«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Ιουνίου 1931: Σκίτσα από το αυτόφωρο

«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Ιουνίου 1931: Σκίτσα από το αυτόφωρο

Υπό του υπ’ αριθμ. 15 χωροφύλακος προσάγονται εις το αυτόφωρον δύο νέοι αψόγου εμφανίσεως και αποπνέοντες αμφότεροι οριγκάν. Ο Πταισματοδίκης αεριζόμενος νευρικώτατα δι’ ενός εξωφύλλου δικογραφίας, διατάσσει τον χωροφύλακα να καταγγείλη.

-Οι κύριοι αυτοί, κ. πταισματοδίκη,  αλληλοεγρονθοκοπούντο προ μιας περίπου ώρας εις την αγοράν, προκαλέσαντες ούτω κοσμοσυρροήν και διαταράξαντες την κοινήν ησυχίαν.

-Και διατί ήλθον εις χείρας; ερωτά ο Πταισματοδίκης.

-Αυτό δεν το γνωρίζω, άλλως τε δεν μας ενδιαφέρει. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι…

-Σιωπή… διατάσσει ο Πταισματοδίκης, μεθ’ ο καλεί τον έναν εκ των κατηγορουμένων τον οποίον και ερωτά:

-Διατί, κύριε, αντηλλάξατε με τον κύριον γρόνθους εν μέσαις πλατείαις; Κρίμα που φαίνεσθε και πεπολιτισμένοι άνθρωποι.

-Παρακαλώ… κ. Πταισματοδίκη… πρόκειται περί του εξής: Καθώς διηρχόμην την αγοράν ήλθον αντιμέτωπος με τον κύριον, ο οποίος αίφνης με χαιρετά βγάνοντας την ντρίτσαν του εδαφιαίως… Εγώ δεν τον γνωρίζω παντάπασιν και φυσικόν ήτο να του ζητήσω εξηγήσεις διατί με χαιρετά.

-Αρκεί… διακόπτει ο Πταισματοδίκης. Δεν μου λέτε σεις, κύριε, είναι αλήθεια ότι δεν γνωρίζετε παντάπασιν τον κύριον απ’ εδώ;

-Κύριε Πταισματοδίκη, ενόμισα πως ήτο κάποιος γνωστός μου. Άλλως τε ο χαιρετισμός είναι λεπτότης. Αλλά ο κύριος αυτός αμόρφωτος ων ηθέλησε, ευθύς ως τον εχαιρέτισα, να χειροδικήση εναντίον μου. Εντεύθεν λοιπόν…

Ο κώδων του Πταισματοδίκη θέτει τέρμα εις τας απολογίας και τα χείλη του… επιβάλλον εις αμφοτέρους 50δραχμον πρόστιμον.

Ο εις εκ των κατηγορουμένων – ο εκ παρεξηγήσεως χαιρετήσαν τον συγκατηγορούμενόν του – εξάγει το ποσόν του προστίμου, το καταθέτει εις την έδραν του Πταισματοδίκη, μεθ’ ο απερχόμενος και μειδιών σαρδονικά προς τον τελευταίον αποκαλύπτεται μεγαλοπρεπέστατα…


ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
ΕΝΕΚΑ ΤΑ ΜΠΑΙΝ – ΜΙΞΤ
«ΘΑΡΡΟΣ» 25 Ιουνίου 1931
Το Αυτόφωρον απησχόλησε προ ημερών μια αρκετά ευτράπελος υπόθεσις αναγομένη κατά το ήμισυ εις την αρχαιότητα και κατά το έτερον ήμισυ εις τον συγχρονισμόν.

Προσάγονται ως κατηγορούμενοι μία γραία υπερεβδομηκοντούτις και εις νεαρός Δον Ζουάν.

Ο μηνυτής χωροφύλαξ καταγγέλλει:

-Η γρηά με τον κύριον, κ. Πταισματοδίκη, ήλθον εις χείρας κάτω στην ακροθαλασσιά προκαλέσαντες τον πανικόν των λουομένων.

Ο Πταισματοδίκης καλεί τον νέον να απολογηθή:

– Έκανα το θαλάσσιόν μου λουτρόν, κ. Πταισματοδίκη, όπως όλος ο κόσμος… Όταν επιπίπτει εναντίον μου η συγκατηγορουμένη μου γρηά και αρχίζει να με γδέρνη με τα νύχια της.

-Γιατί; ερωτά συνοφρυωμένος ο δικαστικός λειτουργός.

