Οι διεθνούς φήμης τενόρος και μαέστρος αντίστοιχα, που θα βρεθούν επί σκηνής το επόμενο Σάββατο, 11 Νοεμβρίου, στο αφιέρωμα για τη Μαρία Κάλλας στην Καλαμάτα, μιλούν στο «Θ» για την όπερα
Βαδίζοντας προς την ολοκλήρωση του επετειακού έτους για τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννηση της Ελληνίδας υψιφώνου και κορυφαίας στο χώρο του λυρικού θεάτρου, Μαρίας Κάλλας, η πρωτοβουλία του μεσσηνιακού συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής Καλαμάτας» ξαναφέρνει στην πόλη –έπειτα από αρκετά χρόνια- την όπερα.
Με επίκεντρο το “Opera Gala” που θα δοθεί το ερχόμενο Σάββατο στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος και η σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση συμπράττουν με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, υπό τη διεύθυνση του πολυβραβευμένου μαέστρου Γιώργου Πέτρου, παρουσιάζοντας στο κοινό διάσημες ιταλικές άριες και ντουέτα bel canto της δεκαετίας του ’90.
Ανάμεσα σε Ροσσίνι, Βέρντι, Μπελίνι και άλλους, το φιλόμουσο κοινό της μεσσηνιακής πρωτεύουσας θα έχει την ευκαιρία να ακούσει ένα εξαιρετικό ρεπερτόριο, πάνω στο οποίο διέπρεψε άλλωστε η Μαρία Κάλλας, όπως σημειώνουν και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.
Λίγες μέρες πριν από το γκαλά το «Θ» μίλησε με τους τρεις καταξιωμένους καλλιτέχνες και σήμερα σας παρουσιάζουμε τους κ.κ. Γιάννη Χριστόπουλο και Γιώργο Πέτρου, προκειμένου να μας μεταφέρουν στα σύγχρονα μονοπάτια της όπερας.
Γιάννης Χριστόπουλος«Στην Ελλάδα ο πολιτισμός από κοινωνικοποιημένος ιδρυματοποιήθηκε και δεν ξέρω κατά πόσο είναι για το καλό του»
-Είναι γνωστό ότι ξεκινήσατε τις σπουδές σας στη Βυζαντινή Μουσική, ενώ στη συνέχεια ακολουθήσατε το κλασικό τραγούδι. Ποιο ήταν το ερέθισμα ώστε να γίνει αυτή η εναλλαγή στην πορεία σας;
Η αλήθεια είναι ότι στην αλλαγή της πορείας μου συνέβαλαν η τύχη, η αγάπη μου για την τέχνη του ηθοποιού και η φιλότητα του περιβάλλοντός μου και ιδιαιτέρως του Νίκου Παπουτσόπουλου. Μάλλον ήταν να συμβεί και δόξα τω Θεώ συνέβη, είμαι ευγνώμων στη ζωή για αυτό.
-Τις επόμενες μέρες πρόκειται να επισκεφθείτε τη Μεσσηνία για να συμμετάσχετε στο “Opera Gala” που διοργανώνεται από το Σύλλογο των Φίλων της Μουσικής Καλαμάτας με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας. Θεωρείτε ότι για να «αγγίξει» ένας λυρικός τραγουδιστής τα επίπεδα της Κάλλας αρκεί το ταλέντο ή η συστηματική προσπάθεια είναι εκείνη που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στο δρόμο για την επιτυχία;
Η Μαρία Κάλλας ήταν ένα φαινόμενο. Ειλικρινώς δεν έχω τη δυνατότητα να πω πώς προσεγγίζει κανείς την υπόσταση ενός φαινομένου που όμως είναι άνθρωπος. Αναντιρρήτως, η τέχνη του λυρικού τραγουδιστή προϋποθέτει την ύπαρξη μεγάλου ταλέντου – φυσικού και πνευματικού -, το οποίο αν προικιστεί με την εργατικότητα, ολοκληρώνεται και αποκτά μια πληρότητα, η οποία είναι αξιοζήλευτη.
-Στη σύγχρονη Ελλάδα θεωρείτε ότι η κλασική μουσική έχει μεγαλύτερη απήχηση συγκριτικά με παλαιότερα ή εξακολουθεί να είναι εμφανές το χάσμα με άλλα ρεπερτόρια;
Το χάσμα με τα άλλα ρεπερτόρια δεν υφίσταται μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού στο λεγόμενο ανεπτυγμένο κόσμο. Και είναι και λογικό να συμβαίνει αυτό. Σε σχέση με το παρελθόν, αυτό που έχει βελτιωθεί στην πατρίδα μας είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό το είδος τέχνης, ακόμα και εάν δεν υπάρχουν πολλά αμιγώς λυρικά θέατρα. Έτσι, υπάρχει η δυνατότητα να έρθει πιο εύκολα σε επαφή με την όπερα και την κλασική μουσική ο κόσμος.
