Η γένεσις και η ανάπτυξις μιας πόλεως δεν αποτελεί ένα τυχαίον γεγονός. Ιδιαιτέρως η δημιουργία ενός εμπορικού και συγκοινωνιακού κέντρου, όπως η πόλις των Καλαμών, αποτελεί την συνισταμένην πολλών παραγόντων, τόσον γεωγραφικών όσον και οικονομικών και πολιτικών.
Αλλ’ η προνομιούχος γεωγραφική μας θέσις, η οποία συγχρόνως μας εξασφαλίζη και μίαν πολιτικήν υπεροχήν επί της ενδοχώρας, και η ευφορία της μεσσηνιακής γης, αν εστάθησαν κατά το παρελθόν ικαναί να δημιουργήσουν την σημερινήν ανθούσαν πόλιν των Καλαμών, δεν είναι δυνατόν να επαρκέσουν πλέον μόναι των δια την μελλοντικήν μας ανάπτυξιν και προ παντός δια την προσαρμογήν μας προς τας νέας συνθήκας και απαιτήσεις της ζωής. Χρειάζεται παραλλήλως προς τας φυσικάς αυτάς να τεθούν εις ενέργειαν και άλλοι παράγοντες, ηθικοί και αστάθμητοι, η δυναμικότης των οποίων είναι απαραίτητον όπλον δια την δύσκολον εποχήν του σκληρού αγώνος και συναγωνισμού την οποίαν διατρέχομεν.
Πρόκειται κυρίως περί του ομαδικού μας ενδιαφέροντος δια την πόλιν και των εκδηλώσεων της ομαδικής μας ενεργείας δια τα κοινά και γενικά μας ζητήματα. Δυστυχώς μέχρι σήμερον η ομαδική αύτη ενέργεια και το ενδιαφέρον εξεδηλώθησαν κατ’ αντίστροφον λόγον προς την γνωστήν ατομικήν δραστηριότητα, προκειμένου περί των ιδιωτικών μας υποθέσεων.
Η Κυβέρνησις, ο Βουλευτής και ο Δήμαρχος, θεωρούμενοι ως οι μόνοι κατά τεκμήριον ρυθμισταί των ζητημάτων μας, ή αφέθησαν ανενόχλητοι εις τας μικροκομματικάς των ενασχολήσεις, ή όταν επεδίωξαν αυθορμήτως να εμφανίσουν γενικωτέραν τινά εργασίαν, αντιμετώπισαν συνήθως την αδιαφορίαν και την έλλειψιν οιασδήποτε ενθαρρύνσεως.
Είναι δυστυχώς αδύνατον να ασχοληθώμεν από της παρούσης στήλης με μίαν βαθυτέραν ανάλυσιν των αιτιών του κακού τούτου. Θα περιορισθώμεν, κατ’ ανάγκην, εις την εξέτασιν του δημογραφικού παράγοντος, ο οποίος άλλως τε βαρύνει περισσότερον παντός άλλου επί του προκειμένου.
Διότι αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητον ότι η ζωή μιας πόλεως, γενικώτερον δε μιας επαρχίας και μιας ολοκλήρου χώρας, συνδέεται στενώτατα προς την ανάπτυξιν και την κανονικήν κυκλοφορίαν και ανανέωσιν μιας ωρισμένης κοινωνικής τάξεως, της καλουμένης ιθυνούσης ή και ηγουμένης τάξεως. Δυστυχώς εις την Ελλάδα αι ιθύνουσαι αυταί τάξεις ή παρέμειναν περιωρισμέναι εις στενώτατα οικογενειακά πλαίσια, με περιωρισμένας αναγκαστικώς και εγωιστικούς ορίζοντας, ή όταν επιτέλους εξελίχθησαν, δεν επεξέτειναν την δράσιν των πέραν της οικονομικής, επαγγελματικής και επιστημονικής ζωής, αφήνουσαι την ρύθμισιν των γενικών ζητημάτων εις τους κατ’ επάγγελμα πολιτικούς.
Εις την πόλιν μας δε ιδιαιτέρως συνέβη τούτο το κακόν. Ότι λόγω της ταχείας μας αναπτύξεως η ανανέωσις και η κυκλοφορία της ιθυνούσης τάξεως δεν έγινε πάντοτε κατά τρόπον ομαλόν. Παλαιοί οικογένειαι διέρρευσαν προς την πρωτεύουσαν ή άλλα μεγαλείτερα κέντρα, οι εκ της υπαίθρου ελθόντες δεν αφωμοιώθησαν αμέσως και τοιουτοτρόπως έλειψε από την κοινωνικήν μας ζωήν η συνέχεια και η παράδοσις, άνευ των οποίων είναι αδύνατος η δημιουργία της ατμοσφαίρας του ομαδικού ενδιαφέροντος και της γενικωτέρας δράσεως.
Σήμερον, ευτυχώς, η κατάστασις δεν είναι πλέον η αυτή. Η κοινωνική μας σύνθεσις αρχίζει να λαμβάνη μίαν ωρισμένην μορφήν. Τα διάφορα οικονομικά συμφέροντα συνδέουν μονιμώτερον προς τον τόπον την ιθύνουσαν τάξιν. Και το πνεύμα του τοπικισμού, του καλώς εννοουμένου τοπικισμού, αρχίζει να αναπτύσσεται σταθερώς.
Υπό τας συνθήκας αυτάς είναι προφανές ότι δια να αντιμετωπίσωμεν αποτελεσματικώς τα διάφορα προβλήματα που μας περιστοιχίζουν, δεν χρειάζεται παρά καλή θέλησις και ένας συντονισμός των προσπαθειών. Το ομαδικόν ενδιαφέρον δημιουργείται όπου υπάρχη συνείδησις ομαδικών αναγκών και γενικωτέρων συμφερόντων. Και η συνείδησις αύτη σήμερον ασφαλώς υπάρχει. Είναι απόλυτος ανάγκη η ιθύνουσα τάξις μας να αποκτήση μίαν συναίσθησιν των υποχρεώσεών της, καθώς και των ευθυνών τας οποίας εν πάση περιπτώσει φέρει. Απέναντι της πόλεως εις τον δήμον, την λιμενικήν επιτροπήν, τα διάφορα ειδικά ταμεία, τας εμπορικάς και επαγγελματικάς μας οργανώσεις, ανοίγονται ευρύτατοι λεωφόροι δράσεως δια κάθε προοδευτικόν στοιχείον.
Ας πλουτίσωμεν συστηματικώς δια των στοιχείων τούτων την ιθύνουσαν τάξιν μας δια να δυνηθή να ανταποκριθή προς τας υποχρεώσεις της.
Και προ παντός, ας ενδιαφερθώμεν όλοι δια τα γενικά ζητήματα του τόπου μας. Το κράτος και οι πολιτικοί δεν δύνανται φύσει και θέσει να τα χειρισθούν επιτυχώς άνευ της συνδρομής μας. Ας τους προσφέρωμεν την γόνιμον συνεργασίαν των προοδευτικών μας τάξεων και ας τους ενισχύσωμεν εις την σύλληψιν των αναγκών της πόλεώς μας και του τρόπου της θεραπείας των.
Απευθύνομεν μίαν θερμήν, θερμοτάτην έκκλησιν προς όλους. Ζώμεν εις μίαν εποχήν αναδημιουργίας. Αντί να εξακολουθώμεν σχολιάζοντες ακόμη τα εκλογικά αποτελέσματα, ας εξαρθώμεν εις μίαν ρωμαλέαν αντίληψιν των καθηκόντων εκάστου προς την πόλιν μας και προ την χώραν γενικώς. Ας εργασθώμεν δια το μέλλον των Καλαμών. Είναι η καλλιτέρα συμβολή την οποίαν δυνάμεθα να εισφέρωμεν εις τον δυστυχούντα τόπον μας. Και είναι ακόμη η μεγαλειτέρα απόδειξις και κατά πολύ καλλιτέρα του φανατισμού και των μικροκομματικών ερίδων, του ενδιαφέροντός μας δια τα γενικά ζητήματα της χώρας.
Άρθρον του βουλευτού Καλαμών Σταύρου Ι. Κωστόπουλου
ΔΙΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΑΙ ΚΑΛΑΜΑΙ ΠΟΛΙΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 5 Σεπτεμβρίου 1928
Το «Θάρρος» πιστεύει ότι είναι πλέον καιρός, αφού ο προεκλογικός και μετεκλογικός σάλος εκόπασε, να ασχοληθή με τα ζητήματα της πόλεως των Καλαμών και της Μεσσηνίας. Από σήμερον θα επιχειρήση μίαν έρευναν περί του τι πρέπει να γίνη δια να μεταβάλη η πόλις μας μορφή και ποίαι συντονισμέναι ενέργειαι θα πρέπει να καταβληθούν. Θα λογιζόμεθα ευτυχείς αν η προσπάθειά μας αυτή προκαλέση δημοσίαν συζήτησιν και γενικώτερον ενδιαφέρον όλων εκείνων των παραγόντων, ων η ενεργός δράσις δεν θα είναι δυνατόν παρά να υπάρξη πολύτιμος.
Είναι εξαιρετικά κοινότοπος και τετριμμένη η αλήθεια ότι η πόλις των Καλαμών, ως πόλις, υστερεί εις όλας εκείνας τας εκδηλώσεις, αι οποίαι χαρακτηρίζουν τους συγχρόνους μεγάλους συνοικισμούς. Κατ’ αντίστροφον λόγον προς την πρόοδον των ιδιωτικών οικονομιών των κατοίκων της, προς την αλματώδη, την κυριολεκτικώς καταπληκτικήν άνθησιν των εν γένει βιομηχανιών και του εμπορίου της, η εμφάνισίς της, το πλαίσιό της, είναι οικτρόν, αποτελεί αντίθεσιν προς την εικόνα και γεννά την εύλογον απορίαν εις έναν ξένον προς την ζωήν της, εις έναν επισκέπτην, πώς μία πόλις της οποίας η εσωτερική ζωή είναι τόσον σφριγώσα, ομοιάζει προς τουρκόπολιν, στερουμένην όλων εκείνων των κομφόρ των νεωτέρων και ήσσονος ακόμη ζωής της μεσσηνιακής πόλεως.
Επιχειρούντες μίαν συστηματικήν ανάλυσιν θέματος, που δεν είναι δυνατόν να εξαντληθή εις ένα άρθρον, θα πρέπει να ανατρέξωμεν και ολίγον εις την ιστορίαν της πρωτευούσης πόλεως.
Αι Καλάμαι, αρκετά αρχαία πόλις με κέντρον άλλοτε την παρά το φρούριον έκτασιν, δεν ήτο δυνατόν να έχη ρυμοτομίας. Επεκτεινομένη αρρύθμως κατ’ αρχήν, χωρίς σχέδιον, ήτο φυσικόν να παρουσιάση στενωπούς με αξιώσεις δρόμων, την στιγμήν καθ’ ην οι οικοπεδούχοι είχον απηρχαιωμένας αντιλήψεις και εφρόνουν ότι ήρκει να κυκλοφορούν δι’ ατραπών, αρκεί να εξοικονομούν χώρον, αντίληψις ήτις δυστυχώς φαίνεται επικρατούσα εισέτι, δεδομένου όντως ότι τα όρια ωρισμένων οικοπέδων και σήμερον επεκτείνονται εις τους δρόμους δια της μεθόδου των φρακτών. Αυτά προκειμένου περί της αρχαίας πόλεως της περί το φρούριον.
Αλλ’ αι Καλάμαι εν τω μεταξύ εξηλίχθησαν. Λόγω θέσεως και ως εξαγωγικόν κέντρον ευφόρου γύρω υπαίθρου ήρχισαν να αναπτύσσωνται. Μέσω των αγρών και των χέρσων τόπων δημιουργούντο συνοικίαι.
Αν οι κατά καιρούς άρχοντες αυτής που ήσαν εκλεκτοί του λαού της, είχον προβλεπτικότητα, αν δεν κατετρίβοντο περί μικρά, περί την εξυπηρέτησιν κομμάτων και παραγόντων τοπικών, αν είχον γενναίαν γραμμήν κατευθύνσεως, αν διέβλεπον μέλλον δια την πόλιν – θα έπρεπε δε να το διαβλέψουν – τότε χωρίς αμφιβολίαν θα κατηρτίζετο ένα σχέδιον της μελλοντικής πόλεως, της σημερινής πόλεως, όχι παρόμοιον προς το σημερινόν, ευρύτερον, πληρέστερον, ανταποκρινόμενον προς τας αιωνίως εξελισσομένας ανάγκας της. Η ευθύνη των αρχαιοτέρων εκλεκτών του λαού των Καλαμών απ’ αυτής της πλευράς είναι μεγάλη, την μετριάζει δε μόνον το γεγονός ότι έζησαν εις εποχήν που αι ανάγκαι του κομματισμού ήσαν τοιαύται, ώστε άνευ υποχωρήσεως εις αυτάς θα ήτο αν μη απολύτως αδύνατον, πάντως όμως εξαιρετικώς δύσκολον να επιπλεύση κανείς.
Εδημιουργήθη λοιπόν η σημερινή λαβυρινθώδης πόλις, χωρίς πλατείας, με οικοδομάς επί των οδών, ακόμη με ατραπούς. Ακόμη και η παραλία, αι νέαι Καλάμαι, δεν διέφυγον από τον γενικόν αυτόν κανόνα.
Ήδη από της απόψεως αυτής ευρισκόμεθα προ συντελεσμένης καταστάσεως. Ουδέν είναι δυνατόν να γίνη. Δυνάμεθα όμως και πρέπει, έχοντες υπόψη μας το παρελθόν να φροντίσωμεν δια την μελλοντικήν εξέλιξιν της πόλεως. Θα πρέπει δηλαδή και το υπάρχον σχέδιον να μελετηθή δια να ίδωμεν και επί των συντελεσμένων τι είναι δυνατόν να διορθωθή και δια την μελλοντικήν ανάπτυξιν της πόλεως να ληφθή μέριμνα, μετακαλουμένου προς τούτο ειδικού μηχανικού.
Η δια παρόμοιον έργον δαπάνη είναι πλέον η επιβεβλημένη, δια να μη έχουν αι μελλοντικαί προσπάθειαι την σημασίαν του «ράβε ξήλωνε».
Αν από της αρχής της σημερινής δημοτικής περιόδου εγένετο ένα μελετημένον και σοβαρόν συνέδριον δια τα ζητήματα της πόλεως, όπως υπεστηρίχθη εκ των στηλών αυτών, ασφαλώς το σχέδιον σήμερον θα υπήρχεν. Αλλά δεν συνέβη. Είναι ακόμη καιρός να γίνη, ό,τι θα έπρεπε να είχε γίνη.
Αλλά δια να μη διεκφεύγωμεν από την παρούσαν προεισαγωγικήν εξέτασιν του θέματός μας, θα αφήσωμεν τας παρεκβάσεις. Ευρισκόμεθα προ μιας δημιουργημένης εντελώς ανωμάλου καταστάσεως δια την πόλιν. Θα πρέπει να εξετάσωμεν τι θα πρέπει να γίνη, ως έχουν τα πράγματα. Θα πρέπει να εξετάσωμεν πώς θα γίνουν αι Καλάμαι πόλις, διότι πόλις σήμερον δεν είναι. Αλλά προ του γεγονότος τούτου, είναι επίσης απαραίτητον να ψυχολογήσωμεν ολίγον την νοοτροπίαν των κατοικούντων ως δημοτών. Διότι ο δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι και οι του παρελθόντος και οι σημερινοί και οι αυριανοί δεν είναι κάτι έξω της πόλεως κείμενον. Είναι δημόται και αυτοί. Σκέπτονται και ενεργούν όπως και οι άλλοι δημόται. Επηρρεάζονται από την κοινήν γνώμην την δημιουργημένην προκειμένου περί οιουδήποτε δημοτικού ζητήματος ή ακολουθητέας δημοτικής πολιτικής.
Συνεπώς η νοοτροπία των σημερινών κατοίκων της πόλεως ως δημοτών μας ενδιαφέρει σπουδαίως και αυτήν θα επιχειρήσωμεν εντελώς αντικειμενικά να εξετάσωμεν εις το αυριανόν ημών άρθρον, επί τη βάσει ωρισμένων χαρακτηριστικών δεδομένων και στοιχείων, διότι πιστεύομεν ότι χωρίς να υπάρχη γενική πίστις δεν είναι δυνατόν να γίνη γενικωτέρα ανακαινιστική δια την πόλιν εργασία.