Η πρόσκληση από το γνωστό Πανεπιστήμιο του Βελγίου, KU Leuven, εφέτος να διατελέσω επισκέπτρια καθηγήτρια στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών/ Τμήμα Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας, προοιωνίστηκε από την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση πέρυσι να δώσω -πρώτη φορά Έλληνας/Ελληνίδα-την επίσημη εναρκτήρια ακαδημαϊκή διάλεξη στο εν λόγω πανεπιστήμιο (https://www.youtube.com/watch?v=4WcLYuUE6CA).
Βρέθηκα, λοιπόν, και πάλι στην ιστορική Λόουβεν (Leuven), που απέχει μόλις 20’ από τις Βρυξέλλες με το τρένο.
Σε υποδέχεται με κρύο και βροχή. Μια ατελείωτη βροχή, πότε σαν υγρή άχνα, πότε σαν ψιχάλα, που κάποτε εξελίσσεται σε δυνατή μπόρα. Είναι μια αλλιώτικη βροχή που προσδίδει και μια ιδιαιτερότητα στην καθημερινή ζωή. Μαζί με τις χαμηλές θερμοκρασίες σε εξοικειώνει σε μια διαφορετική αίσθηση θαλπωρής του «μέσα», χωρίς να δεσμεύει την κίνηση έξω. Σε αυτή την πόλη, με την κρύα δροσιά να σε χτυπά στο πρόσωπο, όλοι περπατούν έξω με άνεση ή κινούνται με ποδήλατο- πολύ περισσότερο δε στη μυθική συνοικία Groot Begijnhof, όπου διαμένουν καθηγητές και φοιτητές. Εκεί διασχίζεις πετρόστρωτα δρομάκια ανάμεσα σε χαμηλά κτήρια από κόκκινο τούβλο και πρόσοψη φλαμανδική, και είναι σαν να διασχίζεις άλλους χρόνους και τόπους. Σε αυτά τα κτήρια οι κάτοικοι δε χρειάζεται να κλειδώνουν την πόρτα τους, ούτε να βάζουν φίλτρα για να πιουν νερό από τη βρύση τους. Στο διάβα σου συναντάς ποδήλατα ξεκλείδωτα, ελάχιστα αυτοκίνητα και ποτέ σκουπίδια.
Μια ελαφριά θαμπάδα δίνει στο τοπίο από μακριά μια παραμυθένια όψη. Κι αυτή συμπληρώνεται με τον ήχο και τη θέα της φλαμανδικής γλώσσας, στην καθημερινή ομιλία, στις ταμπέλες των δρόμων, στους καταλόγους των εστιατορίων, παντού. Κι όμως, όλοι γνωρίζουν και μιλούν, αν χρειαστεί, την αγγλική και γαλλική γλώσσα άπταιστα.
Η ιδιαίτερη συνοικία Groot Begijnhof είναι γνωστή με το 800 χρόνων περίφημο πανεπιστήμιο Ku Leuven.
Εκεί φοιτητές και καθηγητές γνωρίζουν καλά τι θα πει έρευνα. Τα δε τεράστια κονδύλια που λαμβάνει το πανεπιστήμιο (από ιδιώτες και δημόσιο) για την υποστήριξη επιστήμης και έρευνας διανέμονται τόσο σε θετικές όσο και θεωρητικές ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, στηρίζοντας αμφότερες.
Αίθουσες και αμφιθέατρα, που σαν κατασκευές σού επιβάλλονται με την πρώτη ματιά, είναι εσωτερικά εξοπλισμένα με την τελευταία τεχνολογία, που συμβάλλει και στην άρτια οργάνωση της ακαδημαϊκής ζωής, όπως αυτή αρμόζει σε τέτοιου επιπέδου παιδεία, που μορφώνει χιλιάδες φοιτητές από διάφορα μέρη του κόσμου.
Παιδεία που οι λειτουργοί της επενδύουν στο επιστημονικό-ερευνητικό έργο και την ελευθερία του λόγου κι όχι στις διοικητικές καριέρες με φανταχτερούς τίτλους εντός κι εκτός πανεπιστημίου-το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που επιδιώκουμε και χειροκροτούμε στην Ελλάδα ως χωρικοί. Κι ας γνωρίζουμε πως εδώ τέτοιοι τίτλοι δεν αποκτώνται αν δε σκύψεις σε βαθιά υπόκλιση.
Η πρόσφατη υποστήριξη διατριβής στην Ανθρωπολογία που παρακολούθησα ήταν μιας νέας κοπέλας από τις Φιλιππίνες. Η παρουσίασή της άψογη, έπειτα από μακρόχρονη έρευνα, αλλά και σπουδές, και οι απαντήσεις της στις πολλαπλές ερωτήσεις καθηγητών μακροσκελείς και με διατύπωση άψογη τόσο σε αγγλική όσο και γαλλική γλώσσα.
Ακούγοντάς τη σκεφτόμουν άθελά μου πως αυτή η κοπέλα αύριο θα λέγεται διδάκτωρ και θα φέρει τον ίδιο τίτλο με ένα Βαλκάνιο ή Έλληνα φοιτητή, που συγκριτικά έχει πάρει μεταπτυχιακό τίτλο στα γρήγορα και συχνά με «ευκολίες», και η γλωσσομάθειά του είναι μηδαμινή έως ανύπαρκτη.
Και ακόμη χειρότερα, η φοιτήτρια αυτή θα δημοσιεύσει αύριο ένα άρθρο της ή βιβλίο βασισμένο στη διατριβή αυτή, έχοντας χρειαστεί να περιμένει έως και δύο-τρία χρόνια για να το δει τυπωμένο.
Γιατί τόσο έπαιρνε κι ακόμη παίρνει σε σοβαρούς ακαδημαϊκούς εκδοτικούς οίκους μια δημοσίευση, που περνά από την κρησάρα πολλών κριτών για την εγκυρότητα και πρωτοτυπία της.
Σε αντίθεση, εδώ, για παράδειγμα, που στην πλειοψηφία ο καθείς μπορεί και εκδίδει ό,τι γράφει αρκεί να έχει εξασφαλίσει ο ίδιος- ή η Σχολή του αν είναι πανεπιστημιακός- έναν εκδότη «φίλο» ή έναν εκδότη που πληρώνεται για να εκδώσει το οτιδήποτε και να το κυκλοφορήσει σε λίγους μόλις μήνες.
Σε έναν τόπο σαν τον δικό μας, λοιπόν, που αγνοεί τα διεθνή κριτήρια αξιολόγησης ενός έργου, θα ονομάζονται τόσο η μεν όσο και ο δε «συγγραφέας» και καλοί πανεπιστημιακοί «εις αύριον»! Ακόμη χειρότερα τα πράγματα στην επαρχία, βέβαια, που ο κόσμος αγνοεί τη διαφορά από βιβλίο σε βιβλίο και συγχέει το ρόλο και τις υποχρεώσεις του πανεπιστημιακού καθηγητή από αυτά του δάσκαλου της Πρωτοβάθμιας-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Πρόσφατα, μάλιστα, προτάθηκε από πανεπιστημιακούς στην Αθήνα και η θεσμοθέτηση οργάνου για την ισότιμη μεταχείριση συγγραμμάτων εξωτερικού και Ελλάδας αποδίδοντας την υφιστάμενη διάκριση μεταξύ τους στη γλώσσα! Έργα, δηλαδή, στην ελληνική γλώσσα αδικούνται, καθώς κυριαρχεί η αγγλική στον επιστημονικό κόσμο διεθνώς. Το θέμα καλό θα ήταν να εξεταστεί βαθύτερα και στο πλαίσιο ιστορικοπολιτισμικών πλαισίων.
Ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι το ότι δεν έχει απασχολήσει εξίσου το ότι τείνουμε να ξεχάσουμε, στο πλαίσιο ενός μιμητικού εκσυγχρονισμού, την ίδια την ελληνική γλώσσα εντός Ελλάδας-μια ματιά στις ταμπέλες των δρόμων, των καταστημάτων, στη καθομιλουμένη των νέων κ.λπ., πείθει.
Δε θα αναφερθώ στο ήθος των καθηγητών εκεί έξω και το σεβασμό τους για ανθρώπους και έργα που έχουν κριθεί μεγαλύτερα από τα δικά τους- και πώς αυτό παραδειγματίζει τους φοιτητές. Είναι θέμα που χρειάζεται πολλή συζήτηση στον τόπο μας, όπου κυριαρχεί η ιδέα του «ημέτερου».
Καιρός να χαμηλώσουμε γενικώς τους τόνους και να παραδειγματιστούμε από το καλύτερο, γιατί το μέτριο επιτρέπει και εντείνει τις υποτιθέμενες υπεροχές μας. Αυτό με δίδαξε και με διδάσκει η πρόσφατη εμπειρία μου στο Βέλγιο. Και σε πολλά άλλα μέρη ενωρίτερα φυσικά.
Χρειάζεται πολλή δουλειά για να πούμε κάποτε ότι διαθέτουμε στον τόπο αυτό πανεπιστημιακή παιδεία, που παράγει γνώση και, μάλιστα, εξαγώγιμη, είτε στην ελληνική είτε στην αγγλική γλώσσα, αλλά και παιδεία που παραδειγματίζει με το ακαδημαϊκό ήθος και τη δεοντολογία που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζουν ένα τέτοιο θεσμό και τους ανθρώπους του. Μα πολλή δουλειά, όμως.
Μια ελπίδα ίσως αποτελούν για το μέλλον οι νέοι άνθρωποι που, έχοντας εμπεδώσει μια διαφορετική παιδεία στο εξωτερικό, αν επιστρέψουν θα μπολιάσουν το υπάρχον απαρχαιωμένο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα με νέο πνεύμα. Ή για να είμαστε σαφέστεροι, αν τους επιτραπεί να επιστρέψουν.
Γιατί αυτούς, δυστυχώς, είναι που αποκλείουν με νομιμοφανείς τρόπους οι ήδη εδραιωμένοι με τις λειψές γνώσεις τους και το μέτριο έργο τους, κυρίως, δε, με την έλλειψη μιας γενναιοδωρίας πνεύματος και μιας μετριοφροσύνης απέναντι στο έργο άλλων που έχει κριθεί διεθνώς αξιολογότερο του δικού τους. Ακόμη κι αν έργο και πρόσωπο δεν είναι της δικής τους αρεσκείας. Αυτό, άλλωστε, δε σημαίνει μετάδοση της γνώσης στην εποχή της ελεύθερης πρόσβασης;
Της Κ. Νάντια Σερεμετάκη
-Η Κ. Νάντια Σερεμετάκη (C. Nadia Seremetakis) είναι καθηγήτρια Πολιτισμικής/Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και συγγραφέας 12 βιβλίων στην ελληνική και αγγλική. Το 2023 διατελεί επισκέπτρια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο KU Leuven του Βελγίου, ενώ ενωρίτερα κι επί δεκαετίας δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Καλαμάτα.
Τον ελεύθερο χρόνο της περνά στα πατρικά της, στη Μικρή Μαντίνεια.
www.sermetakis.com