Όλοι οι Καλαματιανοί τον γνωρίζετε και όμως δεν ειμπορεί να… τον φαντασθήτε. Έχει εκδηλώση με όλην την ψυχή του πως είναι φανατικός Απολλωνίτης. Η ηλικία του κυμαίνεται μεταξύ των 28-30 ετών, είναι έγγαμος και πατήρ τριών νομίζω τέκνων και μετέρχεται το επάγγελμα του υποδηματοποιού. Εκείνος που θα πη ενάντια για τον Απόλλωνα πρέπει κατά την φράσει του «να έχη βαρεθή τη ζωή του».
Κάποτε με παρεκάλεσαν δύο φίλοι να… τον ακούσω. Πήγαμε στο γήπεδο όπου ο Απόλλων θα συνηντάτο με κάποιαν άλλη ομάδα. Καθώς καταλαβαίνετε, μπορεί ο Μάρτης να λείπη από την Σαρακοστή, αλλ’ όχι όμως και ο ήρως μας από καμμίαν συνάντησιν του Απόλλωνος. Τον βρήκαμε, λοιπόν, στο γήπεδο περικυκλωμένον από πολλούς και διαφόρους φιλάθλους. Είχε πάρει την καλλίτερη θέση και είχε τον μικρό γυιό του στηρίξει στα γόνατά του. Ευθύς με την έναρξιν του αγώνος, ο γυιός του άρχισε τα κλάμματα. Ο γεννήτωρ εστενοχωρήθη υπερβολικά και για να τον ξεγελάση έβγαλε από την τσέπη τεμάχιον λαμπριάτικης κουλούρας και του την έσπρωξε με βία στο στόμα του λέγοντας:
- Φάε και πάψε, ανάθεμα τσοι γονέοι σου…
Οι Απολλωνίται επί ένα τέταρτο χάνουν έδαφος. Φυσικό, λοιπόν, να τρέμη σύγκορμος ο φίλος. Σε μια στιγμή ο παίκτης Καμπούρης λακτίζει την μπάλλα, αλλά και ο φιλαπολλωνίτης μαγνητισμένος τσινάει τον δίπλα του. Άλλος Απολλωνίτης χάνει μια κεφαλιά, αλλά ο ήρως μας δεν έχασε τη δική του, η οποία βρήκε τον γυιό του στον σβέρκο. Ο μικρός βάζει τις φωνές. Αυθωρεί ο πατέρας του, χωρίς να τον κυττάζη καν βγάζει έτερον τεμάχιον κουλούρας και τη σπρώχνει στο στόμα του κλαίοντος. Αντίπαλος των Απολλωνιτών σουτάρει γερά και η μπάλλα απειλεί τέρμα. Ο Ιωαννίδης όμως κάνει ωραίαν λαβήν και ο ήρως μας όμως ωραιοτέραν, άσχετα αν για μπάλλα συνέλαβε με βία και ορμή την κεφαλήν του γυιού του, ο οποίος χαλάει κόσμο με τα κλαψίματά του.
- Πάψε… που να’μπη ο διάολος μέσα σου… μ’ έκαμες ρεντίκουλο! – και ταυτοχρόνως… εκάτερον τεμάχιον κουλούρας κλείει το στόμα του μικρού.
Ήθελα να’ξερα ενδιαφέρεται ο φίλος τόσο και για τη δουλειά του;
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
O ΠΑΝΤΕΛΗΣ Ο ΚΟΥΛΟΥΡΑΤΖΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 15 Ιουλίου 1931
Τον θυμάσθε τον Παντελή τον κουλουροπώλη; Ρίξτε τη μνήμη σας δέκα – δεκαπέντε χρόνια πίσω και αναπολήστε την εποχήν εκείνην των μαθητικών χρόνων. Θα τον δήτε μπροστά σας μεσήλικον, κοντόπαχον, με την σεβαστή γενειάδα του… και τον «νταβλά» στημένον στο προαύλιον του σχολείου όπου εμείς – παιδιά τότε – ετρέχαμε γεμάτα χαρά και ενθουσιασμό… Θυμάμαι την λαρυγγώδη και συρτή φωνή του που αντηχούσε γύρω στο προαύλιο και τους δρόμους της Καλαμάτας.
