Μια λαμπρά ιδέα του Διευθυντού του «Θάρρους» μ’ έφερε προχθές ως τα ατελιέ των Καλαματιανών ζωγράφων. Αυτοί οι άνθρωποι που λέτε είναι οι πιο ήσυχοι Καλαματιανοί…. Εργάζονται εκεί στα εργαστήριά τους απόκοσμα και απόμερα, με σοφή εγκαρτέρηση περιμένοντας ποιος ξέρει τι, ίσως την ανάπτυξη της αισθητικής των Καλαματιανών.
Ανθρώπους που ασχολούνται με τις καλές τέχνες έχουμε εδώ τους ζωγράφους τελειοφοίτους του Πολυτεχνείου, τον Ευστρατιάδην αριστούχον, τον Γιαννούκλαν και τον Τρίμην. Τον τελειόφοιτον Καράμπελαν, καθηγητήν των τεχνικών μαθημάτων και τον καλλιγράφον Ανδρέου.
Έχουμε ακόμα τους αυτοδίδακτους ζωγράφους, τον Μαυρόπουλο και το νέο Λαζαρή.
Οι Καλαματιανοί ζωγράφοι εργάζονται περισσότερο παραγωγικά – αγιογραφίες και παραδόσεις – παρά δημιουργικά. Αναγκαστικώς… Η ζωή τρέχει δίπλα και ζητά ό,τι δικαιούται από τα όντα που… έχουν την τιμήν να την κλείνουν μέσα τους και δεν κάνει εξαίρεση ούτε στους ζωγράφους. Μάλιστα, σε μια επαρχία όλοι οι καλλιτέχνες είναι αναγκασμένοι να κάνουν υποχωρήσεις. Και είναι πραγματικός ηρωισμός για τον Ευστρατιάδη λ.χ. ή για τον Τρίμη να καθηλώνεται σε μια επαρχία. Μα και μεγάλη τιμή για την πόλη μας που τους έχει σκλαβωμένους…
Αλλά όπως συμβαίνει, οι αληθινοί καλλιτέχνες, έχοντας έμβλημα: εργασία και σιωπή, σκέπτονται απολύτως εμπορικά και χάριν της τέχνης υπομένουν, χωρίς να καταβάλλουν καμμιά προσπάθεια δημιουργίας θορύβου γύρω από τ’ όνομά των και την τέχνη των, αν και θα ήταν επιβεβλημένον χάριν της τέχνης.
Γι’ αυτό και απευθυνόμενος στον πραγματικό καλλιτέχνη, του φωνάζω πως επιβάλλεται η ίδρυση μιας Σχολής Ζωγραφικής εδώ στην Καλαμάτα, την οποίαν ο τόπος και το κοινόν πρέπει και θα την εκτιμήσουν.
Ο γύρος που έκανα στους ζωγράφους ήταν κατά μοιραία σύμπτωση κατά ηλικία από τα κάτου προς τ’ απάνου. Δυστυχώς, δεν μπορώ να επεκταθώ και να γράψω ακριβώς τις συνεντεύξεις μου με τους σιωπηλούς τεχνίτες, γιατί η μεγάλη σιωπή που δείχνουν τόσον καιρό έγινε μονομιάς χείμαρρος και ξέσπασε σε καλλιτεχνική συζήτηση, σαν να ’θέλαν οι σεβαστοί μου να ξεσπάσουν σε μένα.
Κι επειδή δεν μπορώ με λεπτομέρειες να ειπώ τα λόγια που είπαμε, θα περιοριστώ στα συμπεράσματα που βγήκαν από τη συνομιλία μαζί τους.
Υπάρχει, λοιπόν, καλλιτεχνική κίνηση στην Καλαμάτα; Η απάντηση θάταν απογοητευτική. Ωστόσο, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους Καλαματιανούς πως δεν αγαπούν τη ζωγραφική, γιατί το γεγονός πως υπάρχουν δυο δημιουργοί – ζωγράφοι στην Καλαμάτα, ενώ σε άλλες επαρχιακές πόλεις, στην Τρίπολη λ.χ., δεν υπάρχει ούτε ένας, έστω και απλός εκτελεστής, κι ακόμα το ότι δεν υπάρχει σχεδόν σπίτι που να μην στέλνει το κορίτσι του να μάθη ζωγραφική έστω, μας φέρνουν στο ευχάριστο σημείο πως υπάρχει… διάθεσις αγάπης προς την εκλεκτή αυτή τέχνη.
