Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας σε ηλικία δεκαοκτώ ετών τη φοίτησή του στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ο Πέτρος Χατζόπουλος αντιλήφθηκε ότι η Ιατρική δεν ήταν το επάγγελμα με το οποίο θα καταπιανόταν στη διάρκεια της ζωής του.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, καθώς τα βήματά του τον οδήγησαν στη συγγραφή, ενώ έκτοτε καθιερώθηκε ως Αύγουστος Κορτώ.
Μέχρι σήμερα έχει γράψει αρκετά μυθιστορήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα και έχει μεταφράσει ξένη πεζογραφία, ενώ ξεχωριστή θέση στα παραπάνω κατέχουν τα παιδικά βιβλία που έχει εκδώσει ως σήμερα. Παρότι ο ίδιος αναφέρει ότι προτιμά να γράφει παιδικά βιβλία σπάνια, αφού θεωρεί τρομερά δύσκολο να αναμετρηθεί με το αεικίνητο μυαλό του σημερινού παιδιού, το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Το Πράσινο Αστέρι», έχει ήδη εξαιρετική απήχηση για τους συμβολισμούς του.
Με αφορμή το νέο του βιβλίο, λοιπόν, το οποίο πρόκειται να παρουσιάσει σήμερα, Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου, στις 7.00 το απόγευμα, στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, ο Αύγουστος Κορτώ μιλά στο «Θ» για αυτό, τη συγγραφή και πολλά ακόμα.
-Επιστρέφετε για μια ακόμη φορά στην Καλαμάτα για την παρουσίαση του νέου σας βιβλίου. Ποια η σχέση σας με την πόλη και το αναγνωστικό της κοινό;
Η Καλαμάτα, όπως και κάθε άλλη πόλη που έχω τη χαρά και την τιμή να επισκέπτομαι, μου δείχνει ένα άλλο πρόσωπο της Ελλάδας. Μετά τόσα χρόνια παρουσιάσεων έχω αποκτήσει αγαπημένους φίλους, που μου μιλούν για τις χαρές αλλά και για τα παράπονά τους, για το γεγονός ότι οι πόλεις της επαρχίας ένεκα ολιγωρίας – άλλοτε κρατικής κι άλλοτε δημοτικής – βιώνουν προβλήματα που σπάνια φτάνουν στα μέσα: μικρές επιχειρήσεις κι ελευθεροεπαγγελματίες αγωνίζονται να επιβιώσουν. Κι ωστόσο, παρά τα βάσανα και τα άγχη τους, οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει στις περιοδείες των βιβλίων μου με έχουν περιβάλει με τρομερή τρυφερότητα, και μου έχουν δείξει ένα πρόσωπο των μικρότερων πόλεων που αγνοούσα: την αίσθηση της σφιχτοδεμένης κοινότητας, όπου ένα αίσθημα παρόμοιο με της συγγένειας ενώνει τους κατοίκους. Αυτό το φιλόξενο κλίμα κάνει κάθε μου ταξίδι στην Ελλάδα αναπάντεχο δώρο.
-Το νέο σας μυθιστόρημα αφορά σε μια γλυκόπικρη ιστορία, στην οποία, όμως, κυριαρχούν η ελπίδα, η νοσταλγία και η παιδική αθωότητα. Πώς οδηγηθήκατε στη συγγραφή του;
Το «Πράσινο αστέρι» με βρήκε σαν επιφοίτηση – μου ήρθε μονομιάς, έτοιμο, θαρρείς απ’ το πουθενά. Βεβαίως, επειδή τίποτα δε γεννιέται από το τίποτα, προφανώς και το βιβλίο – η θεματολογία του, οι χαρακτήρες, η πλοκή, οι συμβολισμοί κι οι αλληγορίες – προϋπήρχε εντός μου, και περίμενε να γεννηθεί. Οπότε αφέθηκα στην επιτακτική ανάγκη της γραφής του – και μόνον αφότου τελείωσε κατάλαβα τι είχα γράψει, και γιατί.
-Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας που ξεδιπλώνεται στο «Πράσινο Αστέρι» είναι η Μοκοσάντα. Θα λέγατε ότι έχετε κοινά χαρακτηριστικά με την ηρωίδα σας;
Είμαστε κι οι δύο μοναχοπαίδια, τέκνα της απώλειας και της πεθυμιάς, και στην περιπλάνησή μας αποκτούμε φίλους που μας γύρεψαν πρώτοι. Εκεί παύουν οι ομοιότητες: η Μοκοσάντα είναι πολύ πιο άφοβη και μεγαλόψυχη από μένα.
-Ποια προσωπική σας ανάγκη θεωρείτε ότι εξυπηρετείται μέσω της συγγραφής;
Όπως όλοι οι συγγραφείς, αφουγκράζομαι διαρκώς τον μέσα και τον έξω κόσμο, κι ορισμένες από τις ιστορίες που προκύπτουν από αυτή την ακρόαση απαιτούν να γραφτούν. Είναι, όντως, ανάγκη: έγινα σχεδόν ολόκληρος γράφοντας, κι αν σταματούσα, θα έμενα λειψός.
-Σε τι θεωρείτε ότι διαφοροποιούνται τα σημερινά παιδικά αναγνώσματα από ό,τι παλιότερα;
Τα σημερινά παιδιά είναι πιο ευφυή κι απαιτητικά απ’ ό,τι ήμασταν εμείς στην ηλικία τους. Θέλουν να τα συνεπάρεις, να τα μαγέψεις, να τα καθηλώσεις, διότι έχουν μύρια άλλα ερεθίσματα. Γι’ αυτό γράφω παιδικά βιβλία τόσο σπάνια: είναι τρομερά δύσκολο να αναμετρηθώ με το αεικίνητο μυαλό του σημερινού παιδιού.
-Ποιοι οι συγγραφικοί σας στόχοι για τη συνέχεια;
Έχω κάμποσα βιβλία στο συρτάρι, αν και δεν ξέρω ποια θα εκδοθούν. Είναι κάνα-δυο που θέλω να μοιραστώ, αλλά με το καθημερινό γράψιμο προκύπτουν συνεχώς νέες ιστορίες, και συχνά ξεχνάω τις παλιότερες.
Της Χριστίνας Μανδρώνη