Ακόμη πιο ακριβό και λιγότερο θα είναι το ελληνικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο τους επόμενους μήνες, όταν στο ράφι ήδη κοστίζει 30% παραπάνω σε σχέση με πέρσι.
Με τη μέση τιμή στη λιανική στα 12 ευρώ το λίτρο, ο κίνδυνος να μειωθεί η ζήτηση στην εσωτερική αγορά είναι προφανής, αν και προς το παρόν δείχνει να «αντέχει». Ταυτόχρονα, προβληματισμός επικρατεί και για τις εξαγωγές, δεδομένου ότι οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εξίσου ισχυρές, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες προορισμού του ελληνικού ελαιολάδου, όπως π.χ. στη Γερμανία, όπου ο εγχώριος «υγρός χρυσός» καταγράφει το υψηλότερο μερίδιο εξαγωγικών πωλήσεων (14%).
Για την «τέλεια καταιγίδα» έκανε λόγο ο κ. Μανόλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), η οποία έχει ξεκινήσει από την περσινή ελαιοκομική περίοδο και θα συνεχιστεί και εφέτος.
Κύρια χαρακτηριστικά, όπως είπε ο ίδιος σε προχθεσινή συνέντευξη Τύπου με συνδιοργανωτές την ΕΔΟΕ, το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), την 4Ε (Επιστημονική Εταιρεία Εγκυκλοπαιδιστών Ελαιοκομίας) και το Σύνδεσμο Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης (ΣΥΤΕΚ), είναι η μικρή παραγωγή, οι υψηλές τιμές, οι οποίες πιθανόν να ανέβουν κι άλλο, παρότι «η βιομηχανία δεν το εύχεται», και τα ιστορικά χαμηλά αποθέματα που οδεύουν σε εξάντληση.
Σε δυσθεώρητα ύψη οι τιμές
Οι εξελίξεις αυτές συνηγορούν σε περαιτέρω άνοδο των τιμών. «Αν δεν αλλάξει κάτι ως προς τη ζήτηση, η τάση θα παραμείνει ανοδική τους επόμενους μήνες» υποστήριξε ο Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ, επαναλαμβάνοντας τις πρόσφατες διαβεβαιώσεις του συνδέσμου, πως δεν τίθεται ζήτημα ελλείψεων στην ελληνική αγορά.
Θέλοντας να εξηγήσει την άνοδο των τιμών, σημείωσε ότι δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά διεθνές. Ανέφερε, μάλιστα, ότι η βιομηχανία αγοράζει ελαιόλαδο όλο το χρόνο, ενώ αυτή τη στιγμή «ψωνίζει» από 8,50 έως 8,70 ευρώ το κιλό, επισημαίνοντας ότι υπάρχει συμπίεση στα περιθώρια κέρδους, «για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε αυτή την κατάσταση». Όλα θα εξαρτηθούν από τη ζήτηση, όχι μόνο την εσωτερική, αλλά και την ευρωπαϊκή, σχολίασε.
Αξιοσημείωτο είναι, όμως, και το γεγονός οι τιμές παραγωγού και η τιμή διάθεσης του προϊόντος στο ράφι συγκλίνουν τους τελευταίους μήνες, με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε ο αντιπρόεδρος του οργανισμού 4Ε, Βασίλης Ζαμπούνης.
Πώς διαμορφώνεται η παραγωγή
Για την επερχόμενη ελαιοκομική περίοδο 2023/24, που ξεκινά σε λίγες μέρες, εκτιμάται ότι η παραγωγή ελαιολάδου στο σύνολο της λεκάνης της Μεσογείου, δηλαδή στις κύριες παραγωγικές χώρες παγκοσμίως, θα είναι ακόμη πιο χαμηλή σε σχέση με την «κακή» περσινή χρονιά. Κι αυτό, γιατί υπολογίζεται ότι θα λείψουν περίπου 170 χιλιάδες τόνοι ελαιολάδου συγκριτικά με το 2022/23 (από 2,560 εκατ. τόνοι η συνολική παραγωγή εκτιμάται ότι «πέσει» στους 2,390 εκατ. τόνους).
Αναλυτικά, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά η ισπανική παραγωγή ελαιολάδου θα είναι χαμηλή περίπου στους 700.000 τόνους έναντι των 660.000 τόνων πέρυσι και 1.500.000 τόνων το 2021/22.
Σημειώνεται ότι στην Ισπανία, τη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα στον κόσμο, που βιώνει έντονα τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, το ελαιόλαδο είναι τόσο ακριβό, που έχει γίνει στόχος ακόμα και ληστών.
Η Ιταλία, αν και αναμένεται εφέτος να έχει αυξημένη παραγωγή περίπου στους 300.000 τόνους από 230.000 τόνους την περίοδο 2022/23, δε θα κάνει τη διαφορά, αφού με αυτές τις ποσότητες δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της, που φθάνουν τους 350.000 τόνους.
Ακολουθώντας τον κύκλο της ελιάς, η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου θα είναι σημαντικά μειωμένη εφέτος. Με βάση της εκτιμήσεις της ΕΔΟΕ, η πτώση εκτιμάται ότι θα κυμανθεί στο 43% σε σχέση με την προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο. Αυτό σημαίνει ότι θα παραχθούν περί τους 160.000 τόνους ελαιολάδου από 350.000 τόνους πέρσι. «Αν δεν αλλάξει κάτι ως προς τη ζήτηση, η τάση θα παραμείνει ανοδική τους επόμενους μήνες» υποστήριξε ο Κωνσταντίνος Κουτσιούμπης, πρόεδρος του ΣΕΒΙΤΕΛ.
Μικρότερη παραγωγή θα έχουν και άλλες μεσογειακές χώρες, όπως η Τυνησία και η Τουρκία. Μάλιστα, η απόφαση της Τουρκίας να αναστείλει τις εξαγωγές χύμα και βαρελιών ελαιολάδου μέχρι το Νοέμβριο θα συνεχίσει να πιέζει προς τα πάνω τις τιμές. Η παραγωγή ελαιολάδου της γειτονικής χώρας εκτιμάται ότι θα είναι μειωμένη κατά 110.000 τόνους την επερχόμενη ελαιοκομική περίοδο. Αντίθετα η Πορτογαλία εκτιμάται ότι θα καταγράψει ελαφρώς υψηλότερη παραγωγή, ενώ η παραγωγή στο Μαρόκο θα παραμείνει σταθερή.
Η απώλεια της πρωτιάς
Μπορεί η ζήτηση ελαιολάδου στην εγχώρια αγορά να «αντέχει», εξ ου και οι υψηλές τιμές, οι οποίες θα πέσουν μόνο αν οι καταναλωτές αρχίσουν να αγοράζουν λιγότερο ελαιόλαδο, σύμφωνα με τον κ. Γιαννούλη, ωστόσο δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε.
Ήδη η χώρα έχει πέσει από την κορυφή της υψηλότερης κατά κεφαλήν κατανάλωσης ελαιολάδου. Με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC), η Ελλάδα έχει υποχωρήσει στη 2η θέση της παγκόσμιας κατάταξης στην κατά κεφαλή κατανάλωση ελαιολάδου με 10,3 κιλά ετησίως έναντι 11,4 κιλών της Ισπανίας, που πήρε πλέον την πρωτιά. Με τις τιμές στα ύψη εκφράζονται φόβοι ότι η κατανάλωση θα μειωθεί περαιτέρω.
70-80 χιλιάδες χύμα ελαιολάδου
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι Έλληνες φαίνεται ότι συνεχίζουν να προτιμούν το ανώνυμο – χύμα ελαιόλαδο σε σχέση με το τυποποιημένο. Όπως σημείωσε ο Φώτης Σουσαλής, πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιόλαδου Κρήτης (ΣΥΤΕΚ), η χύμα εμπορία ανέρχεται στους 70.000 τόνους ετησίως, όταν μέσω των σούπερ μάρκετ διακινούνται μόλις 12.000 τόνοι επώνυμου ελαιολάδου από 30.000 τόνους πριν από την οικονομική κρίση. Βέβαια και η τιμή στον «παραδοσιακό» 16λιτρο τενεκέ καταγράφει ρεκόρ, καθώς εφέτος έχει φτάσει στα 180-185 ευρώ από 90-100 ευρώ πέρσι.
ot.gr