Βέβαια, οι Καλαματιανοπούλες είναι απαιτητικές. Ξαναζωντανεύουν την ιστορία του ζωγράφου που επήρε εντολή να ποδέση το Χριστό με κόκκινα τσαρούχια…
Λέγαμε πως τα κορίτσια μας θέλουν σώνει και καλά να μπουν χωρίς σχέδιο στα… άδυτα της Τέχνης, στο φως και στο χρώμα, μέσα σε λίγους μήνες αντί ολίγων εκατονταδράχμων.
Πράγμα που είναι πολύ κακό. Γιατί, δεσποινίς; Ξέρω πως δεν πάτε για ζωγράφος ούτε για σπουδαία πράγματα, αλλά κι αυτό το λίγο θέλει… το λιγώτερο χρόνια!
Φταίει κι ο μπαμπάς σας βέβαια που δε σας αφήνει να κάνετε πολλούς μήνες μάθημα.
Ναι, μα να επιμείνετε. Και προ παντός, ν’ ακούτε το δάσκαλό σας που σίγουρα ξέρει τι θα σας διδάξει. Μη ζητάτε να μπήτε αμέσως στο χρώμα. Κάντε δυο τρεις μήνες τουλάχιστον σχέδιο… Και το χρώμα ύστερα. Θα ιδήτε πόσο θα ωφεληθείτε.
Ξέρετε ακόμα… αλλά βλέπω η συνομιλία με την ερασιτέχνιδα Καλαματιανοπούλα με τραβάει. Ας την αφήσω και ας επανέλθω…
Άσχετα, λοιπόν, αν οι μπαμπάδες θέλουν οι τρυφερές τους να μάθουν τη ζωγραφική από πραγματική εκτίμηση προς την τέχνη ή από υστεροβουλία να συμπληρώσουν τα προσόντα και να φέρουν τον προξενητή… στο ευχάριστο σημείο να διατυμπανίζει μεθαύριο: «Και μορφωμένη! Με το δείνα! Με το τάδε! Με ζωγραφική (;)». Άσχετα, λοιπόν, μ’ αυτό το αποτέλεσμα των μαθημάτων, όσο και να ειπής πάντα είναι ευεργετικό για την αισθητική: Μπορεί αύριο να διακρίνη ένα έργο από μία τσιγκογραφία ή ένα σοβατισμένο μουσαμά, να κάνει τη διάκριση και να φτάση στο συλλογισμό πως: Μια κι έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του κι επάτησε κι αυτός ή αυτή μπρος από έργα ζωγραφικής, είναι καλά που έρριξε περιφρονητική ματιά στα σαν τα φορέματα της τσιγγάνας πολύχρωμα και χτυπητά τερατουργήματα και επήγε στο ζωγράφο να αγοράσει δύο έργα της προκοπής, προ παντός χωρίς… παζάρια… να τα κρεμάσει… στο σαλόνι, να κυττάζει και να φχαριστιέται.
Παίρνοντας, λοιπόν, θάρρος κι οι ζωγράφοι μας που μένουν εδώ, θα δουλεύουν πρωτότυπα, θα μας ζωγραφίζουν, θα μας εκθέτουν και θ’ αγοράζουν και θα έχουν στο δωμάτιό τους – όσοι μπορούν – τις ωμορφιές της Μεσσηνίας, που δεν είναι ούτε λίγες ούτε από τις συνηθισμένες.
Ας ελπίσουμε λοιπόν πως θα βελτιωθή το καλλιτεχνικό συναίσθημά μας.
Άρχισα το γύρο από τον κ. Ευστρατιάδη. Τον ευρήκα σπίτι του κοντά στην Υπαπαντή – πως αλλοιώς; – με το πινέλλο και την παλέτα στο χέρι, σκυφτόν σε μια αγιογραφία: Είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα. Στο αντίκρισμά του αναθυμήθηκα τον Ιακωβίδη, το διευθυντή του Πολυτεχνείου μέχρι πέρυσι. Με υποδέχεται ευγενέστατα και με συστήνει στην κυρία του, τη γνωστή καλλιτέχνιδα του πιάνου κυρίαν Ευστρατιάδου.
