Αδιάπτωτο είναι το ενδιαφέρον που επιδεικνύει ο Ηρόδοτος σχετικά με περιστατικά, όπου η τελική αποκατάσταση της αυθεντίας της ηθικής εξουσίας συνδέεται άρρηκτα με την αμείλικτη διεκδίκηση της ανταπόδοσης (lex talionis) και το αναφαίρετο δικαίωμα του κολασμού κάθε είδους κακοποιίας.
Γνωστή είναι, άλλωστε, η συγκλονιστική ιστορία της φρικτής εκδίκησης του Ερμότιμου από τα Πήδασα, ο οποίος υπηρετούσε ως ευνούχος στην αυλή του Πέρση βασιλιά Ξέρξη. Αυτός, που έχαιρε της πλήρους εμπιστοσύνης του βάρβαρου ηγεμόνα, είχε υπάρξει κάποτε αιχμάλωτος, προτού αγοραστεί από τον αδίστακτο δουλέμπορο Πανιώνιο από τη Χίο. Επάγγελμα του τελευταίου ήταν η αγορά, ο ευνουχισμός και η μεταπώληση ευπαρουσίαστων νεαρών δούλων.
Παρά τη στέρηση του ανδρισμού του με εξευτελιστικό τρόπο, ο Ερμότιμος αποδείχτηκε τελικά τυχερός στο περσικό παλάτι, όταν με την πάροδο του χρόνου κατάφερε να αναδειχτεί ως ο κατεξοχήν ευνοούμενος από όλους τους βασιλικούς ευνούχους.
Ο Ηρόδοτος ειδικότερα δράττεται της ευκαιρίας να αναφερθεί στη φοβερή αντεκδίκηση του Ερμότιμου στο σημείο της διήγησής του, όπου ο ευνούχος αυτός αναλαμβάνει να συνοδεύσει μαζί με τη θαρραλέα Αρτεμισία κάποια νόθα παιδιά του Ξέρξη πίσω στην Έφεσο. Καθώς, λοιπόν, περιγράφει τις τελευταίες ώρες του Πέρση δυνάστη στην Ελλάδα και τις ανάλογες προετοιμασίες για την επιστροφή του στα Σούσα, μετά την πανωλεθρία του στρατού του, αποφασίζει να αναδείξει το περιστατικό της απροσδόκητης συνάντησης του Ερμότιμου με τον Πανιώνιο στον Αταρνέα της Μυσίας.
Ο Ερμότιμος απευθύνει ευγενική πρόσκληση στον πιο μισητό εχθρό του, έχοντας προφανώς ήδη συλλάβει εν ακαρεί το υποχθόνιο σχέδιο της επιβολής των αγριότατων αντιποίνων του για τον επαίσχυντο ευνουχισμό του (Θ 106.3-4, σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου): «Όταν ο Ερμότιμος τους πήρε κοντά του, είπε τα εξής στον Πανιώνιο: “Συ που έκανες περιουσία με το πιο ατιμωτικό επάγγελμα, τι κακό έκανα εγώ ή κανένας δικός μου σ’ εσένα ή σε κανένα δικό σου, ώστε από άντρας που ήμουνα να είμαι ένα μηδενικό; Νόμιζες ότι θα βρεις χάρη από τους θεούς. Αλλά τώρα, επειδή έκανες ανόσια πράγματα, η δικαιοσύνη τους σ’ έριξε στα χέρια μου και τίποτε δεν μπορείς να πεις για την τιμωρία που θα σου επιβάλω”.
Αφού τον έβρισε έτσι, έφερε τα παιδιά του Πανιωνίου μπροστά του και τον ανάγκασε να τα ευνουχίσει ο ίδιος. Ήταν τέσσερα και ο Πανιώνιος τα ευνούχισε. Όταν τελείωσε, τότε ο Ερμότιμος ανάγκασε τα παιδιά να ευνουχίσουν τον πατέρα. Έτσι εκδικήθηκε τον Πανιώνιο ο Ερμότιμος».
Αξιοσημείωτο είναι ότι, σύμφωνα με τα αποστάζοντα φαρμακερή ειρωνεία λόγια του Ερμότιμου, το φιλέκδικο πάθος του είναι απολύτως δικαιολογημένο, διότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο επουράνιο σχέδιο, το οποίο διασφαλίζει την αναπότρεπτη ανταπόδοση κάθε ανοσιουργήματος.
Σκόπιμο, ωστόσο, είναι να επισημάνουμε ότι στον Ηρόδοτο η διαίσθηση του καθήκοντος και η επικυριαρχία της ηθικής εξουσίας στα ανθρώπινα πράγματα αποκαλύπτονται με την ίδια ενάργεια σε περιπτώσεις, όπου ο κύκλος του αίματος διακόπτεται με την αποφασιστική παρέμβαση της συντεταγμένης πολιτείας, η οποία ακολούθως καθοσιώνει την αποκατάσταση της διασαλευμένης κοσμικής τάξης με την εγκαθίδρυση ιεροτελεστιών και άλλων αναμνηστικών ιερουργιών.
Χαρακτηριστική είναι η συναφής περίπτωση της απόπειρας ευνουχισμού τριακοσίων αγοριών προερχομένων από αριστοκρατικές οικογένειες της Κέρκυρας, τα οποία στάλθηκαν αιχμάλωτα από τον Περίανδρο, αιμοσταγή τύραννο της Κορίνθου, στον Αλυάττη, βασιλιά της Λυδίας, με απώτερο στόχο τη λήψη εκδίκησης για τον ανόσιο φόνο του γιου του Λυκόφρονα από τους Κερκυραίους (Γ 48.2-4, σε μετάφραση Άγγελου Βλάχου): «Τότε ο Περίανδρος του Κυψέλου είχε στείλει τριακόσια αγόρια, από τις πρώτες οικογένειες της Κέρκυρας, στον Αλυάττη για να τα ευνουχίσει. Όταν οι Κορίνθιοι που συνόδευαν τα παιδιά έφτασαν στην Σάμο, οι Σάμιοι πληροφορήθηκαν γιατί πήγαιναν τα παιδιά αυτά στις Σάρδεις, τα συμβούλεψαν να πάνε να καθίσουν ικέτες στο ιερό της Αρτέμιδος κι ύστερα δεν άφηναν τους Κορινθίους να αναγκάσουν τα παιδιά να φύγουν. Καθώς οι Κορίνθιοι δεν άφηναν να δίνουν τροφή στα παιδιά, οι Σάμιοι οργάνωσαν μια γιορτή που και σήμερα ακόμα έχουν. Σαν έπεφτε η νύχτα, όσο τα παιδιά ήταν ικέτες, οργάνωναν χορό από νέες κοπέλες και νέους και τους παρήγγειλαν να φέρνουν φαγώσιμα από σησάμι και μέλι, ώστε τα παιδιά της Κέρκυρας να τα κλέβουν και να τα τρώνε. Αυτό το εξακολούθησαν έως ότου οι Κορίνθιοι, που φύλαγαν τα παιδιά, έφυγαν. Τα παιδιά οι Σάμιοι τα πήγαν πίσω στην Κέρκυρα».
Μολονότι ο Περίανδρος προσέφυγε σε ομολογουμένως ειδεχθή αντίποινα, λαμβάνοντας βεβαίως αφορμή από τον άδικο χαμό του ίδιου του γιου του, η αναπάντεχη άφεση της ποινής, μέσα από την καθοριστική παρεμβολή των φιλεύσπλαγχνων κατοίκων της Σάμου, υποδηλώνει την αέναη δυνατότητα διαλλαγής των αντίπαλων μερών, χωρίς να πλήττονται ουδέ καθ’ υπόνοιαν η κοσμική ευταξία και ο ηθικός νόμος.
Εξυπακούεται ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική και δεν είναι άσχετη με την πραγματικότητα.
Του Ανδρέα Γ. Μαρκαντωνάτου
-Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και τακτικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού