Δεκαπενταύγουστος του έτους 1949! Το γύρισμα του χρόνου μας έφερε, όπως και τόσες άλλες φορές, στην άγια ημέρα που είναι αφιερωμένη στη λατρεία της Μάνας του Θεανθρώπου, της πιο πονεμένης Μάνας. Της Μάνας του πόνου. Της αγνής παρθένας, που έγινε ο πόνος της βάλσαμος γλυκός για τις πονεμένες μητρικές καρδιές. Γιατί το μαρτύριό της έγινε δίδαγμα σε κάθε χριστιανό, σε κάθε γενικά πιστό. Κι εδίδαξε την υπομονή, την εγκαρτέρηση πoυ ανοίγουν τις πόρτες του Ουρανού σε κάθε πραγματικό χριστιανό, σε κάθε πραγματικό πιστό. Που υπομόνεψαν, που εγκαρτέρησαν και βλάστησε και άνθισε στις καρδιές τους το δέντρο της πίστης.
Nαι. Όσοι υπομονέψανε τον Κύριο είδανε. Είναι η κουβέντα που άκουγα συχνά σαν ήμουνα μικρό παιδί από τα χείλη της Μανούλας μου.
Θυμάμαι σαν σε όνειρο. Κάθε τέτοια μέρα μ’ άλλαζε, με καθάριζε σωματικά αλλά και ψυχικά από κάθε γήινο ρύπο. Με έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε στην εκκλησία να λάβουμε τη Θεία Κοινωνία. Να βάλουμε μέσα μας το φόβο του Θεού, όπως έλεγε, την Άγια Μετάληψη.
Οι μαύρες και χαλεπές μέρες που περνούμε σήμερα ανάμεσα στα αποκαΐδια που άφησε ο κατακτητής κι η μαύρη πανούκλα, ο συμμοριτισμός, επιβάλλουν όπως κάθε πιστός χριστιανός, κάθε Έλληνας, με όπλο την πίστη του, να παλέψει με εγκαρτέρηση και υπομονή παραδειγματιζόμενος από το Θείον δράμα, από το μαρτύριο της Πάναγνης Παντανάσσης, της Θεοδόχου. Ας πολεμήση τον τίμιο κι άγιο αγώνα για τη σωτηρία της φυλής με πίστιν. Γιατί μονάχα η πίστις οδηγεί σ’ απάνεμο λιμάνι. Η πίστις θεριώνει το είναι μας. Γεννά την ελπίδα που οδηγεί πιο μακρυά, πιο ψηλά από τους ανθρώπινους λογισμούς. Οδηγεί στο Θαύμα. Το ομολογούν όσοι το είδανε το 1940. Είδαν την πίστη τους, την ελπίδα τους, μετουσιωμένας σε κάθε τι αόρατο για τους πολλούς. Σε κάτι που το βλέπουν όσοι πραγματικά πιστεύουν. Και σώζονται…
Σήμερα ξεκινήσανε από τα πέρατα του κόσμου οι άξιοι Απόστολοι για να πάνε να προσκυνήσουνε το Πανάχραντο, το Θεοδόχο και Ζωαρχικό σκήνωμα. Και βρέθηκαν όλοι εκεί παραληφθέντες Θεαρχίω πνεύματι υπό νεφών.
Σήμερα κι εμείς όλοι με τους κτύπους της καμπάνας που θα σημάνη τον εσπερινό, ας γονατίσουμε μπρος στη Μεγαλόχαρη και πλάι στις μαυροφόρες, στις χαροκαμένες μάνες των παιδιών μας, που κράτησαν στα χέρια τους γερά τη σκυτάλη που παραλάβανε από τη γενιά του 1940. Και πέφτοντας την παρέδωκαν στους σημερινούς ήρωας του Γράμμου και του Βίτσι. Και με υπομονή, εγκαρτέρηση και πίστη ας προσπαθήσουμε να ιδούμε το Θαύμα.
Άις