- Εδώ το ζεστό
- Πάρτε κουλούρια φρέσκα.
Και τρέχαμε με την πεντάρα στα χέρια να ψωνίσωμε ένα κουλούρι…
Τον θυμάσθε τότε; Όλος χαρά και αγαλλίαση και αστεία και ομιλία ήταν ο καϋμένος. Καμμιά ρυτίδα γεροντική, παρ’ όλα τα χρόνια του δεν μαστίγωνε το πρόσωπό του και κανένα ίχνος μελαγχολίας ή πόνου διεγράφετο στο ολοστρόγγυλο εκείνο πρόσωπο.
Πόσο εσκιρτούσαμε βλέποντάς τον να έρχεται σεινάμενος και κουνάμενος, με το γέλιο πάντα στα χείλη ο καϋμένος ο τίμιος βιοπαλαιστής!
Τον είδα προχθές και τον λυπήθη η καρδιά μου – όπως λυπείται και κλαίει κανείς βλέποντας να εκπίπτη κάθε παρελθόν μεγαλείον… Στηριγμένος σε ένα παληόραβδο, ένα χούφταλο, ένα άθλιο κορμί που το περιζώνουν τριμμένα και άπλητα ρούχα οι άκρες των οποίων καταλήγουν σε κρόσια. Καμπουριασμένος, με την πολιάδα γενειάδα του, το γεμάτο βαθειές ρυτίδες πρόσωπο, τα τσακισμένα μάτια… σιγοβαδίζοντας στηριγμένος στο ραβδί του… Ένα ελαφρό φύσημα αέρος λες και είναι ικανό να συμπαρασύρη το πονεμένο και πολύ παιδεμένο εκείνο κουφάρι. Μακάρι να ήταν πεθαμένος. Μακάρι να μην τον έβλεπα:
- Τι γίνεσαι μπάρμπα Παντελή;
Εγύρισε με πολύν κόπο το κεφάλι, επήρε ανάσα και μου έτεινε το χέρι.
- Σε χαιρετώ παιδί μου… ποιος είσαι του λόγου σου;
- Τι απέγινε ο νταβλάς σου; Τον ερώτησα, αφού προηγουμένως του είπα κάτι άλλο παρά την ταυτότητά μου. Αφήκε να του ξεφύγη ένα βαθύς αναστεναγμός που τράνταξε τα στήθη του.
- Δεν ειμπορώ παιδί μου… εγέρασα… άλλως τε δεν ψωνίζει ο κόσμος κουλούρια από έναν βρωμιάρη σαν και μένα. Βγήκαν τώρα κάτι άλλοι νέοι και καθαροί κουλουρητζήδες, που τους προτιμάει ο σημερινός κόσμος. Άλλως τε… άλλως τε τώρα και τα κουλούρια… γέρασαν όπως κι εγώ και στη θέση που έπαιρναν βρίσκονται κάτι άλλα «προσμπούκια» μοντέρνα, καθαρά – όπως λένε τουλάχιστον – κάτι άλλα φαγώσιμα πράγματα για πρωινό βούτηγμα ή «κολατσό»… Και ο κόσμος τα προτιμάει… ο κόσμος είναι σήμερα μοντέρνος, παιδί μου… Κύτταξε γύρω σου… όλα άλλαξαν.
