Στους Δήμους ο έλεγχος, αλλά και τα πρόστιμα
«Φωτιές» ανάβει (για να μην ανάψουν άλλες φωτιές) στις τσέπες χιλιάδων ιδιοκτητών ο νέος κανονισμός πυροπροστασίας που αφορά υφιστάμενα κτήρια και νέες οικοδομές που βρίσκονται εντός ή πλησίον δασών και δασικών εκτάσεων, και σε απόσταση 300 μέτρων από αυτές, αλλά και ακίνητα κοντά ή μέσα σε πάρκα και άλση πόλεων και οικιστικών περιοχών.
Ο νέος κανονισμός προβλέπει αυξημένες υποχρεώσεις για τεχνικές παρεμβάσεις, με αντιπυρικά δομικά υλικά σε στέγες, πέργκολες, κουφώματα και το κέλυφος κτηρίων, αλλά και για μέτρα πυρασφάλειας στον περιβάλλοντα χώρο τους. Επίσης, τεχνικός πρέπει να συντάξει έκθεση αξιολόγησης επικινδυνότητας και σχέδιο προετοιμασίας εκκένωσης.
Ο νέος κανονισμός δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ και τέθηκε σε ισχύ μετά τα τέλη Μαΐου.
Σε περίπτωση μη τήρησης των απαιτήσεων του νέου κανονισμού, επιβάλλονται διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Τα πρόστιμα αρχίζουν κατ’ ελάχιστον από 250 ευρώ και κλιμακώνονται ανάλογα με την παράβαση και την επιφάνεια του ακινήτου, ενώ θα αποτελούν έσοδο του οικείου Δήμου.
Για την εφαρμογή του νέου κανονισμού πυροπροστασίας ανατίθεται στους Δήμους όλης της χώρας να συγκροτήσουν τριμελείς επιτροπές για αυτοψίες, αποτελούμενες από ένα δασολόγο ή γεωπόνο, ένα μηχανικό και έναν ακόμα υπάλληλο του Τμήματος Πολιτικής Προστασίας του Δήμου.
Τι προβλέπει
Ο νέος κανονισμός αντιμετωπίζει ζητήματα προστασίας και ανθεκτικότητας ακινήτων σε δασικές πυρκαγιές. Είναι αυτοτελής και εισάγει επιπρόσθετες απαιτήσεις για τον περιβάλλοντα χώρο του ακινήτου και τα στοιχεία που τον αποτελούν (επιστρώσεις ακαλύπτου, φύτευση, διαμορφώσεις, υπαίθριες κατασκευές, κ.λπ.), αλλά και για τα στοιχεία που απαρτίζουν το κέλυφος του κτηρίου (εξωτερικοί τοίχοι, στέγες, κουφώματα, κ.λπ.), στα οποία επιβάλλονται πρόσθετα μέτρα για την ενίσχυση της πυροπροστασίας τους.
Τα μέτρα που εισάγονται με το νέο κανονισμό εφαρμόζονται επιπρόσθετα των απαιτήσεων του εκάστοτε κανονισμού πυροπροστασίας κτηρίων και των πυροσβεστικών διατάξεων προληπτικής πυροπροστασίας και κατισχύουν εφόσον είναι δυσμενέστερα.
Ο κανονισμός καθορίζει μέτρα προληπτικής πυροπροστασίας, καθώς και ελάχιστες απαιτήσεις παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας, τόσο για τα κτήρια, νεοαναγειρόμενα και υφιστάμενα, όσο και για τον περιβάλλοντα χώρο τους, προκειμένου να ενισχυθεί ο βαθμός πυρασφαλείας του ακινήτου, να μειωθεί η τρωτότητά του στην πυρκαγιά και να περιοριστεί η συμβολή στη διάδοσή της.
Οι απαιτήσεις του Κανονισμού Πυροπροστασίας Ακινήτων Εντός ή Πλησίον Δασικών Εκτάσεων ισχύουν παράλληλα με τις απαιτήσεις άλλων ειδικών κανονισμών που ρυθμίζουν θέματα ασφάλειας και λειτουργικότητας των κατασκευών ή των εγκαταστάσεών τους (π.χ. αντισεισμική προστασία, ενεργειακή απόδοση, αντικεραυνική προστασία, προσβασιμότητα κ.λπ.).
Η κατηγοριοποίηση των ακινήτων ως προς την επικινδυνότητά τους (Χαμηλή, Μεσαία, Υψηλή, Ιδιαίτερα Υψηλή) από άποψη κινδύνου πυρκαγιάς γίνεται έπειτα από αξιολόγηση χαρακτηριστικών παραμέτρων της περιοχής επιρροής του ακινήτου.
Υποχρεώσεις
Ο νέος νόμος προβλέπει αναλυτικά τις υποχρεώσεις των συγκεκριμένων ιδιοκτητών ακινήτων, τη διαδικασία υποβολής εντύπου αξιολόγησης επικινδυνότητας, τεχνικής έκθεσης και δήλωσης εφαρμογής των μέτρων πυρασφαλείας, αναλυτικά τα υποχρεωτικά μέτρα πυροπροστασίας για υφιστάμενα κτήρια και τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά και επιπρόσθετα μέτρα άμεσης και προαιρετικής εφαρμογής, μέτρα για την οδό πρόσβασης στο ακίνητο και τη δημιουργία ζωνών προστασίας. Τέλος, προβλέπεται και η κατάρτιση σχεδίου προετοιμασίας εκκένωσης
Σύμφωνα με το νέο νόμο, οι ιδιοκτήτες κάθε ακινήτου που βρίσκεται πλησίον δάσους ή δασικής έκτασης υποχρεούνται στην κατάρτιση σχεδίου προετοιμασίας εκκένωσης σε περίπτωση συμβάντος πυρκαγιάς, στο οποίο καταγράφονται οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν πριν την εκκένωση του κτηρίου, καθώς και ο τρόπος διαφυγής των χρηστών από το ακίνητο σε ασφαλές μέρος.
Ο έλεγχος τήρησης των απαιτήσεων του νόμου, όπως αναφέραμε, διενεργείται κατόπιν αυτοψίας από τριμελή επιτροπή που ορίζεται από το Δήμο.
Στις περιπτώσεις ακινήτων ιδιαίτερα υψηλής επικινδυνότητας, διενεργείται αυτοψία σε δείγμα τουλάχιστον 80% όλων των ιδιοκτησιών. Στα ακίνητα υψηλής επικινδυνότητας, διενεργείται δειγματοληπτικός έλεγχος τουλάχιστον στο 60% των ιδιοκτησιών. Στις περιπτώσεις ακινήτων χαμηλής και μέσης επικινδυνότητας, γίνεται δειγματοληπτικός έλεγχος τουλάχιστον σε ποσοστό 10% των ακινήτων.
Της Βίκυς Βετουλάκη