Ομολογώ πως στο ευρύχωρο εκείνο ατελιέ με τη συντροφιά μιας πιανίστριας από το ένα μέρος και ενός ζωγράφου από το άλλο, ένοιωσα πως βρίσκομαι σε ένα ιερό τέχνης…
Στο άνετο εκείνο καλλιτεχνικό περιβάλλον η ψυχή μου ξεδιπλώθη. Ομολογώ πως δεν είχα πετύχει τέτοιο πράμα εδώ στην Καλαμάτα κι ούτε περίμενα να το βρω….
Και η συζήτηση έδωκε κι επήρε. Για τη ζωγραφική, για τη λογοτεχνία, για τη μουσική, για τη ζωγραφική κίνηση της Καλαμάτας.
Ένας πειρασμός όμως με εκρυφότρωγε να ιδώ καλά τα έργα, γιατί τα είχα στο πλάι και τα έβλεπα με τον κανθό του ματιού. Μα φαίνεται η επιθυμία μου έγινε αντιληπτή κι ο Ευστρατιάδης έσπευσε να μου δείξει τους πίνακες. Βλέπω, βλέπω και δε χορταίνω. Δύο γυμνά, κάμποσα nature morte και… κάμποσα πορτραίτα.
Ο κ. Ευστρατιάδης είναι κατ’ εξοχήν πορτραιτοπίστας – ανήκει στη χορεία των νατουραλιστών ζωγράφων (Γκύζης – Λύτρας κ.λπ.). (Οι νατουραλισταί επιδιώκουν την πιστή αντιγραφή της φύσεως χωρίς καμμιά παρέκκλιση στο σχέδιο ή το χρώμα). Με κρατεί βουβό ένα γυμνό εξαιρετικής τέχνης, για το οποίο το Πολυτεχνείο τον εβράβευσε δίνοντάς του και το πτυχίο του ζωγράφου με άριστα.
Ο πίνακας αυτός είναι ένα σώμα γυμνό ανδρικό με τα χέρια ψηλά πίσω, που θα μου επιτρέψη ο φίλος μου καλλιτέχνης να το ονομάζω «Ο Καθηλωμένος».
Το έργο αυτό προσδίδει όλα τα προσόντα του κ. Ευστρατιάδου, ακρίβεια στο σχέδιο και τη μεγάλη χρωστική ικανότητά του.
Από τις προσωπογραφίες διακρίνεται ένα πορτραίτο του ιδίου νεωτέρας ηλικίας – βραβευμένο κι αυτό σε διεθνή έκθεση που γινόταν εκλογή των έργων.
Ένα άλλο «Ο κοιμώμενος» και τέλος κορυφώνει την τέχνη του με άλλη του αυτοπροσωπεία της σημερινής ηλικίας του, στο οποίο ο υπέροχος συνδυασμός φωτός, χρώματος και τόνου βάνουν σε μοίρα παρόμοια έργα άλλων ζωγράφων.
Αναφέρουμε επίσης από τα nature morte «To καρπούζι» και «Tις φράουλες», απ’ τα οποία καταλαβαίνει κανείς την ανώτερη δημιουργική πνοή του καλλιτέχνου, που περιέχεται σε όλα του τα έργα ως και στην αγιογραφία ακόμη.
Ο κ. Ευστρατιάδης στις αγιογραφίες δουλεύει ριζοσπαστικά δίνοντας στις μορφές και προ παντός στο χρώμα μια ιδανικότητα.
Επήγα στην Υπαπαντή που την έχει διακοσμήσει. Στις αγιογραφίες αυτές ο κ. Ευστρατιάδης τρέποντας εις άτακτον φυγήν τους βυζαντινισμούς και τα «Αγιονορίτικα» έχει συγκαλέση τα αληθινά στοιχεία της τέχνης, φως – χρώμα – σχέδιο κι έχει δώσει μια προσωπική σφραγίδα υπέροχης και διαλεχτής τεχνοτροπίας, έτσι που καταντούν ατομικά δημιουργήματα.
«Οι Τρεις Ιεράρχαι» στο ιερό της Υπαπαντής και η «Ολιγοπιστία του Πέτρου» αριστερά καθώς μπαίνουμε. Πραγματικά η Καλαμάτα πρέπει να υπερηφανεύεται για έναν τέτοιο καλλιτέχνη.
Εγώ προσωπικώς δεν περίμενα στην καλλιτεχνική Σαχάρα της Καλαμάτας να ζη και να εργάζεται τόσο αθόρυβα… ένας τέτοιος καλλιτέχνης.
Του Γ. Αδαμόπουλου