-Ούτε ξέρω, κ. Πταισματοδίκη.

Ο τελευταίος κατέρυθρος καλεί την γραίαν προς απολογίαν.

-Γιατί εγκραντζούνισες τον κύριο;

-Μονάχα ξενύχιασμα ήθελε ο βρωμερός ή σκότωμα; Ακούς εκεί τους μασκαράδες να έρχωνται να κολυμπάνε μαζί με τις γυναίκες! Ακούς εκεί να μην κοκκινίζουνε… ακούς εκεί ντροπές!

Ο Πταισματοδίκης όμως, συγχρονισμένος άνθρωπος, απήλλαξε τον νεαρόν και ετιμώρησε δια 50δραχμου προστίμου την γραίαν. Η τελευταία αυτή λέγεται ότι εξερχομένη της αιθούσης του Πταισματοδικείου εμούντζωσε τους πάντας…

ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ


ΤΟ ΟΖΟΝ ΨΑΡΙ
«ΘΑΡΡΟΣ» 2 Ιουλίου 1931
Το Αυτόφωρον Πταισματοδικείον, παρ’ όλον τον υπερβολικόν καύσωνα, τους λίβας και τας θερμοκρασίας των τελευταίων ημερών, εξακολουθεί ηρέμως τας συνεδριάσεις του, μη αισθανόμενον παντάπασιν την επίδρασιν της ζέστης καθόσον η αίθουσά του μεταβάλλεται καθημερινώς εις έκτακτον ψυγείον εκ των καθημερινών καλαμπουρίων και λογοπαιγνίων των κατηγορουμένων και του δικαστικού προσωπικού.

Προσάγεται υπό τινός χωροφύλακος εις ιχθυοπώλης κρατών εις τας χείρας τεράστιον ιχθύν όζοντα. Η αίθουσα αναδίδει αποπνικτικάς αναθυμιάσεις προερχομένας από τον αποσυντεθειμένον ιχθύν.

Ο Πταισματοδίκης σπεύδει να καλύψη δια του ρινομάκτρου του την ρίνα του – καθώς και το ακροατήριον.

-Δια ποίον λόγον, φίλε μου, θέλεις να δηλητηριάσης τον κόσμο; ερωτά ο Πταισματοδίκης τον ρυπαρόν και άθλιον ιχθυοπώλην.

-Δεν εδηλητηρίασα κανέναν, κ. Εισαγγελέα!

Ο Πταισματοδίκης φαίνεται δελεασθείς από την… απροσδόκτητον προαγωγή του:

-Δηλαδή… αυτό το ψάρι, χριστιανέ μου, δεν το τρώνε ούτε οι γάτες… Εννοείς;

-Ίσως, κ. Εισαγγελέα, να μην το τρώνε οι γάτες, όμως το τρώνε οι άνθρωποι. Ξέρετε, κύριε Εισαγγελέα, ότι τώρα με τις ζέστες δεν διατηρούνται τα πράγματα… κρύα… Φτωχός άνθρωπος είμαι… να το πετάξω; Αν το βαστάει η συνείδησίς σας, ορίστε να το πετάξω.

-Αυτός, κ. Πταισματοδίκη, είναι κατεργάρος, επεμβαίνει απρόσκλητος ο χωροφύλαξ.

-Εσένα δεν σου μίλησε κανείς, κύριε… νωματάρχη… και να με συμπαθάς.

-Άστα αυτά, ρε φίλε, και δεν μ’ αρέσουνε εμένα οι προαγωγές.

-Σκασμός! διατάσσει ο Πταισματοδίκης. Το ψάρι να καταστραφή ευθύς αμέσως και να υποβληθή μήνυσις εις τον κατηγορούμενον, ο οποίος ειμπορεί τώρα να απέρχεται.

-Και το ψάρι ποίος θα το καταστρέψει, κ. Πταισματοδίκη; ερωτά ο κατηγορούμενος απερχόμενος της αιθούσης.

-Ο χωροφύλαξ.

-Μα θα το φάη, κ. Εισαγγελέα.

-Ας το φάη… πήγαινε απ’ εδώ γρήγορα… και μας έσκασες με τη βρώμα που κρατάς!

Λέγεται ότι μήνυσις δεν υπεβλήθη, αλλ’ ότι το μεσημέρι εις κάποιαν λουκάνταν εφωράθησαν ξεκοκαλίζοντες το ψάρι ο χωροφύλαξ και ο ιχθυοπώλης και άδοντες σαν καλοί φίλοι διάφορα πεταχτά άσματα εν κραιπάλη μέθης διατελούντες. Ακόμη ήκουσαν μερικοί τον ιχθυοπώλην λέγοντας προς αστυνομικόν όργανον:

– Άντε ρε μπάτσο… έδωσες πήρες… μου τώφαγες το ψάρι!

ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ


ΑΙ ΟΖΟΥΣΑΙ ΚΑΛΤΣΑΙ, Ο ΣΤΙΛΒΩΤΗΣ, Ο ΑΨΟΓΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΤΑΡΑΞΙΣ…
«ΘΑΡΡΟΣ» 7 Ιουλίου 1931
Εις το Αυτόφωρον εξεδικάσθη προ ημερών μία πρωτότυπος όσον και ευθυμοτάτη υπόθεσις. Προσάγονται ενώπιον αυτού εις στιλβωτής και εις νεαρός κατά το φαινόμενον άψογος. Ο Πταισματοδίκης διατάσσει τον χωροφύλακα να κάμη την κατάθεσίν του:

-Αυτοί εδώ, κύριε Πταισματοδίκη, αντήλλαξαν γρόνθους και χαστούκια εντός του στιλβωτηρίου και ούτω επροκάλεσαν συρροήν κόσμου. Συνέλαβα, λοιπόν και τους δύο και τους έφερα ενώπιόν σας δια να καταδικασθούν επί διαταράξει της κοινής ησυχίας.

Ο Πταισματοδίκης καλεί τον νεαρόν άψογον και τον επιπλήττει:

-Δεν είναι κατάστασις αυτή, κύριε, να διαπληκτίζεσθε εις κεντρικόν μέρος και να αναστατώνετε τον κόσμον. Αλλά πήτε μου, διατί όλος αυτός ο θόρυβος, διατί εφιλονικήσατε;

-Αυτός ο άθλιος στιλβωτής επροκάλεσε τον θόρυβον, κ. Πταισματοδίκη. Εμπήκα σήμερα στο στιλβωτήριό του να γυαλίσω τα υποδήματά μου. Αυτός μόλις έφερε τις βούρτσες του επί των υποδημάτων μου εσούφρωσε τα μούτρα του εις ένδειξιν αποστροφής και ταυτοχρόνως έκλεισε το μάτι εις παρακαθήμενόν μου κύριον, ο οποίος εξεκαρδίσθη στα γέλια εις βάρος μου.

-Διατί;

-Δεν γνωρίζω.

Ο προϊστάμενος του Αυτοφώρου καλεί τον στιλβωτήν εις απολογίαν και τον ερωτά:

-Διατί εγελάσατε εις βάρος του κυρίου σεις και ο παρακαθήμενός του;

-Κύριε Πταισματοδίκη, αν ήταν άλλος στη θέση μου, θα εφέρετο κάπως χειρότερα. Δηλαδή… εμύριζαν οι κάλτσες του… Έβγαναν μια τερατώδη δυσοσμίαν που ετάραζε τα σπάργανα της μύτης. Εγώ… ευγενής δεν είπα τίποτε… φαίνεται όμως ότι και ο παρακαθήμενός του… ωσφράνθη το γεγονός και εμειδίασε. Είναι ψεύδος ότι εγώ του έκλεισα το μάτι.

Ο Πταισματοδίκης συνοφρυούται.

-Έλα εδώ, κύριε, λέγει εις τον νεαρόν. Είναι αληθές ότι μυρίζουν οι κάλτσες σας;

Εις το σημείον τούτο το ακροατήριον εκσπά εις ακρατήτους γέλωτας τόσον ώστε ο Πταισματοδίκης αναγκάζεται να κρούση δαιμονιωδώς τον κώδωνα δια να επαναφέρη την τάξιν. Μέσα εις τον προκληθέντα θόρυβον ακούονται ασθενικαί φωναί προερχόμεναι από το ακροατήριον:

«Σηκώστε τα μπατζάκια του κυρίου για να βεβαιωθήτε…».

Τα πράγματα όμως απέδειξαν ότι ο Πταισματοδίκης δεν ικανοποίησε την περιέργειαν του ακροατηρίου, αλλά μετ’ ολίγον επέβαλεν εις τον νεαρόν κύριον 50δραχμον πρόστιμον. Εδέχθη ότι ο νεαρός δεν είχε να καταβάλη το πρόστιμον, δι’ ο και ενεκλείσθη εις το κρατητήριον.

Και το αναιδές ακροατήριον που αντελήφθη το πράγμα ηκούσθη λέγον δια μιας φωνής. «Μα αν είχε, αυτός 50δραχμο θα αγόραζε κάλτσες…!».

ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ


ΕΙΣ ΤΟ ΤΡΑΜ
-Η παρενόχλησις
-Ένεκα ο συνωστισμός…
«ΘΑΡΡΟΣ» 14 Ιουλίου 1931
Εις το Αυτόφωρον εξεδικάσθη προχθές μία υπόθεσις αναγομένη εις λόγους αρκετά βαρυσημάντους, τους οποίους οι αναγνώσται της παρούσης στήλης θα πρέπει να τους εννοήσουν προσέχοντες τόσον την απολογίαν του κατηγορουμένου όσον και την κατάθεσιν της μηνυτρίας.

Προσάγονται ενώπιον του Πταισματοδίκη ο Γ.Ν. νέος κομψός, θελκτικός και γλυκύτατος τον οποίον οιαδήποτε ντεμουαζέλλα θα επόθη να τον κατακτήση, πλην της μηνυτρίας Ε.Β., νέας ευειδούς, ευστέρνου οπωσούν, εκπλάγλου ωραιότητος, η οποία αν δεν είναι, τουλάχιστον προσεποιήθη εις την ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεσίν της την μίσανδρον.

-Τι έκαμεν αυτός ο νεανίας, ερωτά τον χωροφύλακα ο Πρόεδρος, απομάσσων δια του ρινομάκτρου του τους θρόμβους του ιδρώτος οίτινες περιέλουον το μέτωπόν του.

-Αυτός, κ. Πρόεδρε, καταθέτει ο χωροφύλαξ, παρηνόχλει εις το Τραμ την δεσποινίδα υπό τα όμματα εμού και αρκετών συνεπιβατών του, οίτινες εξεκαρδίσθησαν εις τα γέλοια.

-Τι είδους παρενοχλήσεις έκαμεν;

Και ο κ. Πταισματοδίκης αφαιρών τον λόγον από το όργανον της τάξεως καλεί την Ε.Β. να καταγγείλη τα καθέκαστα:

-Ερχόμουνα, κ. Πταισματοδίκη, από την Ντουάνα με το Τροχιοδρομικόν όχημα το οποίον ήτο πλήρες. Συνεπεία τούτου ορθοστατούσα. Οπισθέν μου ευρίσκετο ο αισχρός αυτός κύριος ο οποίος καθ’ όλην την διαδρομήν με… (ενταύθα η μηνύτρια χαμηλώνει τους οφθαλμούς και την κεφαλήν εις ένδειξιν ντροπής).

Ο κ. Πταισματοδίκης ανταλλάσσει αστραπιαίον βλέμμα μετά του έχοντος διαστέλλει τρομερά τους οφθαλμούς δημοσίου κατηγόρου. Μεθ’ ό διευθετών τα εμπροσθέν του έγγραφα και τον… εαυτόν του εις το κάθισμα συμβουλεύει την μηνύτριαν:

-Μην ντρέπεσθε, μαμζέλ, προχωρείτε… δεν σημαίνει.

-Πώς δεν σημαίνει, κ. Πταισματοδίκη… απαντά εκείνη αφήνουσα να ρεύση εκ των οφθαλμών εν τέταρτον δακρύου! Αι τρίχες της κεφαλής του Πταισματοδίκη ανορθούνται:

-Έλα εδώ, κατηγορούμενε. Διατί παρενοχλούσατε την δα κατά τρόπον ανήθικον;

-Ανήθικον! Προς Θεού, κ. Πταισματοδίκη, διαμαρτύρεται ο Γ.Ν. Δεν ειμπορούσα να κινηθώ απ’ τον συνωστισμό… Η κατάρα τα έφερε έτσι. Αν είσαστε σεις στη θέση μου…

-Σκασμός, αισχρέ! κραυγάζει ο Πταισματοδίκης και μετά ταύτα εξαντλεί όλην την αυστηρότητα της δικαιοδοσίας του τόσον ως προς την κράτησιν όσον και ως προς το πρόστιμον κατά του κατηγορουμένου, ο οποίος εξερχόμενος της αιθούσης του Πταισματοδικείου, συνοδεία χωροφύλακος τραυλίζει: «Μωρέ, όχι ένα μήνα, αλλά ένα χρόνο στα κάτεργα… εθυσίαζα για να βρεθώ άλλη μια φορά με την μηνύτριά μου στην ίδια θέση…».

ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