Αν και πρέπει να αναφέρω ότι η οικονομική κρίση επέφερε μια απότομη διακοπή στο ρυθμό που αναπτύσσονταν τα πράγματα. Δεν μπορεί να ξεχαστεί η τεράστια κρίση που πέρασε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η οποία το δοκίμασε υπαρξιακά, το κλείσιμο της Καμεράτας και της Ορχήστρας των Χρωμάτων, όπως και το κλείσιμο της Όπερας της Θεσσαλονίκης, καθώς ήρθε και η αναστολή σχεδιασμών που θα έδιναν ακόμα μεγαλύτερη ώθηση.
Ο πολιτισμός από κοινωνικοποιημένος ιδρυματοποιήθηκε και δεν ξέρω κατά πόσο είναι για το καλό του.
-Πόσο εύκολο είναι για ένα νέο μουσικό να ξεκινήσει και να αναπτύξει την καριέρα του στην όπερα εντός Ελλάδας; Θεωρείτε ότι πρέπει να δοθούν περαιτέρω κίνητρα στους καλλιτέχνες ως προς αυτή την κατεύθυνση;
Οι συνθήκες που βιώνει ένας νέος μουσικός είναι ακριβώς οι ίδιες, όπως ήταν πάντα. Αναλόγως του ταλέντου του και της ψυχικής δύναμης που πρέπει να διαθέτει ο νέος καλλιτέχνης για να αντεπεξέλθει των συνθηκών, οι οποίες είναι δύσκολες, όχι μόνο στην Ελλάδα. Το δυσάρεστο, αν θέλετε να σας πω την άποψή μου, είναι ότι η ξενομανία στη χώρα μας αντί να μειώνεται μεγαλώνει. Αυτό φρονώ ότι είναι ένας παράγοντας που δε βοηθά στην ανάδειξη των νέων.
-Πόσο εκτιμάτε ότι επηρεάζουν την κλασική παιδεία τα σχολεία σήμερα;
Έχω την αίσθηση ότι είναι βασική επιδίωξη του εκπαιδευτικού συστήματος να εγκαταλειφθεί η προσέγγιση με την κλασική παιδεία. Αργά, αλλά σταθερά, συμβαίνει αυτό. Αν ξεκινήσουμε από τις επιλογές σε ό,τι αφορά τη σχέση των παιδιών με τη γλώσσα, τις αποδομητικές πολιτικές σε θέματα ιστορικά, αλλά και αισθητικά. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα ο Βίκτορ Ντέιβιντ Χάνσον, με το βιβλίο του «Ποιος σκότωσε τον Όμηρο», έχει επισημάνει τη μεθοδολογία και την ιδεολογία πίσω από αυτήν την κατεύθυνση.
Πιστεύω ότι στην παρούσα φάση το ελληνικό κράτος είναι ο βασικός πολιορκητικός κλοιός της διάλυσης των πάντων σε ό,τι αφορά την ουσιαστική έννοια της παιδείας. Μόνο σαχλή συναισθηματικού περιεχομένου συνθηματολογία και πέραν αυτού καμία ουσία, πάρα μόνο πιθηκισμός αλλότριων εύηχων, ανούσιων εννοιών.
-Υπάρχει κάποιος θεατρικός ρόλος ή συνεργασία που θα θέλατε ιδανικά να έρθει τα επόμενα χρόνια;
Από καλλιτεχνικής απόψεως είμαι ευτυχής που μπόρεσα να υλοποιήσω τις καλλιτεχνικές μου φιλοδοξίες, σε βαθμό που όταν ξεκινούσα αναρωτιόμουν αν θα καταφέρω να βιώσω αυτό που προσδοκούσα. Δε θα σας κρύψω ότι μια καλλιτεχνική συνεργασία που θα ήθελα μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας μου να συμβεί, θα ήταν μια σύμπραξη με τον Ρένο Χαραλαμπίδη, με τον οποίο έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν. Μιλώ όμως για μια ολοκληρωμένη συνεργασία μαζί του, στο Θέατρο ή στον Κινηματογράφο, γιατί τον θεωρώ τον κορυφαίο σκηνοθέτη της γενιάς του. Η σύμπραξή μου με τον Ρένο θα ήταν για μένα μια καινούργια συγκίνηση, Καλλιτεχνική, αλλά και συναισθηματική.
