Ενώπιον του Πταισματοδικείου προσάγεται υπό βλοσυρού χωροφύλακος νέος ευειδής και ευπαρουσίαστος και έτερος κύριος φαλακρός, προγάστωρ και πεντηκοντούτης.
Ο πρόεδρος διευθετών τον εαυτόν του εις το κάθισμα ερωτά τον έναν κατηγορούμενον:
-Είναι αλήθεια, κατηγορούμενε, ότι χθες «μεταμεσονυκτίοις ώραις» διετάραξες την νυκτερινήν ησυχίαν του κυρίου άδων υπό τα παράθυρα της οικίας του την «Ριρίκαν» και ακομπανικάρων με κιθάραν;
-Μάλιστα, κύριε πρόεδρε.
-Και έχετε την τόλμην να ανομολογήτε την πράξιν σας;
-Είμαι φιλαλήθης προ παντός, κύριε πρόεδρε. Και σεις νομίζω στα νειάτα σας…
Ο προεδρικός κώδων σείεται δαιμονιωδώς:
-Σκασμός, αυθάδη! Που δεν εσεβάσθης παντάπασιν την νυκτερινήν ησυχίαν του κυρίου, την οποίαν ο νόμος σέβεται και προφυλάσσει.
Ο παριστάμενος προγάστωρ κύριος παρεμβαίνει αυθαιρέτως:
-Και όχι μόνον αυτό, κύριε πρόεδρε, αλλά με ηπείλησεν ότι θα μου δώση και την μασέλαν εις τας χείρας μου.
Ο πρόεδρος κρούων και πάλιν ζωηρώς τον κώδωνα διατάσσει σιωπήν. Μεθ’ ο αποτεινόμενος προς τον χωροφύλακα ερωτά:
-Δεν μου λέτε, χωροφύλαξ: Ηκούσατε σεις να υβρίζη ο κατηγορούμενος τον κύριον απ’ εδώ;
-Δεν άκουσα τίποτε, κ. πρόεδρε. Είδα μονάχα και τους δύο να αλληλοβρίζονται χυδαιότατα και να προκαλούν κοσμοσυρροή κατά παράβασιν…
Ο πρόεδρος ανταλλάσσων βλέμμα συνεννοήσεως μετά του δημοσίου κατηγόρου διακόπτει τον χωροφύλακα:
-Σιωπή… τα περαιτέρω είναι της αρμοδιότητος της ιδικής μου.
Ακολούθως αποτεινόμενος προς τον φαλακρόν κύριον τον ερωτά:
-Και σεις τι επράξατε όταν ηκούετε τα άσματα και την κιθάραν;
-Παρεκάλεσα, κ. πρόεδρε, τον κύριον να παύση, αλλ’ αυτός όχι μόνον δεν έπαυσε, αλλά ήρχισε και να με εξυβρίζη.
-Έλα εδώ, νεαρέ. Πρόσεξε του λοιπού να σέβεσαι την ησυχίαν των άλλων. Προς το παρόν καταδικάζεσαι εις εκατοντάδραχμον πρόστιμον. Πήγαινε…
Μερίς του ακροατηρίου βεβαιοί ότι ήκουσε τον καταδικασθέντα σιγοψιθυρίζοντα όταν εξήρχετο της αιθούσης: «Αμ’ από σένα πάλι θα ξεφλουδίσω το κατοστάρικο, βρε σαπιοκοιλιά. Ας είναι καλά η αισθηματική ερωμένη μου κόρη σου».
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
AΛΛΗΛΟΕΞΥΒΡΙΣΙΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 16 Ιουνίου 1931
Το Αυτόφωρον αδιαφορούν τελείως δια τα λαμβάνοντα χώραν εν τη πολιτική σκηνή του τόπου, δια το δημιουργηθέν επεισόδιον μεταξύ Βενιζέλου – Καφαντάρη κ.λπ., συνεχίζει ηρέμως και κανονικώς τας συνεδριάσεις του.
Υπό τινός χωροφύλακος προσάγεται νέος καλλιεπής, αψόγου εξωτερικού.
-Τι έκαμεν αυτός; ερωτά ο πρόεδρος ωθών προς τα ενδότερα του ακρομάνικού του την καταπεπτωκυίαν μανικέτταν του.
-Αυτός, κ. πρόεδρε, διεπληκτίσθη με την κυρίαν απ’ εδώ εντός του υπ’ αριθμ. 6 τροχιοδρομικού οχήματος ευρισκομένου εν κινήσει. Δεν γνωρίζω τον λόγο της φιλονικείας των. Ξέρω μόνον ότι αλληλοβρίσθησαν και επροκάλεσαν αναστάτωσιν του επιβαίνοντος κόσμου.
-Τι συνέβη, κατηγορούμενε; ερωτά ο κ. πρόεδρος.
-Εκαθήμην, κ. πρόεδρε, στο όχημα όταν εις μίαν στιγμήν εισέρχεται η κυρία απ’ εδώ, η οποία είχε την αξίωσιν να της παραχωρήσω την θέση μου επειδή το όχημα ήτο πλήρες. Εγώ θα το έκανα βέβαια αυτό καθ’ ο λεπτός εξ ιδιοσυγκρασίας, αλλά…
-Δεν μας ενδιαφέρει η λεπτότης σας… προχωρείτε…
-Έστω! Αλλά πονώ στο πόδι. Λοιπόν η κυρία επέταξε έναν ήκιστα προβλητικόν πόντον: «Τι γαϊδουριά… να μη παραχωρούνε οι αναίσθητοι τας θέσεις των στις γυναίκες» και συγχρόνως με προέβλεψε κεραυνοβόλως…
-Ψέμματα, κύριε πρόεδρε… διακόπτει η κυρία. Με είπε Καπνικαρέα και φάλαινα…
-Διαμαρτύρομαι εντόνως, κ. πρόεδρε, διότι…
-Ο προεδρικός κώδων ηχεί φρενιτιωδώς προσπαθών να επαναφέρη την τάξιν.
-Είσαι ψεύτρα, κυρία μου.
-Είσαι μασκαράς… αχρείος… αδιάκριτος.
-Είσαι ιπποπόταμος, μαντάμ…
Οι οφθαλμοί του προέδρου πετούν φωτιές και ο κώδων του σείεται δαιμονιωδώς.
Μετά παρέλευσιν λεπτών της ώρας ο πρόεδρος επιβάλλει εις αμφοτέρους 50δραχμον πρόστιμον.
Ο νεαρός εξερχόμενος της αιθούσης πλησιάζει την συγκατηγορουμένην του και της ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Είσαι Καπνικαρέα και στραβοκάνα»…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
ΕΠΙ ΠΑΡΑΒΑΣΕΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΣ
«ΘΑΡΡΟΣ» 17 Ιουνίου 1931
Εις το Αυτόφωρον εκδικάζονται αρκετά ευτράπελοι, εύθυμοι και πρωτότυποι υποθέσεις. Μία εξ αυτών εξεδικάσθη προ ημερών. Κατηγορούμενος εις σωφέρ, επί παραβάσει της περί κυκλοφορίας των οχημάτων αστυνομικής διατάξεως.
Ο πταισματοδίκης καλεί τον μηνυτήν χωροφύλακα και τον ερωτά:
-Τι έκαμεν αυτός ο σωφέρ;
-Αυτός, κ. πταισματοδίκη, δεν συνεμμορφώθη προς δοθείσαν διαταγήν μου.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή να: Κατήρχετο με το αυτοκίνητόν του την οδόν Αριστομένους με ιλιγγιώδη ταχύτητα και επειδή ο νόμος απαγορεύει τούτο τον διέταξα να σταματήση, ειδοποιήσας αυτόν δι’ ανατάσεως της χειρός.
Ο κ. πταισματοδίκης συνοφρυούται:
-Έλα εδώ, κατηγορούμενε – διατάσσει και προσατενίζει τον ατυχή σωφέρ κεραυνοβόλως.
-Είναι αλήθεια αυτά που καταγγέλλει ο χωροφύλαξ;
-Όχι, κ. δικαστή.
-Πώς όχι;
-Απλούστατα πρόκειται περί παρεξηγήσεως.
-Δεν σε εννοώ.
-Ούτ’ εγώ κ. δικαστή.
-Σκασμός, αυθάδη… απολογήσου.
-Δηλαδή, θέλω να πω ότι με τον κύριον χωροφύλακα είμαστε κολλέγηδες.
-Τι εστί «κολλέγηδες»;
-Εννοώ φίλοι.
-Δεν με ενδιαφέρει.
-Ενδιαφέρει εμένα, κύριε δικαστή, και ακριβώς αυτή η λεπτομέρεια με έφερεν εις το εδώλιον το κατηγορουμένου. Λοιπόν που λες, κ. δικαστή, είμαστε φίλοι – δηλαδή όχι με σας…
Ο προεδρικός κώδων ηχεί δαιμονιωδώς.
-Προχώρει στην ουσία και άφησε τις ευφυολογίες, γιατί… (ο κ. πταισματοδίκης κατάπιε τα περαιτέρω).
-Κύριε δικαστή: Με τον μηνυτήν μου χωροφύλακα είμαστε φίλοι. Καθώς λοιπόν κατέβαινα την Αριστομένους με το αυτοκίνητο είδα να μου τείνη το χέρι. Ενόμισα πως με χαιρετάει. Έβγαλα, λοιπόν κι εγώ το αριστερό μου και υψώσας τούτο ψηλά, ανταπέδωκα τον χαιρετισμόν και επροχώρησα κανονικώς…
Ο πταισματοδίκης δεν κατορθώνει παρά τας προσπαθείας του να πνίξη ένα αυθόρμητο χαμόγελο που διεγράφη στα τρέμοντα προ ολίγου χείλη του. Παρ’ όλας τας διαμαρτυρίας του χωροφύλακος ότι ουδέποτε εγνώρισεν από κοντά τον σωφέρ και ότι και αν τον είχε φίλον δεν θα του την εχάριζε καθ’ ο υπηρεσιακός, εν τούτοις ο κατηγορούμενος απηλλάγη. Λέγεται ότι ο πταισματοδίκης αφήκε ελεύθερον τον κατηγορούμενον σαγηνευθείς εκ των ευφυολογιών του.