Μπάρμπα – Παντελή, πίστεψέ με πως μου σπάραξε την καρδιά. Είσαι ένας ασυναίσθητος σοφός κοινωνιολόγος γέρος. Φτωχέ μπάρμπα – Παντελή… γιατί να πιάσω κουβέντα μαζί σου… και γιατί να αρνηθής μια χειρονομία μου που δεν την έκαμα από εγωισμό, ή από επίδειξη;
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΡΩΗΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΝΥΝ ΕΜΠΟΡΟΣ ΨΙΛΙΚΩΝ«ΘΑΡΡΟΣ» 19 Ιουλίου 1931
Λαμβάνω την τιμήν να σας παρουσιάσω τον «κύριον» Παναγιώτην, νέον, ευήλιον, ευάερον, οπωσούν… αποκρουστικόν και περισσότερον… φλύαρον. Αν ο κύριος Παναγιώτης τέως άεργος και τρομερός διώκτης των κοριτσιών, μετ’ ολίγον ερωτευμένος με… σκιάς, κατόπιν τυπογράφος και ήδη έμπορος ψιλικών.
Η εφημερίς αυτή είχε την… ευτυχίαν προ μηνών να τον συμπεριλαμβάνη μεταξύ του εργατικού προσωπικού της. Μεταξύ των άλλων αρετών αι οποίαι κοσμούν την πολυσύνθετον αυτήν ύπαρξιν, είναι και… το ουσιαστικόν, κατά την λαϊκήν έκφρασιν «κόφτρα», ήγουν διαχυτικώτατος, μελιστάλακτος, υποτακτικός και προ παντός προθυμότατος…
- Παναγιώτη, σε παρακαλώ πάρε μου ένα πακέτο τσιγάρα.
- Αμέσως κυρ Γιώργη μου!
Εν ριπή οφθαλμού τα τσιγάρα εκομίζοντο.
- Ευχαριστώ Παναγιώτη, στο γάμο σου.
Ο άθλιος κατασυνεκινείτο επί τω ακούσματι της ευχής αυτής.
- Παρομοίως κυρ Γιώργη μου… θέλετε τίποτε άλλο;
- Θέλω να με αφήσεις ήσυχον τώρα.
Αλλά ο κυρ Παναγιώτης – παρέλειψα 25ετής την ηλικίαν – τυγχάνει ολίγον τι τεμπέλης. Η τυπογραφία δεν του άρεσε, ή μάλλον ήθελε να πάρη, μαθητευόμενος «ων», το εξ 100 δραχμών ημερομίσθιον που παίρνουν οι «καλοί» τυπογράφοι – πράγμα που δεν… τώφαγε. Γι’ αυτό και μίαν ωραίαν πρωίαν το εργατικό προσωπικό ήλθε και μου ανήγγειλε την απουσίαν του ήρωός μας. Μετά παρέλευσιν εβδομάδος ενεφανίσθη ως κομήτης προφασισθείς ασθένειαν. Εσυγχωρήθη. Μετά 10 ημέρας ο Παναγιώτης βαράει κανόνι τριήμερον. Και πάλιν εσυγχωρήθη. Μετά μίαν εβδομάδα… το βιολί του. Έκαμε να μας επισκεφθή μήνα… μετά την πάροδον του οποίου έκαμε την εμφάνισίν του μεγαλοπρεπέστατα, φορών υποκάμισον αλά – Μπάυρον, ντρίτσαν σπουδαίων, λινά υποδήματα της στιγμής κ.λπ. – πράγμα δια πρώτην φοράν… βαρύνοντα το σαρκίον του Παναγιώτη.
- Καλημέρα κυρ Γιώργη μου!
- Σαν τα μάραθα!…
- … Δεν ήλθα για δουλειά…
- Μη γίνεται συζήτησις περί αυτού… μωρ’ εσύ σαι μούρλια Παναγιώτη… που τα πολεμάς;
- Είμαι έμπορος ψιλικών! Και εγιόμισε το στόμα του από… στόμφον… και εγούρλωσε τα μάτια και εκορδώθη σαν ινδιάνος λες και ανέλαβε τουλάχιστον την Διεύθυνσιν του Υπουργείου των Εξωτερικών.
Εν τω μεταξύ – ας του κάμομε και μιαν ρεκλάμα – οι επιθυμούντες να τον γνωρίσουν, ας κάμουν έναν περίπατον έως την Παραλίαν, όπου ο φίλος έχει στήσει το κινητόν κατάστημά του.
