Πριν από λίγο καιρό ο ελληνικός λαός έδωσε νέα, νωπή εντολή στη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη με ένα κεντρικό και ξεκάθαρο μήνυμα: η χώρα μας να συνεχίσει στο δρόμο του εκσυγχρονισμού. Να γίνει αποτελεσματικότερη – ταχύτερη δικαιότερη. Να διορθώσει λάθη και παθογένειες προερχόμενες από το βαθύ παρελθόν και να υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις με το βλέμμα στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Σε αυτό ακριβώς το πνεύμα εντάσσεται και το εργασιακό νομοσχέδιο που ψηφίζεται αυτές τις ημέρες στη Βουλή. Διότι εκτός από την κύρωση μιας ευρωπαϊκής οδηγίας που αποτελεί υποχρέωση όλων μας, μεταρρυθμίζουμε περαιτέρω την εργατική μας νομοθεσία, καθιστώντας την περισσότερο σύγχρονη, ευέλικτη και φιλική προς τις σημερινές ανάγκες κάθε εργαζομένου. Ενώ την ίδια στιγμή και σε συνέχεια της πρόσφατης αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας και της κατάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, κάνουμε πράξη εμπροσθοβαρώς και νωρίτερα από κάθε πρόβλεψη το «ξεπάγωμα» των τριετιών, του επιδόματος προϋπηρεσίας, δηλαδή, που οδηγεί στη μισθολογική ωρίμανση και σε άμεσες αυξήσεις μισθών για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα.
Παρά τα όσα διακινούνται από την αντιπολίτευση και παρά την άστοχη απεργιακή κινητοποίηση των συνδικάτων του δημόσιου τομέα, επιλέξαμε ώστε το «ξεπάγωμα» των τριετιών να περιέχει επιπλέον μια θεμελιώδη προστατευτική δικλείδα για την ελληνική οικονομία. Διότι ενώ από 1/1/2024 οι τριετίες ξεκινούν πάλι να μετρούν και χιλιάδες εργαζόμενοι θα αρχίσουν σταδιακά να βλέπουν τις αυξήσεις στη μισθοδοσία τους, η διατήρηση του μέτρου από το 2027 και μετά είναι υπό την προϋπόθεση η ανεργία να μην υπερβαίνει το 10%. Με άλλα λόγια, δηλαδή, παρά τις άμεσες αυξήσεις που θα δουν οι εργαζόμενοι, προστατεύουμε παράλληλα την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας και φροντίζουμε να μη διαταραχθεί η οικονομική ομαλότητα, τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον.
Ταυτόχρονα, το νέο εργασιακό νομοσχέδιο εισάγει επιπλέον ένα πλέγμα νέων και σημαντικών μέτρων, με στόχο, αφενός, την καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας και, αφετέρου, την προστασία της εργασίας και τον εκσυγχρονισμό του εργασιακού μας περιβάλλοντος. Η μείωση της «δοκιμαστικής περιόδου» από τους 12 μήνες στους 6, η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης του εργαζομένου για την κατάρτιση που θα λάβει, για τη δοκιμαστική περίοδο, για τυχόν βάρδιες ή άλλες ειδικές ρυθμίσεις που διέπουν την εργασία του, για τις υπερωρίες και τα Σαββατοκύριακα και πολλά άλλα ζητήματα, είναι μερικές από τις ρυθμίσεις που ενισχύουν τη θέση του και προστατεύουν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματά του. Ενώ η θεσμοθέτηση για πρώτη φορά των δυνατοτήτων για «παράλληλη» και για «κατά παραγγελία» εργασία, παρά την επικοινωνιακή διαστρέβλωση της αντιπολίτευσης, παρέχουν το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο ώστε να περιορίσουμε τη «μαύρη» εργασία, δίνοντας τη δυνατότητα για νόμιμη, ασφαλιζόμενη, προστατευόμενη και συνταξιοδοτούμενη συμπληρωματική απασχόληση, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το 11ωρο, το 8ωρο και το πενθήμερο.
Τέλος, με το νομοσχέδιο αυτό και με το βλέμμα στραμμένο στην ομαλότητα και την εργασιακή ειρήνη, θεσπίζουμε για πρώτη φορά το αδίκημα της παρεμπόδισης της εργασίας. Διότι είναι άλλο θέμα να μπορεί κανείς να απεργεί εντός του πλαισίου του νόμου, ένα δικαίωμα αναφαίρετο και συνταγματικά κατοχυρωμένο. Και είναι διαφορετικό να μην επιτρέπει σε άλλους να εργάζονται, μετατρέποντάς τους παρά τη θέλησή τους σε υποχείρια και εργαλεία του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς. Βάζουμε έτσι τέλος στην ανοχή και την αδυναμία του κράτους απέναντι σε κάποιους λίγους οργανωμένους που μπορούσαν να ασκήσουν βία και καταπίεση σε πολλούς. Και προστατεύουμε δυναμικά το δικαίωμα στην εργασία, την ανάπτυξη, την πρόοδο και την προκοπή.
Του Περικλή Π. Μαντά,
Βουλευτή Μεσσηνίας