«Πάντα υπήρχε ενδιαφέρον για την κλασική μουσική και την όπερα στην Ελλάδα, όμως είναι κρίμα που δεν υπάρχει η δυνατότητα για κάποιον μουσικόφιλο εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης να παρακολουθήσει κάποια παράσταση εύκολα», σημειώνει ο διεθνούς φήμης μαέστρος, Γιώργος Πέτρου
-Τα τελευταία χρόνια ηγείστε του Διεθνούς Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέντιγκεν, ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Πόσο δύσκολο είναι να συνδυάζετε την οργάνωση και επιμέλεια του μακροβιότερου φεστιβάλ κλασικής μουσικής παγκοσμίως με την ταυτόχρονη συμμετοχή σε αυτό;
Κοιτάξτε, το Φεστιβάλ είναι εποχιακό, αφού λειτουργεί κάθε χρόνο μέσα στο Μάιο, σε κινητές ημερομηνίες που έχουν σχέση με το Πάσχα. Αυτό σημαίνει ότι τον υπόλοιπο χρόνο εγώ μπορώ να δουλεύω μέσω διαδικτύου ή μέσω τηλεφώνου, και να κάνω δύο με τρεις ολιγοήμερες επισκέψεις το χρόνο στο Γκέντιγκεν για τα οργανωτικά, κάτι το οποίο δε μου απορροφά πάρα πολύ χρόνο. Φυσικά, σε ετήσια βάση μέχρι σήμερα, καθώς και για τα υπόλοιπα τρία χρόνια, μέχρι να λήξει η σύμβασή μου, από τον Απρίλιο μέχρι τα τέλη Μαΐου είμαι απασχολημένος στις παραγωγές του Φεστιβάλ.
-Έχετε αρκετές σημαντικές συνεργασίες μέχρι σήμερα στην καριέρα σας, καθώς και μια υποψηφιότητα για το Βραβείο Γκράμι (2017), που φανερώνουν ότι έχετε ήδη κατακτήσει αρκετές κορυφές σε μικρό χρονικό διάστημα. Θεωρείτε ότι έχετε θυσιάσει αρκετά πράγματα για να αφοσιωθείτε στην καριέρα σας σε αυτό το βαθμό, και ακόμα περισσότερα να συνεχίσετε στο ίδιο «μοτίβο»;
Σίγουρα θυσιάζεις πολλά πράγματα, γιατί η μουσική χρειάζεται ιδιαίτερη αφοσίωση, πολλή μελέτη, πολύ δυνατή προετοιμασία, πολύ ισχυρό υπόβαθρο σπουδών, αλλά και συνεχούς ενημέρωσης και εξέλιξης. Δεν ξέρω εάν έχω θυσιάσει κάτι που θα ήθελα να κάνω και δεν το έκανα λόγω της καριέρας μου, αυτό που ξέρω να σας πω σίγουρα είναι ότι συνεχίζω να δουλεύω σκληρά και να προσπαθώ κάθε φορά να μαθαίνω κάτι καινούργιο και να βελτιώνομαι συνέχεια.
-Άρα το κίνητρό σας για να συνεχίζετε ποιο θα λέγατε ότι είναι;
Θα έλεγα ότι είναι η αγάπη για την τέχνη και τη μουσική, η αγάπη για το θέατρο, και γενικότερα η αγάπη γι’ αυτό που κάνω και το οποίο δεν είναι ένα συνηθισμένο επάγγελμα, αλλά πάθος –όπως για όλους τους καλλιτέχνες θα έλεγα.
-Ένα μη συνηθισμένο επάγγελμα, αλλά και αρκετά απαιτητικό όμως, ιδιαίτερα όταν ασκείται και σε μια χώρα με τις συνθήκες όπως της Ελλάδας;
Ναι! Όμως, καλώς ή κακώς, δε δουλεύω πολύ στην Ελλάδα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, καθώς η κύρια δραστηριότητά μου είναι στο εξωτερικό. Αλλά πάντα χαίρομαι να γυρίζω στην Ελλάδα και να παρουσιάζω ένα μέρος της δουλειάς μου στη χώρα μου.
-Θεωρείτε ότι σήμερα έχει εξαπλωθεί περισσότερο η όπερα εγχώρια συγκριτικά με παλαιότερα χρόνια;
Θεωρώ ότι πάντα υπήρχε ενδιαφέρον για την κλασική μουσική και την όπερα στην Αθήνα, και γενικότερα στη χώρα μας. Το θέμα, όμως, είναι ότι δυστυχώς μόνο η Αθήνα και πολύ λιγότερο η Θεσσαλονίκη παρέχουν τη δυνατότητα στο κοινό να παρακολουθήσει παραστάσεις μουσικού θεάτρου και όπερας. Είναι κρίμα που στη χώρα μας δεν έχουμε τουλάχιστον τρία ή τέσσερα λυρικά θέατρα –πιο περιφερειακά. Δηλαδή, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και στην Τουρκία ακόμα, που έχει πολύ περισσότερα θέατρα από ό,τι έχουμε εμείς.
