«ΘΑΡΡΟΣ» 19 Φεβρουαρίου 1930: Οι νέοι που διδάσκονται τον εκφυλισμόν

«ΘΑΡΡΟΣ» 19 Φεβρουαρίου 1930: Οι νέοι που διδάσκονται τον εκφυλισμόν

-Η αλητεία και η επαιτεία

-Πώς οδηγούνται μοιραίως προς την καταστροφήν

-Η εγκληματική αδιαφορία των αρμοδίων

Μία τάξη ανθρώπων αρκετά επικίνδυνη για τη δημοσία ασφάλεια, η οποία ολονέν εξαπλώνεται, είναι και οι αλήτες. Η τάξη όμως αυτή δυστυχώς δεν πρόκειται ποτέ να εκλείψη από τη σφαίρα της γης, ούτε είναι δυνατόν να παταχθή, μολονότι εθεσπίσθησαν νόμοι και διατάγματα δια των οποίων επιβάλλεται η εξόντωσή της. Και τούτο, διότι το πνεύμα και το γράμμα των νόμων αυτών δεν συνταυτίζεται ίσως με το σημερινό «ανθρωπιστικό σύστημα».

Και εξηγούμαι: Πώς είναι δυνατόν, τίνος εκτελεστού των νόμων αυτών η ψυχή, η συνείδηση επιτρέπει να φερθή όχι ευσπλαχνικά προς τη μοιραία αυτή τάξη; Τίνος η ψυχή μένει αλύγιστη όταν ατενίζη τα ράκη αυτά της κοινωνίας που τόσο πολύ ετραγούδησαν τον πόνο τους ποιητές διεθνούς φήμης;

Πρέπει  να ’ναι κανείς ασυγκίνητος σαν γρανίτης για να κάμη κακό στους μοιραίους αυτούς ανθρώπους που οι περισσότεροι δεν εγνώρισαν γονείς, πατρίδα, που ζούνε εν πάση περιπτώσει στο περιθώριο της ζωής, εκτεθειμένοι και αποδιωγμένοι από μας, που καρτερικά και παθητικά σαν τον Ιώβ δέχονται αγόγγυστα τα βαριά και θανατικά χτυπήματα της μοίρας και πολλές φορές και της κοινωνίας.

Ο νέος ποιητής Ανθίας, που έζησε κι αυτός αλήτικη ζωή, σε ένα πολύ τολμηρό ποίημά του, αφιερωμένο στους αλήτες, λέει:

«Θαν’ ο βοριάς καλός γιατρός

[ω ναι ασφαλώς

και καν’ ενέσεις θανατίνης στο

[κορμί μου,

τα κόκαλά μου ροκανίζονται κι

[οι ορμοί μου

Θεέ τρισάγιε μην είμ’ αμαρτωλός;

Τρέμουν ακόμα δυο αλήτες στη

[γωνιά

μ’ αγάπη και λατρεία τους σιμώνω

ω, μας κυκλώνει και τους τρεις

[η παγωνιά,

Θέλω να σφίξω τη γροθιά, αλλά…

[κρυώνω».

Τίνος όμως η ψυχή είναι ευγενικιά και συμπονετικιά για να δώση νάματα φωτός στα δυστυχισμένα αυτά κορμιά, να τους βρη κάπου δουλειά, να τα ντύση, να τα διδάξη; Γι’ αυτό ακριβώς τα άπορα αυτά παιδιά που ένα χέρι προστατευτικό δεν βρέθηκε ακόμα να τα συμμαζέψη, σε ένα ίδρυμα όπου θα εδιδάσκοντο τον προορισμό του ανθρώπου και θα βγαίνανε μια μέρα άνδρες τέλειοι από κάθε άποψη για να προσφέρουν κι αυτοί κάτι καλό στην κοινωνία, απογοητεύονται, το ξεχείλισμα του πόνου των κορυφώνεται, διέξοδο δεν μπορούν να βρουν κι έτσι μοιραία γίνονται κλέφτες, διαρρήκται, φονείς, κακούργοι, για να ταράσσεται η Δημοσία Ασφάλεια, η λεγομένη ησυχία της Κοινωνίας.

Υποκινηταί, ηθικοί αυτουργοί της καταστροφής αυτών και τόσων άλλων που ζημιώνονται απ’ αυτούς, είναι αυτοί οι «μεγάλοι αρμόδιοι», αυτό τούτο το κράτος δια της εγκληματικής αδιαφορίας και ασυγκινησίας του…

Και δυστυχώς στην πόλη μας υπάρχουν πολλοί τον αριθμό αλητόπαιδες.

Αν μετά τα μεσάνυκτα τραβήξουμε προς την Παραλία κι ερευνήσουμε ανάμεσα από τα  εμπορεύματα μέσα στις μαούνες, κάτω από τους τροχούς του τραίνου, σε καρέκλες καφενείων, σε υπόστεγα, σε μπουκαπόρτες υπογείων, παρ’ όλο το κρύο που ροκανίζει τους αρμούς θα ανακαλύψουμε στράτευμα γαβριάδων αλητών, που τυλιγμένοι στα κουρέλια τους έχουν παραδοθή, ίσως και δυο μέρες με νηστικό στομάχι, στο μόνο καλό που τους απομένει: τον ύπνο.

Πού να περάσουν τις βραδυές τους; Καμμιά πόρτα δεν ανοίγει φιλόξενη να τους θερμάνη με μια σούπα, να τους δώση ένα στρωσίδι, κι ως έρθη η αυγή ζεσταμένοι από ένα πρωινό ρόφημα να πάνε στη δουλειά τους, οι πρώην αυτοί άνθρωποι, όπως κάνουν τόσοι άλλοι φτωχοί.

Κινδυνεύω ν’ αφήκω το ρόλο ενός αντικειμενικού παρατηρητού και ν’ αρχίσω κοινωνιολογίαν. Μα όπως να το πη κανείς, για έναν κοινωνικό ερευνητή, οι κοινωνικές αυτές καταστάσεις έχουν τόσο βαθειά τις ρίζες τους στην κοινωνιολογική έρευνα που, εκτός βέβαια της αδιαφορίας των αρμοδίων, ένα μεγάλο μέρος της αιτίας του κακού είναι η κακή διανομή της εργασίας και των αγαθών.

Οι αλήτες αυτοί για να ξεχάσουν τα δεινά σαν πιάσουν λίγα χρήματα τρέχουν να αυταπατηθούν πως ζουν κι αυτοί μια διαλεχτή ζωή σε καμμιά ταβέρνα, ή σε κανά χασισοποτείο της παραλίας, κι έτσι υποσκάπτουν τον οργανισμό τους, γίνονται ανίκανοι για δουλειά, γίνονται εξελικτικά επικίνδυνοι.

Αυτοί θα διδάξουν τους νεαρώτερους (από την ανθρώπινη αδυναμία να παρασέρνουν προς τον όλεθρο κι άλλους) κι έτσι η κοινωνική αυτή γάγγραινα διαιωνίζεται και μεγαλώνει. Και μόνον αυξομειώνεται αναλόγως της ικανότητος των αστυνομικών οργάνων. Ωστόσο δεν θεραπεύεται τελείως. Και γιατί; Θα ίδωμεν εις τα συμπεράσματα του τέλους της ερεύνης μας πώς θα μπορούσε να κατασταλή.

Η επαιτεία
Ορίστε τώρα και μια κοινωνική πληγή: η επαιτεία. Τι να γράψουμε όμως γι’ αυτή; Όπου δήποτε κι αν ευρίσκεται κανείς δεν μπορεί παρά να ακούη τις κατά παραγγελίαν ικεσίες και τα κλάμματα του επαίτη που μας εκλιπαρεί να τον ανακουφίσουμε. Μα τώρα τελευταία οι διακονιαραίοι αυτοί κατήντησαν «εκβιασταί». Δεν εννοούν να απομακρυνθούν αν δεν τους φιλοδωρήσης…

Και υπάρχουν στρατιές ολόκληρες απ’ αυτούς και αναπτύσσονται και πληθύνονται τόσο, ώστε πολύ να φοβάται κανείς ότι μπορεί κάποια μέρα να ιδρύσουν και οργάνωση! Να ζητήσουν και καμμιά αποζημίωση από το κράτος ως επαιτοπαθείς, επειδή δεν θα γίνη καλά το νταραβέρι!

Και να ξέρη κανείς ότι πολλοί από αυτούς έχουν διώροφα σπίτια, κτήματα, περιουσίες… Αλλά είπαμε, επάγγελμα κι αυτό! Και έχει τούτο το πλεονέκτημα: Ότι δεν πιστώνει κανέναν! Δεν μπορείς να πης σ’ έναν διακονιάρη: Στα χρωστάω! Σημείωσε…

Ας αφήσουμε όμως τους σαρκασμούς. Η επαιτεία πρέπει να εκλείψη για να εκλείψουν και τα καθημερινά μαρτύρια του κοσμάκη που θέλοντας και μη την συνδράμει. Νόμος υπάρχει, οι εκτελεσταί του γιατί βαρηκοούν; Η επαιτεία είναι η «μόνη τάξη» που λυμαίνεται την ανθρωπότητα κι αποτελεί μια παραφωνία, μίαν ανορθογραφία σε μια προοδευτική πόλη σαν την Καλαμάτα.

Στην πόλη μας η επαιτεία οργιάζει. Δεκάδες – δεκάδες διακονιαραίων εξ από τις εκκλησίες στους πολυσύχναστους δρόμους, στα στενοσόκακα ακόμα. Τελευταία στην Αθήνα, η επαιτεία οσημέραι εξασθενεί και τούτο χάρις στα καταβαλλόμενα μέτρα των αστυνομικών.

Οι επαίται περισυλλέγονται και οι ανήλικες απελαύνονται, οι δε ενήλικες τη επιβολή της Αστυνομίας τρέπονται σε διάφορα επαγγέλματα.

Το μέτρο αυτό πρέπει να ισχύση κι εδώ. Γιατί είναι κ’ η επαιτεία ένα κύμα τουλάχιστον μέσα στο πέλαγος του εκφυλισμού. Οι αστυνομικοί έχουν τον λόγο.

Περί επαιτείας
Όσα εγράψαμε παραπάνω είναι γνώμες και κρίσεις ανθρώπων που βλέπουν τα πράγματα πολύ – πολύ επιφανειακά. Είναι γνώμες του διπλανού μας σοβαροφανούς κυρίου και της διαβατικής καλοντυμένης και καλοφαγωμένης γοργονούλας, στις οποίες εκείνος που αναλαμβάνει τον ρόλο ενός κοινωνικού παρατηρητού δεν πρέπει να δώση απόλυτον σημασίαν γιατί στερούνται ολοτελώς βάθους.

Εύκολον είναι να λέμε «γιόμισαν οι δρόμοι επαίτας», οι επαίτες έχουν σπίτια και λεπτά στις τράπεζες, μα πολύ δύσκολο είναι όποιος δήποτε από μας να παίξη έστω και για ένα λεπτό τον άχαρο αυτό ρόλο του επαίτη.

Οι πρώην αυτοί άνθρωποι που τους βλέπουμε να μας απλώνουν το χέρι ικετευτικά έξω από τις εκκλησίες ή πάνω από τις γέφυρες του Νέδοντος, ή στα σκαλιά του Αγίου Νικολάου, ή μέσα στα καφενεία, ή στα μαγαζιά μας, που μας προκαλούν τις περισσότερες φορές το θυμό και πολύ λίγες τον οίκτο, δεν πιστεύω νάχη κανείς αντίρρηση πως κάποτε κι αυτοί είχαν «εγωισμό» κι αξιοπρέπεια και πως χρειάστηκε το χέρι ενός ολέθρου για να ξεπέσουν σιγά σιγά μέχρι του σημείου να στήσουν την άθλια σιλουέττα τους την κουρελοντυμένη σ’ ένα πολυσύχναστο μέρος της πόλεώς μας να μας ζητήσουν τον οίκτο.

Κανένας δεν θα ’θελε από τον άλλον κάτι, αν δεν τον πίεζε ο χαλύβδινος νόμος της αυτοσυντηρήσεως.

Μήπως θα ‘πρεπε να πεθάνουν όλοι αυτοί οι πτωχοί κουρελήδες, σακάτηδες, ξεπεσμένοι, που ποιος ξέρει πόσοι πατούντες πάνω στο πτώμα τους νάχουν δημιουργηθή, ξεφεύγοντες την τραγική μοίρα των σημερινών αυτών πτωμάτων που λέγονται επαίτες;

Έχω τη γνώμη πως για τους λίγους επαίτες κι αλήτες που υπάρχουν στην Καλαμάτα θα μπορούσε να βρεθή τρόπος σωτηρίας.

•Στο επόμενο φύλλο μας «Στα καμπαρέ, η χασισοποτία»

Του αρχισυντάκτου μας Γ. ΠΕΡΣΟΠΟΥΛΟΥ