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
Ο ΑΔΙΑΚΡΙΤΟΣ, Η ΘΥΡΩΡΟΣ, ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΚΑΜΠΙΝΕΣ ΚΑΙ… ΤΟ ΠΤΑΙΣΜΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 18 Ιουνίου 1931
Το Αυτόφωρον απησχόλησε χθες και μία εις υπερθετικόν βαθμόν ιλαροτραγωδική υπόθεσιν, ήρως της οποίας είναι εις νέος δανδής κατά πάντα και ομματουαλιοφορών.
Υπό τινός χωροφύλακος προσάγεται ο ανωτέρω ήρως μας και μία κυρία μέσης ηλικίας και τεραστίων περιφερειακών διαστάσεων.
Ο χωροφύλαξ οδηγεί αμφοτέρους ενώπιον του έχοντος στρέψει απερίσπαστον την προσοχήν του επί του όγκου των δικογραφιών πταισματοδίκου, καταγγέλλων ότι:
-Ο κύριος αυτός, κ. πταισματοδίκη, διεπληκτίσθη με την κυρίαν στις γυναικείες μπανιέρες. Συνεπεία τούτου διεταράχθη η κοινή ησυχία, δι’ ο εθεώρησα καθήκον μου όπως…
-Αρκεί! Να έλθη πρώτα η κυρία.
Η εν λόγω κυρία αγκομαχούσα προχωρεί και ίσταται προ της πταισματοδικής έδρας.
-Αυτός, κ. πταισματοδίκη, ήλθε σήμερα το πρωί στις γυναικείες μπανιέρες και με πρωτοφανή αδιακρισίαν άρχισε να περιέρχεται τις διάφορες καμπίνες, όπου τα λουόμενα κορίτσια. Τον ερώτησα τι ζητεί και του υπενθύμισα ότι απαγορεύεται η είσοδος εις τους άνδρες. Αλλ’ αυτός χωρίς να μου απαντήση εξακολούθησε το έργο της… οράσεως. Μάλιστα επλησίασε πολλές κοπέλλες, τις οποίες άρχισε και να ψαύη. Εδημιουργήθη αναστάτωσις μεταξύ των λουομένων, ήλθε ο κύριος χωροφύλαξ και μας ωδήγησε αμφοτέρους ενώπιόν σας.
Αι τρίχες της κεφαλής του κ. πταισματοδίκου ανορθούνται, το πρόσωπόν του ερυθριά και τα χείλη του τρέμουν.
-Έλα εδώ, κατηγορούμενε. Είναι αληθινά αυτά τα ανέλπιστα και τερατώδη τα οποία εις βάρος σου καταγγέλλει η κυρία;
-Οπωσούν… κ. πταισματοδίκη!
-Οπωσούν; Δηλαδή προσέβαλες την δημοσία αιδώ εν πλήρη ημέρα και επεχείρησες να διαπράξης απόπειραν βιασμού ο οποίος εκφεύγει της αρμοδιότητός μου;…
-Τα μεγαλοποιείτε τα πράγματα, κ. πταισματοδίκη, και υμείς και η κυρία θυρωρός. Ήλθα προ διημέρου εξ Αθηνών και ανέγνωσα εις τας εφημερίδας ότι υφίστανται και εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα, τας Καλάμας, μπαιν – μιξ. Σήμερα ηθέλησα να συναντήσω ένα φίλον μου, ο οποίος καθώς μου είπαν είχε κατέλθει στις καμπίνες για λουτρό. Ήλθα λοιπόν στην παραλία και είδα μπροστά μου μπανιέρες. Εισήλθα και ήρχισα να περιεργάζωμαι τις καμπίνες… όταν η κυρία ωσάν τίγρις επέπεσεν εναντίον μου δια να με ξεσχίση. Της εξήγησα την πλάνην μου και της προσέθηκα ακόμη ότι είμαι και μύωψ – καθώς άλλως τε βλέπετε και σεις – δι’ αυτό δε και επλησίασα τις λουόμενες από κοντά.
Ο κ. πταισματοδίκης ίσταται αμφιρρέπων, μεθ’ ο λαμβάνων και την γνώμην του δημοσίου κατηγόρου, καταδικάζει τον νέον εις 100δραχμον πρόστιμον.
Ο κατηγορούμενος εξερχόμενος του Πταισματοδικείου υπομειδιά προς έναν φίλον του λέγοντας: «Αν μπορείς πήγαινε και συ να χαϊδέψης γυναικείες γαργαλιστικές απαλότητες με ένα εκατοντάδραχμο»…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