-Σε αυτό το πλαίσιο τι ρόλο έχει παίξει το γεγονός ότι δε δίνονται επαρκή κίνητρα στήριξης στους Έλληνες καλλιτέχνες από οικονομικής άποψης και υποδομών;
Αυτό είναι απόφαση πολιτική. Δεν είναι απόφαση που μπορεί να την πάρει ένας ιδιώτης και να ιδρύσει ένα ελληνικό θέατρο, μιας και το κόστος είναι αβάσταχτο. Προφανώς οι δικοί μας οι πολιτικοί έκριναν όλα τα χρόνια ότι δε χρειάζονται άλλα ελληνικά θέατρα, και δε χρειάζεται κάποιος μουσικόφιλος εκτός Αθήνας και Θεσσαλονίκης να μπορεί να παρακολουθήσει μια παράσταση όπερας. Εγώ θεωρώ ότι αυτό είναι πολύ κρίμα και αποτελεί ένα από τα γενικότερα προβλήματα «καλλιτεχνικού υδροκεφαλισμού» της χώρας μας.
Ακόμα και το γεγονός ότι δε στηρίζονται επαρκώς οικονομικά οι καλλιτέχνες είναι εξίσου σημαντικό, αφού δεν τους δίνεται η ώθηση να ξεκινήσουν, αλλά και να αναπτυχθούν τελικά. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί ένα λυρικό θέατρο, όπως είναι η Λυρική Σκηνή, δεν μπορεί να απορροφήσει όλους τους Έλληνες καλλιτέχνες, είναι αδύνατον.
Άλλωστε, αυτό που παρακολουθώ μέσα στα χρόνια είναι ότι όχι μόνο δεν υπάρχει στόχευση ενίσχυσης των καλλιτεχνών και της όπερας εγχώρια, αλλά αντιθέτως οι θεσμοί οι οποίοι είναι επιβεβαιωμένοι συνεχώς διατρέχουν έναν κίνδυνο για χαμηλότερες επιχορηγήσεις, δυσκολότερες συνθήκες και περικοπές, που είναι πολύ λυπηρό.
-Επιστρέφοντας στην καριέρα σας και τις επιρροές που έχετε δεχθεί κατά τη διάρκειά της, ποιους Έλληνες συνθέτες θα λέγατε ότι θαυμάζετε;
Κοιτάξτε, σίγουρα ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής μουσικής παραγωγής ανήκει στο 19ο αιώνα, το οποίο δυστυχώς αγνοούμε, κι εγώ χαίρομαι πάρα πολύ όταν παρουσιάζω έργα Ελλήνων συνθετών του 18ου αιώνα, όπως είναι ο Μάντζαρος, ο Καρρέρ, ο Σαμαράς.
Τώρα, όσον αφορά στη σύγχρονη μουσική παραγωγή, αυτή είναι θαυμάσια και είμαι ευγνώμων που έχουμε συνθέτες όπως ο Γιώργος Κουρουπός, ο Γιώργος Κουμεντάκης, και φυσικά συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Κυπουργός.
-Το επόμενο Σάββατο πρόκειται να βρεθείτε στην Καλαμάτα, εν όψει του “Opera Gala” που αφιερώνεται στα εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, με δύο γνώριμα πρόσωπα για εσάς, τη Χριστίνα Πουλίτση και τον Γιάννη Χριστόπουλο στο τραγούδι, ενώ θα διευθύνετε την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Πείτε μας λίγα λόγια για το τι πρόκειται να παρουσιάσετε…
Αρχικά να πω ότι μιας και ήμουν μουσικός διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ μέχρι πριν από δύο χρόνια, αυτή είναι η πρώτη μας συνεργασία έπειτα από την αποχώρησή μου, και χαίρομαι πάρα πολύ που επιστρέφω σε αυτή. Στην Καλαμάτα θα παρουσιάσουμε ένα θαυμάσιο λυρικό πρόγραμμα βασισμένο σε πολύ αγαπημένες άριες γύρω από το πεδίο της Μαρίας Κάλλας. Δηλαδή, ρομαντική όπερα του 19ου αιώνα, bel canto: το πεδίο στο οποίο η Κάλλας διέπρεψε. Ακόμα, θα παρουσιάσουμε δύο πολύ όμορφα ορχηστρικά αποσπάσματα από τις όπερες αυτές.
Της Χριστίνας Μανδρώνη
Πληροφορίες
“Opera Gala”, Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023, στις 20:00 | Μέγαρο Χορού Καλαμάτας
Προπώληση εισιτηρίων
Δευτέρα 6, Τρίτη 7, Τετάρτη 8, Πέμπτη 9 Νοεμβρίου
Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας