Στην πιάτσα Λάσκαρη δύο αυτοκίνητα μεταφέρουν για του Κατσαρού. Ο Χαραλάμπης παίρνει 30 δραχμές, ο Δρούλιας 25. Επροτίμησα το δεύτερο για ευνόητους λόγους…
Οι Κατσαραίοι είναι όλοι παραδούχοι… Σταφίδα, σύκα, εληές… Αποβιβάζομαι στην πλατεία… Είχα την πρώτη εντύπωση πως οι δρόμοι είναι παραμελημένοι… Αλλά δεν εξεπλάγηκα και τόσο, γιατί… έτσι είναι όλοι οι δρόμοι της Μεγάλης Ελλάδος. Μα όταν είδα την πλατεία να διασχίζεται από λιόσμους, εξίνισα τα μούτρα. Στο φιλοπρόοδο Κατσαρού δεν πίστευα να βρω τέτοιες ανορθογραφίες. Μα πώς τόσο ενεργητικός πρόεδρος δεν φροντίζει ώστε οι λιόσμοι να χύνωνται στο μεγάλο ρέμα για να καθαρισθή η πλατεία;
Καφφενεία, μπακάλικα σωρό… και σωρό μέσα οι Κατσαραίοι παίζουν χαρτιά…
Το καλύτερο απ’ όλα του Καλογεράκη. Σα νέο που είναι με ετράβηξε. Στην αρχή ακώ χωρίς να μιλάω…
Η συζήτηση για το Σταφιδοαγροτικό Σωματείο τους, που ο πρόεδρος Ν. Αλεβίζος και ο σύμβουλος Αθαν. Αδαμόπουλος τον διευθύνουν σε δρόμους προόδου…
Η συζήτηση ύστερα μετετράπη σε κυνηγετική…. Κυνήγι, κυνηγοί περισσότεροι και κύνες ακόμα περισσότεροι.
Ερώτησα για το σχολείο. Μα παρ’ ότι έχει πολλούς Αμερικανούς, δεν έχουν ακόμη σχολείο… Η σχολική επιτροπή Τάτσης και Καρζής ας συντομέψουν τις ενέργειές τους.
Η εκκλησία μεγαλοπρεπής για χωριό ασχημίζεται με το ετοιμόρροπο κωδωνοστάσι. Πρέπει οπωσδήποτε να διορθωθή, άλλως κινδυνεύει ο μεγαλύτερος κυνηγός Αριστομένης Σιωράκης που αν είχε και καλά σκυλιά, δεν θα έμενε τσιροπούλι στην περιφέρεια. Κινδυνεύει ακόμα και το κουρείο του καλού Βούτσα.
Κι επειδή ο λόγος για κουρεία, δεν μπορώ να μην αναφέρω την «αμερικαίν» πολυθρόνα του Καρακίτσου, που την φιλοτέχνησεν ένας παράξενος καλλιτέχνης, ο «Μπλουμ», που δεν διστάζει να μπλουμουτσίσει σε όλες τις καλλιτεχνικές δουλειές.
Το Κατσαρού εργάζεται, μοχθεί, αλλά και διασκεδάζει. Έχει κι όλας έναν ιδεάτη: Το στρατηγό Δημήτριο Μαργαρίτη, που ονειροπολούσε να μπη ως Καίσαρ στην Πόλη… Αν τον βλέπατε με τη στολή του αξιωματικού που του επρομήθευσαν και με την γενειάδα του, θα τον παίρνατε σίγουρα για αληθινό στρατηγό.
Από τα πυρά που του ρίχνουν δεν υστερεί και ο αιδεσιμώτατος κουτσομπόλης.
Αν το κοινοτικό συμβούλιο συντονίσει λίγο τις ενέργειές του, με μια συνεργασία με τους Αμερικάνους, θα γίνη ένα από τα καλύτερα χωριά της Μεσσηνίας.
Με το αυτοκίνητο του Χαραλάμπη ξαναγύρισα στην Καλαμάτα. Οι Κατσαραίοι σαν φιλόξενοι που είναι δεν μ’ άφηκαν να ξοδέψω πεντάρα. Έτσι έφυγα τελείως ευχαριστημένος.
ΞΕΝΟΣ
ΚΑΛΑΜΑΙ – ΓΥΘΕΙΟΝ
«ΘΑΡΡΟΣ» 4 Απριλίου 1930
Πλησιάζουν μεσάνυχτα και το βαπόρι σαλπάρει. Ο πλοίαρχος επί της γεφύρας διευθύνει την έξοδον του πλοίου εκ του λιμένος και οι επιβάται επί του καταστρώματος απολαμβάνουν το θέαμα. Πραγματικώς τι ωραίο θέαμα!
Το φεγγάρι δειλά – δειλά προβάλλει στο στερέωμα και το φως του αντανακλά στην απέραντη θάλασσα, ήτις καίτοι αποτελεί το πλέον ακατάστατον στοιχείο της φύσεως, εν τούτοις είναι ήσυχη σαν λάδι. Η Καλαμάτα όσον προχωρούμε τόσον μικραίνει και τα φώτα της καθίστανται ασθενέστερα. Το παγερό αεράκι μάς δροσίζει και η εύπνοια μας κυριεύει. Μας είναι δύσκολον ν’ απαρνηθώμεν το μεγαλείον της φύσεως και διανυκτερεύομεν επί του καταστρώματος. Ο καπετάν Παύλος, όστις υποχρεούται να ευρίσκεται στη θέση του πάντοτε οσάκις το βαπόρι προσεγγίζει στα μικρολίμανα της Μάνης, έρχεται κάθε τόσο στη συντροφιά μας και μας διηγείται ανέκδοτα. Έτσι κυλάνε οι ώρες μας γοργά – γοργά κι ευχάριστα….
Αφού προσεγγίσαμε στη Σελίνιτσα, στο Λιμένα και στο Γερολιμένα, τρέχομεν ολοταχώς για τον Κότρωνα.
Η αυγή χαράζει, τ’ αστέρια σβύνουν και το φεγγάρι ίσα που διακρίνεται. Κάμπτομεν το Ταίναρον και εισερχόμεθα εις το Λακωνικόν κόλπον. Ο ήλιος τώρα πλέον θαμβωτικός απλώνεται και μας θερμαίνει.
Στας οκτώ ακριβώς ρίξαμε άγκυρα στο λιμάνι του Κότρωνος. Βάρκες πολλές μας πλησιάζουν κι επιβάται αρκετοί επιβιβάζονται. Πηγαίνουν οι καϋμένοι πρωί πρωί στο Γύθειον, άλλοι για μάρτυρες και άλλοι για ψώνια. Ο καπετάνιος νευριάζει, γιατί καθυστερεί η εκφόρτωσις των εμπορευμάτων και σφυρίζει αναχώρησιν. Το σφύριγμα αυτό μας εξύπνησε κάπως τα αίματα και μας έκαμε να ξεχάσουμε πως είμαστε ξενύχτηδες. Ύστερ’ από λίγα λεπτά εγκαταλείπομεν τον Κότρωνα και πλέομεν για το Γύθειον. Στας δέκα ακριβώς αγκυροβολούμεν στο σοβαρότερο λιμάνι της Λακωνικής.
Το Γύθειον, όπως είναι αμφιθεατρικώς χτισμένο, μοιάζει σαν μια μεγάλη πιατοθήκη, από μακρυά δε όταν το βλέπει κανείς νομίζει ότι τα σπίτια του είναι χτισμένα το ένα πάνω στ’ άλλο. Τα καινούρια σπίτια που κατασκευάσθησαν εσχάτως στην παραλία του έχουν πολλήν επιβλητικότητα και το στολίζουν αρκετά.
Η εγκατάστασις εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, ήτις έγινε προ διετίας, του έδωσαν αρκετήν ζωήν, συνέτεινε δε εις το ν’ αποκτήση και το Γύθειον μόνιμον κινηματογράφον, ως και διάφορα κοσμικά κέντρα. Όσοι θίασοι περάσουν από την Καλαμάτα, θα καταλήξουν τώρα πια κι εκεί.
Ο Προβελέγγιος με το θίασό του έδωσεν προ ημερών αρκετάς παραστάσεις, πρόκειται δε κατ’ αυτάς να μεταβή και ο θίασος Δράμαλη.
ΘΑΝΟΣ ΦΡΙΟΥΛΗΣ
ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟ
«ΘΑΡΡΟΣ» 27 Αυγούστου 1930
Και οποιοσδήποτε άλλος νάταν στη θέση μου – στοιχηματίζω – όσο κι αν βιαζότανε, όσο κι αν λόγοι μεγαλείτεροι της θελήσεώς του τον υπεχρέωνον, δεν μπορούσε παρά να ρίξει μια γλήγορη έστω ματιά γύρω στον προσφυγικό συνοικισμό της Δυτικής Παραλίας. Έπρεπε να μην έχει αίσθημα, να είναι ένας γρανίτης, ένα γομάρι, εκείνος που περνώντας απ’ εκεί θα προχωρούσε το βήμα του χωρίς την παραμικρή συγκίνηση να νοιώση μέσα του. Ε, μα δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι κάποιο συνηθισμένο τοπίο. Οι μαγείες του μας ξυπνάνε το αίσθημα, μας καθηλώνουν εκστατικούς…
Εδώ συνδυάζονται πολλά πράγματα, μα πάρα πολλά: Πρώτα πρώτα, αν φέρης τα βήματά σου στο Δυτικό Συνοικισμό την ώρα που το ολόγιομο φεγγάρι ρίχνει σπάταλα τις ακτίνες του πάνω στα τρισέκια και λούζει όλον εκείνο τον παραδείσιο χώρο, αφήσεις τη ματιά σου να τρυπώσει μέσα στις πυκνές φυλλωσιές των γιγαντιαίων δέντρων, αναπνεύσεις το μεθυστικό άρωμα των θαμώνων και ακούσεις κείνα τα χαριτωμένα σμυρνέικα τραγούδια που βγαίνουν από γραμμόφωνα ή από λάρυγγες ντερβίσηδων, δεν μπορεί παρά να τρέξης στο πλησιέστερο κέντρο, απ’ όπου θα είσαι σε θέση να απολαμβάνεις πιο καλλίτερα όλο το εξαίσιο αυτό θέαμα, να φέρης την παλάμη στο μάγουλο κι αφού στηρίξης τον αγκώνα στο τραπεζάκι και γύρης μονόπλευρα το κεφάλι, να αφήσεις το είναι σου να παραδοθή στο εκστατικό μεθύσι που αναγκαστικά σε υποβάλλει η ανείπωτη εκείνη μαγεία…
Αλλ’ ας μη ριψοκινδυνεύσωμε ρωμαντισμό… Νομίζετε πως τον ξέρετε το Δυτικό Συνοικισμό; Πάρτε τον κόπο να τον επισκεφθήτε ένα βραδάκι για να δήτε ότι απατάσθε. Δεν είναι τόσο η συμμετρία και η ομοιομορφία των νεοδμήτων σπιτιών, ούτε η παροιμιώδης καθαριότητα των δρομίσκων, οι δροσόλουστοι κήποι ούτε… ούτε… Εδώ είναι η διάθεσις των κατοίκων, το ξεφάντωμα, το αδιάπτωτο γλέντι, το κέφι…
Και για να συνδυάζονται όλα αυτά και για να υπάρχουν στην «ημερονυχτία» διάταξη, απαιτείται κινητήριος δύναμις, χρήμα! Δεν είν’ ετσι; Όχι, αγαπητοί, δεν είν’ έτσι!
Οι πρόσφυγες δεν ευτυχούν όπως εμείς- ας αφήσουμε κατά μέρος τις εξαιρέσεις. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να συναποκομίσουν απ’ τις πατρίδες τους… ψιχία. Δεν δημοκοπώ. Ξέρω και θέλω να πω τούτο: Ο πρόσφυγας είναι άνθρωπος του γλεντιού, αρέσκεται στην ευθυμία, έχει έμφυτη τη διάθεση στο κέφι, στο τραγούδι, στη χαρά. Είναι το προσωποποιημένο μεράκι, πρακτικώτατος άνθρωπος, ξέρει να ζη τη ζωή όπως του παρουσιάζεται, απέχει πολύ από τις μοιρολατρίες και μεμψιμοιρίες.
Δεν εγνώρισα τον πρόσφυγα στην Καλαμάτα. Ο ίδιος είναι και στα Νέα Μέρη, ο αυτός και στην πατρίδα του, από απόψεως διαθέσεως και ξεφαντώματος. Πλησιάστε έναν οιονδήποτε για να πιστεύσετε…
Όλοι μεις οι άλλοι, οι κατά συνθήκην λεγόμενοι γηγενείς, σαπίζουμε στην αθυρμία και στην μοιρολατρία. Όλα μας φταίνε. Η αρχική αιτία της καταστάσεώς μας αυτής, αναντίρρητα, είναι ο παγκόσμιος πόλεμος που μας επεσώρρευσε στη ράχη «χίλια – δυο» βάρη και μας έκανε την ζωή αφόρητη, γιατί από την κατάσταση αυτή εξεπήδησε η γενική παγκόσμια κρίσις, που είναι η άμεση πια αιτία της συμφοράς μας.
-«Το χρωστάω» είναι η μόνη λέξις που βγαίνει με πονεμένο παράπονο από το στόμα όλων μας. Αλλά το κακό είναι γενικό. Όλοι, ποιος λίγο, ποιος πολύ, έχουμε δανεικές υποχρεώσεις, ανάλογα με τη φερεγγυότητά μας. Πρέπει, λοιπόν, να πεθαίνωμε εξακολουθητικά, με τη σκέψη «πώς θα τα βολέψουμε, τι θα γίνουμε;».
Αυτά με συμβουλεύει ένα γεροπρόσφυγας, που εννοεί σώνει και καλά κάθε βράδυ να φοβερίζει τη μάνα κάποιας… που δεν εννοεί να ενδώσει στις αξιώσεις του:
-Αν δεν σου δωσ’ η μάνα σου σαράντα ομολογίες,
θα έμπω μεσ’ στο σπίτι σου
να κάμω φασαρίες»…
Το αληθές είναι ότι φασαρίες δεν γίνονται μέσα στο σπίτι «εκείνης»… μα γίνονται παρατράγουδα από την παρέα του, που αποτελείται από ασίκηδες νεαρούς, εκ των οποίων ο ένας παίζει «ούτι», ο άλλος κροταλίζει τις παλάμες κι ο τρίτος σέρνει το τσιφτετέλι…
Άλλη εύθυμη παρέα μέσα σ’ ένα θαυμάσιο κηπάκι και μεταξύ αθάνατης ρετσίνας και φρεσκοτηγανισμένων μπαρμπουνιών «με μουστάκι», διαπιστώνει, ως να είναι ένας άνθρωπος η Υφήλιος, εις υπόκρουσιν μανέ ότι:
«Τα βάσανα μ’ είναι πολλά
σαν του γυαλού την άμμο
αφού μου τάδωσε ο Θεός
τι ειμπορώ να κάμω»…
ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΟΥΛΙΟΣ