Η ιερά αύτη εικών εικωνίσθη υπό του Αποστόλου Λουκά. Έκτοτε ελατρεύετο υπό των χριστιανών έντινι Ιερώ Ναώ της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά κατά το έτος 716 μ.Χ. ήρχισεν η καταστροφή των Αγίων Εικόνων, με λύσσαν απαραδειγμάτιστον υπό του τότε Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου αποκαλούντος την προσκύνησιν ειδωλολατρείαν.
Την παρούσαν όμως Εικόνα κατόρθωσε κρυφά ο αυτάδελφος Αυτοκράτορας να περισυλλέξη και να προσκυνά έντινι δωματίω της οικίας του. Τούτο μαθών ο αδελφός Αυτοκράτωρ διέταξε την σύλληψιν αυτού και την κατάσχεσιν της Εικόνος. Ούτος όμως, φόβου καταληφθείς, απολογούμενος διϊσχυρίσθη ότι την Εικόνα έφερε προς αυτόν υπηρέτης τις προ τινών μόλις ημερών και εν τω μεταξύ εφρόντιζε ν’ ανεύρη και τιμωρήση τον κύριον της Εικόνος και εις ένδειξιν των λόγων του κτυπά διάτινος σιδηρού οργάνου Αυτήν εις την κεφαλήν ίνα την συντρίψη. Αλλ’ ως του θαύματος! Εκ του κτυπήματος πάραυτα ήρξατο να ρέη κρουνηδόν θερμόν αίμα εκ της ξηράς ταύτης αλλ’ ιεράς σανίδος ως να εκτυπήθη ζώσα ανθρωπίνη κεφαλή.
Εκ τούτου έμειναν πάντες άναυδοι, ο δε Αυτοκράτωρ τεταγμένος διέταξε τον υπηρέτην του να ρίψη την Ιεράν Εικόνα εις τον Βόσπορον. Ο υπηρέτης όμως ιδών το θαύμα προσεκίνησε ενδομύχως Αυτήν και αντί να την ρίψη εις την θάλασσαν μετά μεγίστης προφυλάξεως απέκρυψε Αυτήν.
Ύστερον δε ότε εγένετο η αναστήλωσις των Εικόνων, ημέραν ην και σήμερον εορτάζει η εκκλησία μας, παρεπεδήμει εν Κωνσταντινουπόλει Ιερομόναχος τις Καλαματιανός, όστις και κατόρθωσε ν’ αποκτήση την Εικόνα ταύτην και πλήρης χαράς, αγαλιάσεως και ελπίδος κατήλθεν εις την εδώ γενέτειράν του και παρατηρήσας διαφόρους τοποθεσίας εξέλεξε την τοποθεσίαν ένθα ευρίσκεται σήμερον η Ιερά αύτη Μονή, και ενεπέθεσεν εν αυτή την Εικόνα, ήτις άπειρα και παράδοξα θαύματα επιτελεί καθ’ εκάστην εις τους μετά πίστεως και ευλαβείας προσερχομένους.
Το αίμα εβεβαιώθη και δια χημικής αναλύσεως, ην έκαμεν ο καθηγητής της Χημείας Λανδερέρ, και αφού επείσθη περί της αληθείας εξεδήλωσε την πίστιν και έκπληξίν του δια των εξής Ιαμβικών στίχων:
«Τις πλήξε την συν, ω Άνασσα, Εικόνα εν τη παρειά μανιωδώς φασγάνω, έκρων, αναιδής και ατάσθαλος μέρων; Πως δ’ ουκ έχηνε γαία τούτον σχειν έσω; Επεί έδει ίσασθαι ποιναίς εσχάταις. Πώς δ’ αίμα ρεύσαι της δε, ώσπερ εψύχου. Δειξ’ ως εμείς παρ’ εικόνος τετρωμένης. Αύτη αληθώς τραυματίσθη, ω ξένε».
Τις αύτη η εκκόπτουσα ώσει όρθρος, καλή ως σελήνη, εκλεκτή ως ήλιος, θάμβος ως τεταγμένη; Ήτοι: Ποίος εκτύπησε την Εικόνα σου, ω Βασίλισσα με ξίφος; Ποίος παράφρων, αδιάντροπος, ανόητος άνθρωπος; Πώς δε δεν άνοιξε το στόμα της η γη να κρατήση μέσα τούτον (να τον καταπιή); Επειδή έπρεπε να τιμωρηθή με βαρύτατες ποινές.
Πως δε έρρευσε το αίμα από αυτήν εδώ την Εικόνα σαν από έμψυχον (ζωντανόν) πράγμα; Δείξε (τόμου), γιατί εγώ έχω πληγωθή κοντά στην Εικόνα (σου) (εννοείται από τον πόνο που σε βλέπω).
Αυτή αληθινά ετραυματίσθη, ω ξένε.
Ποία είναι αυτή, που κόβει σύρριζα; (ή που ξεκόβει) όπως ο όρθρος (τα χαράματα) η όμορφη σαν την Σελήνη, η εκλεκτή σαν τον ήλιον, που θαμβώνει σαν συντεταγμένη;
[Εν δε τη Βιβλιοθήκη των Παρισίων υπ’ αριθμ. 704 υπάρχει συγκίλιον και κατάστιχον της Ιεράς Μονής Τίμιοβας και κατά το κείμενον του συγκιλίου αναφέρεται εις το Μοναστήριον το τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και κείμενον πλησίον της Καλαμάτας και Γιαννίτσης. Το αυτό Πατριάρχου Προκοπίου εν έτει σωτηρίω 1788 μετά των υπογραφών των συνοδικών].
Κατά τον Απρίλιον του 1882 μετεφέρθη η Αγία εικών εις Καλάμας εν τω Ναώ Αγίου Αθανασίου (όστις έκτοτε παρά τη οδώ Υπαπαντής και όστις κατεδαφίσθη κατόπιν δεήσεως του τότε Μητροπολίτου και ολοκλήρου του κλήρου και Λαού Καλαμών, ίνα τους συγχωρήση τούτο διότι το πράττουν δια την καλλιτέραν εμφάνισιν του Ιερού Ναού Υπαπαντής) και γενομένης κατανυκτικής αϋπνίας προς απέλασιν αναριθμήτων στιφών ακρίδων, δι’ ο και κατήλθε η Εικών, και εθαυματούργησεν η της Παναχράντου χάρις, και κατά τον μέγαν Οικονόμον εις το σύγγραμμά του Εκκλησιαστικά Σωζόμενα τόμου Βου σελίς 483, αναφέρεται ότι ου μόνον την δεινήν πληγήν των ακρίδων απήλασε της χώρας, αλλά και τυφλός χωροφύλαξ ανέβλεψε και κοράσιον επταετές πάσχον κώφωσιν ήκουσε και χωλός νεανίας μετά πίστεως προσελθών ανορθωθείς επεριπάτησε, ώστε και ημείς αν ζητήσουμε δια μετανοίας την βοήθειάν της θα μας δοθή και θα κερδίσωμεν και την επίγειον ζωήν μας ευτυχεστέραν, αλλά προ παντός θα σώσωμεν ταύτην, διότι τούτο ηκούσαμεν εκ του ιδίου του στόματος του Σωτήρος μας, όστις είπε: «και τον πρώτον δέχομαι και τον έσχατον ελεών», εννοών τον τηρήσαντα κατά την παρούσαν πρόσφατον ζωήν μας τας εντολάς του.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΟΥΦΕΑΣ