Η ίδρυση της ιεράς Μονής Δήμιοβας ή Ντίμιοβας χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα, ενώ το Καθολικό της, ο κεντρικός Ναός της δηλαδή, ήταν ήδη κτισμένος απ’ τον 15ο αιώνα, καθότι, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, αναφέρεται ότι πυρπολήθηκε το 1463 απ’ τους Τούρκους κατακτητές της Ελλάδος, την περίοδο της Τουρκοκρατίας στη χώρα μας (1453 – 1821).
Είναι πλήρως επισκευασμένος και ανακαινισμένος μετά και απ’ τον καταστροφικό σεισμό της Καλαμάτας, το 1986, και εορτάζει μαζί με αυτή τη μονή, στις 15 Αυγούστου εκάστου έτους, τιμώμενος στο ιερό εκκλησιαστικό γεγονός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Η μονή αυτή βρίσκεται στις δυτικές παρυφές του όρους Ταϋγέτου και ανατολικά της πόλης της Καλαμάτας, σε απόσταση 13 περίπου χιλιομέτρων από αυτή και σε υψόμετρο 785 μέτρων από την επιφάνεια της μεσσηνιακής θάλασσας. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας στη χώρα μας, αποτελούσε καταφύγιο και ορμητήριο των Κλεφτών και των Αρματολών Ελλήνων Επαναστατών και για τον λόγο αυτό ήταν στοχοποιημένη απ’ τον τότε οθωμανικό στρατό κατοχής της Ελλάδας, ο οποίος κατά καιρούς διενεργούσε καταστροφικές επιδρομές εναντίον της, πυρπολώντας το εσωτερικό της και προκαλώντας εκτεταμένες φθορές στο κτιριακό της συγκρότημα.
Σ’ αυτή τη μονή της Δήμιοβας, όπως και στις γειτονικές της μονές, του Μαρδακίου, της Σιδερόπορτας, της Βελανιδιάς και του Προφήτη Ηλία κυρίως, συγκεντρώνονταν συχνά και συσκέπτονταν Προεπαναστατικά οι οπλαρχηγοί της μετέπειτα Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Γρηγόριος Δικαίος Φλέσσας ή Παπαφλέσσας, Νικηταράς, Κολοκοτρώνης, Αναγνωσταράς και άλλοι, προκειμένου να οργανώσουν τον Αγώνα των υπόδουλων τότε Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών.
Σ’ αυτή τη μονή πάρθηκε για πρώτη φορά η απόφαση απ’ τους ανωτέρω αυτούς οπλαρχηγούς της ένοπλης επέμβασής τους μαζί και με άλλους τότε ντόπιους Έλληνες επαναστάτες για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από την τουρκική φρουρά της. Από εκεί ξεκίνησαν οι ίδιοι αυτοί οπλαρχηγοί του Ελληνικού Αγώνα του 1821 για την απελευθέρωση της Καλαμάτας, στις 23 Μαρτίου του ιδίου αυτού ανωτέρω έτους, αφού πρώτα πέρασαν απ’ την ιερά Μονή Βελανιδιάς, βόρεια αυτής της πόλης, πριν την μετέπειτα κατάβαση και εισβολή τους σ’ αυτή, την οποία και απελευθέρωσαν αναίμακτα, αιχμαλωτίζοντας ταυτόχρονα και όλη την τότε Τουρκική Φρουρά της.
Κατά την περίοδο δε της Γερμανικής Κατοχής στη χώρα μας (1941 – 1944), η ιερά μονή της Δήμιοβας (ανδρικό μοναστήρι μέχρι εκείνη τη περίοδο) υπήρξε καταφύγιο και ορμητήριο και των αντάρτικων αντιστασιακών ένοπλων στρατιωτικών ελληνικών σωμάτων κατά των Γερμανών κατακτητών της Ελλάδας, η οποία όχι μόνο τους τροφοδοτούσε, αλλά τους ενίσχυε και οικονομικά στον ένοπλο αυτό αντιστασιακό αγώνα τους κατά των Γερμανών κατακτητών της Μεσσηνίας εκείνη την εποχή.
Η ιερά μονή Δήμιοβας βοήθησε σημαντικά και ποικιλοτρόπως τον ένοπλο αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων, αρχικά κατά των Τούρκων Οθωμανών κατακτητών, αρκετά πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, και μετέπειτα και κατά των Γερμανών κατακτητών της (1941 – 1944). Διαφύλαξε ανεπηρέαστη και ακέραιη την ορθόδοξη πίστη των υπόδουλων Ελλήνων, κυρίως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα, κατά τη δύναμή της, όχι μόνο τα επαναστατικά και αντάρτικα τότε στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων κατά των κατακτητών, αλλά και αρκετό τότε λιμοκτονούντα ελληνικό πληθυσμό των γύρω περιοχών της. Ειδικά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, προσέφερε αρκετές δεκάδες έως και εκατοντάδες γρόσια απ’ τα οικονομικά της για την ενίσχυση του ένοπλου τότε αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών.
Το μοναστήρι της Δήμιοβας θεωρείται βυζαντινό μοναστήρι, καθ’ ότι οικοδομήθηκε με βυζαντινές προδιαγραφές και τεχνικές κατασκευής, όπως και ο κεντρικός ναός. Αυτός κατατάσσεται στους δίστυλους εγγεγραμμένους σταυροειδείς τρουλαίους ναούς και περιλαμβάνει εξαιρετικής τέχνης τοιχογραφίες – αγιογραφίες του 17ου αιώνα. Το δε χειροποίητο ξυλόγλυπτο τέμπλο του, το οποίο αποτελεί έργο εκλεπτυσμένης τεχνικής ντόπιου της Μεσσηνίας κατασκευαστή, εντυπωσιάζει με τις λεπτομέρειες των σχεδίων του τον κάθε θεατή του, χρονολογούμενο τον 18ο αιώνα. Η μεγαλύτερη, όμως, αξία αυτής της μονής προέρχεται απ’ την ιερή και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, η οποία απ’ τη μορφή της ζωγραφικής της απεικόνισης κατατάσσεται στον τύπο της Γλυκοφιλούσας και, κατά μια εκδοχή, την επικρατέστερη, θεωρείται έργο του 8ου – 9ου αιώνα ή κατά άλλους ιστορικούς και Βυζαντινολόγους πιστεύεται ότι είναι έργο του 15ου – 16ου. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της ιερής αυτής εικόνας εστιάζεται στο αποξηραμένο πραγματικό αίμα, το οποίο φαίνεται φανερά, ακόμα και σήμερα, στο πάνω εμπρόσθιο μέρος της απεικονιζόμενης Τιμίας Κεφαλής της Παναγίας. Λέγεται ότι έρρευσε όταν αυτή κτυπήθηκε από κάποιον, μάλλον εικονομάχο, την περίοδο της Εικονομαχίας, τον 8ο – 9ο αιώνα, με κάποιο αιχμηρό μεταλλικό αντικείμενο, οπότε με θαυματουργικό τρόπο έτρεξε απ’ το σημείο που βλήθηκε πραγματικό ζεστό ανθρώπινο αίμα, θέλοντας η ίδια η Παναγία να καταδείξει με αυτό τον τρόπο όχι μόνο το σφάλμα και την πλάνη του κτυπήσαντος, αλλά και την αληθινή ύπαρξή της, καθώς επίσης και την αληθινή πίστη των ορθοδόξων χριστιανών. Το ανωτέρω αυτό ρεύσαν τότε αίμα αναλύθηκε χημικά τον 19ο αιώνα, επί Βασιλείας Όθωνος του Α΄, στην Ελλάδα, απ’ τον Άγγλο χημικό και ερευνητή Λάνδερερ. Πράγματι, απεδείχθη μετά απ’ την εργαστηριακή του εξέταση και ανάλυση αληθινό ανθρώπινο αίμα, το οποίο είχε τρέξει πραγματικά τότε, όταν η ανωτέρω αυτή ιερή εικόνα της Παναγίας κτυπήθηκε στην εξωτερική ζωγραφική της όψη.
Η ιερή αυτή εικόνα της Παναγίας της Δήμιοβας λιτανεύεται κάθε χρόνο στις 3 Σεπτεμβρίου, απ’ τη μονή της μέχρι και τη συνοικία των Γιαννιτσανίκων, στα ανατολικά προάστια της Καλαμάτας, συνοδευόμενη από πλήθος κόσμου. Κατά τη διάρκεια της 7 χιλιομετρικής καθόδου της προς αυτή τη συνοικία, θα ενθρονιστεί για δεκατρείς (13) ημέρες στον ευρισκόμενο ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου προς χάριν ευλογίας αυτής της περιοχής απ’ την ίδια την Παναγία, αλλά και για την προσκύνησή της από πλήθη πιστών, προκειμένου να την ασπασθούν ευλαβικά, καθώς και για να ζητήσουν κάποια χάρη ή την αρωγή της σε προσωπικές τους υποθέσεις, ή μόνο για να εναποθέσουν κάποιο τάμα τους, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας για κάποια ευεργεσία της στη ζωή τους, ή για να ζητήσουν ακόμα και την ταχεία συνδρομή της σε προσωπικά τους ζητήματα. Η λιτάνευση της ιερής εικόνας της Παναγίας της Δημιοβίτισσας τελείται σε ανάμνηση της θαυματουργικής επέμβασης της ίδιας της Παναγίας στις γύρω απ’ τη μονή περιοχές, οι οποίες μαστίζονταν, στις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα, από θανατηφόρες ασθένειες και επιδημίες, που θέριζαν με θάνατο τους κατοίκους των ανατολικών περιοχών της Καλαμάτας. Η λιτάνευση της Παναγίας γλυκοφιλούσας διενεργείται ασταμάτητα κάθε χρόνο, απ’ το έτος 1843 μέχρι και σήμερα. Έτος κατά το οποίο για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε τότε η λιτανευτική κατάβασή της από τη μονή στις συνοικίες του Ελαιοχωρίου ή Γιάννιτσας, των Γιαννιτσανίκων και των υπόλοιπων γύρω από αυτή περιοχών, προκειμένου να εξαλειφθούν οι θανατηφόρες αυτές ανωτέρω ασθένειες και επιδημίες. Σε παλαιότερες δε εποχές, πλήθος ντόπιων προσκυνητών ανέβαινε οδοιπορικώς προς αυτή τη μονή, την περίοδο της εορτής της, ακολουθώντας τα μονοπάτια των Φαραγγιών και των Λαγκαδιών, απ’ τους πρόποδες των πρόβουνων (Καλαθιού) του Ταϋγέτου προς αυτή τη μονή, δείχνοντας έτσι το θερμό και άδολο της πίστης τους, όχι μόνο προς την ορθόδοξη θρησκεία και πίστη μας, αλλά και προς την ίδια την Παναγία. Σε παλαιότερες δε εποχές εμισθώνοντο ακόμα και δημόσια λεωφορεία για την μεταφορά προσκυνητών απ’ την Καλαμάτα προς αυτή τη μονή την περίοδο του πανηγυρικού εορτασμού της, στις 15 Αυγούστου, εκάστου έτους. Θαυμαστό είναι, επίσης, και το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα, την εποχή της όλο και περισσότερο αυξανόμενης θρησκευτικής αδιαφορίας μεγάλου ποσοστού ακόμα και Ελλήνων ορθόδοξων χριστιανών, πλήθος προσκυνητών ακολουθούν κάθε χρόνο την περίοδο εορτασμού την ιερή λιτανεία και πομπή καθόδου της ιερής εικόνας της Παναγίας της Δημιοβίτισσας απ’ τη μονή της στους νότια από αυτή συνοικισμούς μέχρι και την συνοικία των Γιαννιτσανίκων ως τελικό προορισμό της, όπως επίσης μεγάλο πλήθος πιστών συμμετέχει και στην οδοιπορική διαδρομή επανόδου της, μετά απ’ τις 13 ημέρες παραμονής της στην ανωτέρω αυτή συνοικία, παρά τη δυσκολία της ανηφορικής διαδρομής.
Η μονή της Δήμιοβας, απ’ το έτος 1960 και εντεύθεν, είναι γυναικείο μοναστήρι και αποτελεί, όπως όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια διεθνώς, ένα προπύργιο και έναν στυλοβάτη και φάρο της ορθόδοξης θρησκείας και πίστης, όχι μόνο στις γύρω από αυτή τη μονή περιοχές, αλλά και ευρύτερα. Φυλάει, και αυτό το μοναστήρι της Δήμιοβας, σιωπηλά με τις ελάχιστες μοναχές του σήμερα, τις «Θερμοπύλες» της ορθόδοξης πίστης μας, μέσα στον πληθωρικό αθεϊσμό της εποχής μας, την πλεονάζουσα σημερινή θρησκευτική αδιαφορία του περισσότερου «σύγχρονου» κόσμου και την απομάκρυνση ακόμα και Ελλήνων χριστιανών απ’ την ορθόδοξη πίστη τους.
Η ιερά μονή της Δήμιοβας είναι ορατή απ’ την πόλη της Καλαμάτας, με το επιβλητικό κτιριακό της συγκρότημα, η οποία παρέχει στους όποιους προσκυνητές ή και απλούς επισκέπτες της μια καταπληκτική πανοραμική θέα, με φόντο τον Μεσσηνιακό Κόλπο και όλες τις γύρω από αυτόν περιοχές. Το σημαντικό πνευματικό της έργο τη σκεπάζει και τη συνοδεύει νοερά απ’ την αρχή της ίδρυσής της μέχρι και τις μέρες μας, αφήνοντας ένα θετικό αποτύπωμα, καθώς και ένα ωφέλιμο αποτέλεσμα, κυρίως στις δύσκολες στιγμές και περιόδους του Γένους μας. Και μόνο η αντίληψη και η σκέψη στη διάνοια των απλών κατοίκων, αλλά και των πιστών της ευρύτερης περιοχής της Μεσσηνίας, της ζωντανής και ακμαίας λειτουργικότητας αυτής της μονής ακόμα και στο σήμερα δημιουργεί μια αίσθηση ενδυνάμωσης της πίστης μας στην ψυχή και τη συνείδηση όχι μόνο όλων των κατοίκων της Μεσσηνίας, αλλά και πέραν αυτής, όπως και μια στήριξη αυτού του ίδιου του ορθόδοξου χριστιανισμού, ως θρησκεία και παράδοση, πανελλαδικά. Αποπνέει και αυτή η μονή, όπως και όλες οι ορθόδοξες μονές παγκοσμίως, ένα πνεύμα και αίσθημα ορθόδοξου χριστιανισμού, το οποίο το ενσταλάζει στη ψυχή του κάθε καλοπροαίρετου προσκυνητή της, μεταδίδοντάς του ταυτόχρονα στον εσωτερικό του κόσμο και τη γαλήνη του περιβάλλοντός της απ’ τη πνευματική κυρίως λειτουργία της και την ησυχαστική ζωή των μοναχών της.
Του Σωτήρη Τζανετέα