Χριστίνα Πουλίτση: «Η όπερα χρειάζεται ανοιχτό μυαλό και καρδιά για να σε παρασύρει σε νέους κόσμους και συγκινήσεις»

Χριστίνα Πουλίτση: «Η όπερα χρειάζεται ανοιχτό μυαλό και καρδιά για να σε παρασύρει σε νέους κόσμους και συγκινήσεις»

Στη Μεσσηνία, τον τόπο από όπου έλκει την καταγωγή της, θα βρεθεί σήμερα το βράδυ η καταξιωμένη σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση, καθώς θα είναι επί σκηνής πλάι στον τενόρο Γιάννη Χριστόπουλο, ερμηνεύοντας ιταλική όπερα bel canto υπό το μαέστρο Γιώργο Πέτρου, ο οποίος θα διευθύνει την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ.

Με σημείο αναφοράς το Μέγαρο Χορού της μεσσηνιακής πρωτεύουσας, η πρωτοβουλία του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής Καλαμάτας» να διοργανώσει το αποψινό “Opera Gala” γίνεται η αφορμή για να επιστρέψει έπειτα από αρκετά χρόνια η όπερα και το λυρικό τραγούδι στην πόλη.

Ανάμεσα σε διάσημες άριες και ντουέτα της bel canto, το φιλόμουσο κοινό θα έχει την ευκαιρία να ακούσει ιταλική όπερα του 19ου αιώνα στην οποία διέπρεψε η Κάλλας, ως αφιέρωμα στη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση της σπουδαίας Ελληνίδας υψιφώνου.

«Υπάρχει ακόμα και σήμερα κόσμος που θεωρεί πως για να ακούσει και να δει όπερα χρειάζεται ιδιαίτερη εκπαίδευση, μόρφωση ή παιδεία ή ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει», σημειώνει η σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση, λίγο πριν από την αποψινή της παρουσία στην Καλαμάτα.

Στη συζήτηση που ακολούθησε, μίλησε για την όπερα, τις σημερινές δυνατότητες ενός λυρικού καλλιτέχνη στην Ελλάδα και τις μελλοντικές της φιλοδοξίες.

Ο λόγος στην ίδια…

-Ακολουθείτε ένα αρκετά απαιτητικό ερμηνευτικό μονοπάτι, αυτό του λυρικού τραγουδιού. Πώς πήρατε την απόφαση να στραφείτε στη μουσική καριέρα;

Το τραγούδι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου υπήρξε για εμένα φυσική έκφραση. Η οικογένειά μου, μου καλλιέργησε την αγάπη για τη μουσική από όταν ήμουν μικρή και στην ηλικία των 5 ετών με έστειλε στο τμήμα μουσικoκινητικής του συστήματος Orf. Σπούδασα κλασική και τζαζ κιθάρα για αρκετά χρόνια, αλλά οι δάσκαλοί μου διέκριναν την κλίση μου στο τραγούδι. Γι’ αυτό, παρόλο που έδινα εξετάσεις για την κιθάρα, με έβαζαν να τραγουδώ ταυτόχρονα. Στα 14 μου, παρακολουθώντας μια παράσταση στο Ηρώδειο, αποφάσισα ότι θέλω να ακολουθήσω το δρόμο του λυρικού τραγουδιού. Ήταν μια απόφαση που έμοιαζε να με επέλεξε εκείνη κι όχι εγώ αυτήν. Η κλασική μου παιδεία από μικρή ηλικία κατέστησε λογικό κι επόμενο το να ασχοληθώ με το λυρικό τραγούδι και όχι με κάποιο άλλο είδος.

-Συχνά αναφέρετε το μαέστρο Ζούμπιν Μέτα ως τον μέντορά σας. Πώς εκτιμάτε ότι θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν δεν είχε μεσολαβήσει η γνωριμία σας πριν από αρκετά χρόνια;

Γνώρισα το μαέστρο Ζούμπιν Μέτα όταν ακόμα έκανα το μάστερ μου στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου, σε μία περίοδο που προσπαθούσα να ξεκινήσω την καριέρα μου, μη έχοντας κάποιον να με βοηθήσει ή να μου δείξει το δρόμο. Ήρθε σαν από μηχανής Θεός στη ζωή μου και μου άνοιξε τα φτερά. Τι να σας πω, δε γνωρίζω πώς μπορεί να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα δίχως αυτήν τη συνάντηση. Αυτό είναι και το συναρπαστικό της! Ανά πάσα στιγμή υπάρχουν πολλές εναλλακτικές κι εμείς, μέσω των επιλογών μας, καλούμαστε να διαλέξουμε μία.

-Έχοντας διαγράψει μια σημαντική πορεία και στο εξωτερικό, τι θεωρείτε ότι είναι αυτό που εμποδίζει ως σήμερα την περαιτέρω διάδοση της όπερας στην Ελλάδα; Πρόκειται για «χάσμα» κουλτούρας συγκριτικά με το κοινό άλλων ευρωπαϊκών ή μη χωρών;

Έχουμε μάθει πως η όπερα είναι παράγωγο του Δυτικού Πολιτισμού. Όμως, η Ελλάδα πατάει με το ένα πόδι στο Δυτικό Πολιτισμό και με το άλλο στην Ανατολή. Η ανάπτυξη του Δυτικού Πολιτισμού στηρίχθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, το ίδιο και η όπερα. Η πρώτη όπερα που γράφτηκε ποτέ έγινε ως μια προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού δράματος και τα θέματά της βασίστηκαν στους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Επομένως, δε θεωρώ ότι υπάρχει κάποιο χάσμα κουλτούρας. Το ζήτημα είναι, κυρίως, κοινωνικό. Το κατά πόσον ως κοινωνία έχουμε ασχοληθεί να ενσωματώσουμε μέσα στην παιδεία μας και την όπερα. Υπάρχει ακόμα και σήμερα κόσμος που θεωρεί πως για να ακούσει και να δει όπερα χρειάζεται ιδιαίτερη εκπαίδευση, μόρφωση ή παιδεία ή ότι απευθύνεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα. Αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα ανοιχτό μυαλό και, κυρίως, ανοιχτή καρδιά, να αφήσεις τον καλλιτέχνη να σε παρασύρει σε νέους κόσμους και συγκινήσεις.

Το ενθαρρυντικό είναι πως τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλες οι παραστάσεις όπερας στην Ελλάδα είναι sold out, ενώ παρατηρώ όλο και πιο νέους ανθρώπους στο κοινό.

-Πόσο εύκολο είναι για κάποιον που ξεκινά τώρα την καριέρα του στην Ελλάδα να διαπρέψει στο χώρο σας; Θεωρείτε ότι σήμερα δίνονται επαρκείς ευκαιρίες ή είναι μονόδρομος η διαφυγή στο εξωτερικό;

Από τη στιγμή που η Ελλάδα ως χώρα διαθέτει μόνο ένα λυρικό θέατρο, η απορρόφηση των λυρικών τραγουδιστών καθίσταται δύσκολη. Οπότε η διαφυγή στο εξωτερικό, κατά τη γνώμη μου, είναι μονόδρομος.

-Είναι το ταλέντο ή η συνεχής προσπάθεια που έχει μεγαλύτερη βαρύτητα για μια καριέρα στο χώρο του λυρικού τραγουδιού;

Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Από μόνο του το ταλέντο δε θα οδηγήσει σε μία καριέρα με διάρκεια, ωστόσο η σκληρή δουλειά χωρίς ταλέντο δεν αρκεί για να αναπτυχθείς επαγγελματικά. Πέραν, όμως, αυτών, για να διατηρήσει κανείς μια σταθερή πορεία στο σύγχρονο επαγγελματικό στίβο χρειάζεται να διαθέτει κι άλλες ικανότητες, όπως η έξυπνη κατανομή δυνάμεων, η φροντίδα της υγείας, σωματικής και ψυχικής, η γενικότερη καλλιέργεια, η άθληση, οι καλές δημόσιες σχέσεις, η προθυμία και η συναδελφική συμπεριφορά, το «γερό στομάχι» και πολλά άλλα.

-Ποια συνεργασία σας ξεχωρίζετε ως σήμερα; Υπάρχει κάποια που θα θέλατε να πραγματοποιήσετε μέσα στα επόμενα χρόνια;

Οι συνεργασίες που ξεχωρίζω είναι πολλές, με κορυφαία αυτή με τον Ζoύμπιν Μέτα, είτε ως Τζίλντα στον Ριγκολέτο, υπό τη διεύθυνσή του στη Φλωρεντία, είτε στις συναυλίες μας στο Ισραήλ και στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Παράλληλα, δεν μπορώ να μην αναφέρω τη συνεργασία μου με τον Τζιαναντρέα Νοσέντα, είτε στο Φεστιβάλ Στρέζα με το Ροσινιόλ του Στραβίνσκι, είτε στο Ισραήλ, την Ισπανία και την Πορτογαλία.

Επίσης, δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσφατό μου ντεμπούτο ως Ελβίρα στους Πουριτανούς του Μπελίνι στο Θέατρο Ολύμπια, τη Λουτσία στην Εθνική Λυρική Σκηνή, την Τραβιάτα στο Αμβούργο, τη Βασίλισσα της Νύχτας στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου και πολλά άλλα.

Ο κατάλογος είναι μεγάλος και νιώθω ευγνώμων για όλες αυτές τις εμπειρίες στην έως τώρα πορεία μου.

Αυτό για το οποίο ανυπομονώ στο μέλλον είναι η πρώτη μου ηχογράφηση με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Τζιαναντρέα Νοσέντα, στο Μπάρμπικαν Χωλ, με τα Κάρμινα Μπουράνα του Κ. Ορφ τον Ιούνιο του 2024.

-Πώς βλέπετε τον εαυτό σας επαγγελματικά μέσα στην επόμενη δεκαετία; Υπάρχει κάποιο «ιδανικό σημείο» στο οποίο θέλετε να φτάσετε;

Αυτό στο οποίο αποσκοπώ είναι να μπορώ να τραγουδώ το ρεπερτόριο που μου ταιριάζει και που με αναπτύσσει καλλιτεχνικά σε θέατρα του εξωτερικού, αλλά και στην Ελλάδα. Θέλω να αναπτύξω σταθερές συνεργασίες με μαέστρους και θέατρα που σου δίνουν το πλαίσιο και την εμπιστοσύνη να διεισδύεις βαθιά στην ερμηνεία σου. Την Ελλάδα την αγαπώ πολύ και θέλω πολύ να τραγουδώ εδώ στον τόπο μου. Στόχος μου πλέον δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα των παραστάσεων και παραγωγών.

-Απόψε πρόκειται να συμμετάσχετε στο “Opera Gala”, το οποίο διοργανώνεται από το Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής Καλαμάτας» με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, σε έναν τόπο που αποτελεί σημείο αναφοράς και για τις δύο σας. Πώς βιώνετε αυτή τη μετάβασή σας στη Μεσσηνία για την αποψινή βραδιά;

Χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να τραγουδήσω στην Καλαμάτα, μιας και μέρος της καταγωγής μου είναι από τον Αετό Μεσσηνίας. Το επίθετό μου προέρχεται από αυτό το μέρος και με συγκινεί πολύ το ότι θα βρεθώ ξανά εδώ. Παράλληλα, χαίρομαι που θα συμμετάσχω σε αυτό το Γκαλά Όπερας, κατόπιν της προσκλήσεως του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής Καλαμάτας», όπου θα συμμετάσχει η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ και οι διακεκριμένοι στο χώρο, εξαίρετοι συνεργάτες, τενόρος κ. Γιάννης Χριστόπουλος και μαέστρος κ. Γιώργος Πέτρου.

-Θεωρείτε ότι η σπουδαία καριέρα και η υποδειγματική στοχοπροσήλωση της Κάλλας για να κατακτήσει αρκετές «κορυφές» στην καριέρα της, έχει υπάρξει «οδηγός» για εσάς, μιας και υπηρετείτε το ίδιο ρεπερτόριο όπως εκείνη;

Η Μαρία Κάλλας με βοήθησε μέσα από τις υποτροφίες της – ένα θεσμό που η ίδια ίδρυσε – να τελειοποιήσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό και να ξεκινήσω την καριέρα μου. Έστω και έτσι, μεταφορικά, μη γνωρίζοντάς τη προσωπικά, αισθάνομαι πως της χρωστάω πολλά. Θεωρώ πως για κάθε Έλληνα λυρικό καλλιτέχνη, και όχι μόνο, αποτελεί πρότυπο τόσο ως προς την ερμηνεία της όσο και ως προς τον επαγγελματισμό της.

Παρ’ όλα αυτά, κάθε άνθρωπος και κάθε καλλιτέχνης είναι μοναδικός κι εξ ου διαφορετικός. Άλλη Μαρία Κάλλας δε θα υπάρξει, γι’ αυτό και θα ήταν προτιμότερο να επενδύουμε την ενέργειά μας στην εξεύρεση της μοναδικότητάς μας, που μας καθιστά αναντικατάστατους, και όχι στη μίμηση.

Της Χριστίνας Μανδρώνη

Πληροφορίες

Opera Gala”, Σάββατο 11 Νοεμβρίου, 8.00 μ.μ.,

Μέγαρο Χορού Καλαμάτας