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
Ο ΜΠΑΡΜΠΑΣΤΑΥΡΟΣ Ο ΑΜΑΝΕΤΖΗΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 22 Ιουλίου 1931
Ο Μπαρμπασταύρος ή το θεραπευτήριον μελαγχολίας όπως τον απεκάλουν οι ξενύχτηδες γλεντζέδες και μερακλήδες Καλαματιανοί.
Εκείνοι που ένοιωθαν βαθειά, μέσα τους, τους ήχους που έβγαιναν από τις χορδές της μανδόλας του, έχω την γνώμην ότι θα αισθάνθηκαν με πολλήν οδύνην την εξαφάνισή του. Ο μπαρμπασταύρος, ο πρόσφυξ μερακλής με το σαμπαΐ, τις γκαλάτες, τα σαρκί, τα ραστ και τους άλλους ανατολίτικους μανέδες που έβγαιναν από το μέγα λαρίγγι του συνοδευόμενοι από τους παθητικούς τόνους της μανδόλας του δεν υπάρχει πια, αν όχι στον κόσμο, τουλάχιστον στην Καλαμάτα. Τι έγινε ο παθιασμένος αμανετζής; Μυστήριον. Γεγονός είναι ότι ο καλλιτέχνης αυτός δεν βρίσκεται στην Καλαμάτα. Οι μπυραρίες που τον εδέχοντο κάθε βράδυ με ανοιχτές αγκάλες δεν τον βλέπουν πια. Πόσοι και πόσοι δεν διεσκέδασαν θλίψι την οδύνη, την θλίψι, την μελαγχολία τους ακούοντας την πλημμυρισμένη πάθος, τέχνη και μέταλλο φωνή και τις γλυκύτατες «πενιές» του ταλαίπωρου πρόσφυγα; Δεν τον εγνωρίσατε; Δεν διστάζω να σας πω πως είσθε ευτυχείς. Γιατί αν τον εγνωρίζατε θα χύνατε δάκρυα πικρά «επί τη απωλεία» του περιπλανωμένου αυτού καλλιτέχνου, της φωνής και του οργάνου. Γιατί ο μπαρμπασταύρος ό,τι έπαιζε στη μανδόλα του και ό,τι τραγουδούσε έβγαινεν από την ψυχή του. Ήταν το βραχνοσπάραγμα ενός αισθαντικού και μεγάλου καλλιτέχνου που η μοίρα τον κατεδίκασε να περιτρέχη τα διανυκτερεύοντα κέντρα για να προσπορισθή τα προς το ζην, πουλώντας εκείνο που λέγεται ψυχή και αίσθημα…
Στοιχηματίζω ότι επήγε από μαράζι. Προ τριμήνου τον είδα στην οδόν Αριστομένους… επαιτούντα! Ένα σκέλεθρο σωστό, ένα φάντασμα… Ο μπαρμπασταύρος, το μεγαλείον, η ποίησις προσωποποιημένη, το μεγάλο και ανώτερο… κατήντησεν επαίτης.
Έτσι, ατυχώς είναι η ζωή.
- Πώς έτσι μπαρμπασταύρο – απετόλμησα αδιάκριτα. Τα μάτια του εθόλωσαν… έσκυψε το κεφάλι και με τα στεγνά και μαραμένα εκείνα χείλη από τα οποία άλλοτε εκρέμονταν όλοι όσοι τον εγνώρισαν, παρεπονέθη:
- Η ζωή είναι ένας τροχός, που όλο γυρίζει. Ποτέ ο άνθρωπος δεν είναι ισόβια ευτυχής. Ακμή και παρακμή… Ποιος ακούει τώρα τους μανέδες και τα ρεμπέτικα και τα μπουζούκια… κύτταξε γύρω σου ορχήστρες…. Μανδολίνα, πιάνα, φωνόγραφα… θα ρθη όμως μια μέρα που θα ‘χουν κι αυτά παρακμάσει…
Καϋμένε μπαρμπασταύρο… ελαφρό να ‘ναι το χώμα που ασφαλώς σε σκεπάζει…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