαθμό την πανίσχυρη κομματική γραφειοκρατία, αναμορφώνοντας το κόμμα του. Η εκλογή του και η μετέπειτα πορεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Λίγους μήνες μετά τη δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που εφάρμοσε το τρίτο και σκληρότερο μνημόνιο, ο Μητσοτάκης ήταν ο μόνος νεοδημοκράτης βουλευτής που δεν ψήφισε τον Παυλόπουλο για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Η θέση του ερμηνεύτηκε θετικά και ιδίως από ένα κρίσιμο ποσοστό κομματικά άστεγο, αλλά και από ένα σημαντικό ποσοστό που είχε αγωνιστεί κατά του λαϊκισμού και των πρακτικών του.
Η κυβέρνησή του κατάφερε να δώσει στη χώρα την ώθηση που χρειαζόταν, ιδίως μετά την καταστρεπτική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;
Σε ένα βαθμό ναι, αλλά όχι απολύτως.
Η κυβέρνησή του δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ορισμένα εμπόδια, όπως τα όρια της συνταγματικής αναθεώρησης, που δεν επέτρεψαν μια ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Η εξαγγελία για Αστυνομία στα Πανεπιστήμια κατέληξε σε φιάσκο. Ανέχτηκε την ισχύ της βαβούρας και γι’ αυτό η μειοψηφία επέβαλε τελικά τη θέλησή της.
Η μεταρρύθμιση στη δικαιοσύνη μετατέθηκε στις καλένδες.
Το κομματικό κράτος παραμένει ισχυρό και το ΕΣΥ έχει ακόμη πολλά προβλήματα. Ωστόσο κερδίζει τη μεγάλη εικόνα λόγω της διαχείρισης των μεγάλων κρίσεων: ελληνοτουρκικά, πανδημία, επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, χωρίς η χώρα να βουλιάξει στην ύφεση, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και δίνοντας δυναμική στην οικονομία.
Κι όλα αυτά έχοντας υπ’ όψιν ότι γλιτώσαμε από των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα δόντια.
Το «Δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστον».
Η επόμενη τετραετία θα βγει. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί στο μέλλον. Θα οικοδομήσουμε ένα σύγχρονο κεντρώο κόμμα που θα αποτελέσει το θεσμικό αντίβαρο; Ή ξανά μανά τα ίδια;
Του Μιχάλη Βασ. Σούμπλη