Υποτίθεται ότι ο κ. Πολύβιος διήλθε την νύκτα άνευ αψιμαχιών μετά των κοργιών, χωρίς να του ταράξουν τα ακουστικά τύμπανα τα… ογκανίσματα της ρωμαντικής παρέας, χωρίς να «λυσσάξη» το μωρό της παραπλεύρως της οικίας του διαμενούσης κυρίας Πουλχερίας, χωρίς… Διήλθε την νύκτα του εν απολύτω ησυχία.
Το πρωί εγείρεται της κλίνης και αφού ενδυθή επιχειρεί να απέλθη δια το γραφείον.
-Πολύβιε… τι θα φάμε το μεσημέρι; ερωτά το έτερον ήμισυ.
-Πάρε αυτές τις 100 δρχ. και ψώνισε ό,τι θέλεις.
-Αλήθεια… εκεί που θα περνάς απ’ την μοδίστρα μου δώσε της το υπόλοιπον των 75 δραχμών.
-Καλά – απαντά εκείνος δυσθύμως… και επιχειρεί δια δευτέραν φοράν να εξέλθη.
-Πολύβιε… Πολύβιε… κάθησε ένα λεπτό να σου πω.
-Τι είναι πάλι;
-Άφησέ μου, καϋμένε, μερικούς παράδες… θέλω να πάω για λουτρό στην Παραλία με την κυρία Α.
-Με παρασκότισες, το κατάλαβες;… θα σου μείνουν ρέστα από το 100δραχμο, άφησέ με και πέρασε η ώρα…
-Μπα; Από πότε έγινες και τσιγκούνης;
-Άει στο διάβολο πρωί – πρωί… εγώ λέω… και ο κρεουργηθείς δυστυχής σύζυγος, αφήνων την «οικονόμον» συμβίαν του να θρηνήση πικρά δια την εκτοξευθείσαν ύβριν, εξέρχεται της οικίας.
Δεν προφθάνει όμως να κάμη πέντε βήματα και ένας εφημεριδοπώλης κραυγάζει:
-Εφημερίδεεες… Το χθεσινόν τραγικόν έγκλημα. Του κ. Πολύβιου θίγεται η περιέργεια και σπεύδει να αγοράση μιαν εφημερίδα. Αλλ’ αυτή κάθε άλλο παρά έγκλημα αναγράφει.
-Τις πατσαβούρες! γρυλίζει και ταυτοχρόνως περιφέρει το βλέμμα προς όλας τας διευθύνσεις δια να ίδη και αποκαλέση τουλάχιστον «μπάσταρδον» τον… απατεώνα εφημεριδοπώλην, ο οποίος έχει γίνει άφαντος. Ξεροκαταπίνει μερικές βλασφήμιες και γεμάτος νεύρα – όπως λέμε – προχωρεί… όταν:
-Πάρτε ένα λαχείο, κύριε… Είναι τυχερά, βεβαιοί ο λαχειοπώλης.
-Δεν θέλω.
-Και εγώ σας λέγω ότι θα χάσετε.
-Βρε άει στο διάλο, τσιμπούρι…
-Καλά, κύριος… αλλά δεν είναι ανάγκη και να με βρίζετε.
Ο λαχειοπώλης αν προφθάση να φύγει δρομαίως θα γλυτώση βέβαιον ξυλοκόπημα. Και εν τω μεταξύ ο Πολύβιος τρίζων τους οδόντας προχωρεί.
-Βζζζ…. Βζζζ.
-Δεν επρόφθασε να αντιληφθή περί τίνος πρόκειται και ένα σύννεφο σκόνης τον μεταβάλη εις ασβεστάνθρωπον! Υβρίζοντας χυδαιότητα ο σωφέρ που πέρασε με τ’ αυτοκίνητο, ο Δήμαρχος και ο Θεός.
Ο πολυπαθής Πολύβιος δεν έφθασεν εις το γραφείον του μολονότι παρήλθε μία ώρα από της κεκανονισμένης δια την πρωινήν έναρξιν της εργασίας. Εκατόν, ίσως και ολιγώτερα μέτρα τον χωρίζουν από την είσοδο του γραφείου του… όταν κάποιος χασομέρης φίλος τον υποβάλει εις αναγκαστικόν αλτ.
-Καλημέρα, Πολύβιε.
-Καλημέρα.
-Τι γίνεσαι, βρε αδελφέ… χάθηκες… πώς έχουν σπίτι; Η κυρία καλά; Σαν στενοχωρημένον σε βλέπω.
Ο κ. Πολύβιος αν δεν του πη: «Καλά κάνω», ασφαλώς θα του πη:
-Με συγχωρείς… αλλά είμαι βιαστικός.
-Δύο λεπτά, Πολύβιε. Άκουσε. Χθες το βράδυ καθώς πήγαινα προς τον Σταθμό… αλλά πρέπει να στα πω με τη σειρά για να μπης στο νόημα.
Πρόκειται περί του εξής:……
-Όφου! Ου! Μα είμαι βιαστικός, σου είπα. Άει στο διάολο!
Και ενώ ο λογάς φίλος μεταβάλλεται εις στήλην άλατος από την απροσδόκητον συμπεριφοράν του κ. Πολύβιου, ο τελευταίος αυτός εξακολουθεί προχωρών και επιστρατεύων θεούς και καντηλέρια, πάντοτε – εννοείται – επί ματαίω…
Διότι τα βάσανά του δεν εσταμάτησαν μέχρις εδώ. Την στιγμήν που θέλει να εισέλθη εις την πάροδον που οδηγεί προς το γραφείον, αναγκάζεται να ανακρούση πρύμναν, διότι κάποιος άθλιος χρεοφειλέτης «έσκασε μύτην» μπροστά του. Πίσω οι πολίτες… Όπισθεν, λοιπόν, κι ο κ. Πολύβιος διατεθειμένος να μονομαχήση με το σύμπαν, αφού δεν έχει επάνω του περίστροφον δια να τινάξη τα μυαλά…
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
_____________________
ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ… ΗΣΥΧΙΑ
«ΘΑΡΡΟΣ» 26 Ιουλίου 1931
Ο ταλαίπωρος οικογενειάρχης μεταβεβλημένος εις πτώμα από τον κάματον της ημερησίας δουλειάς κατευθύνεται σπίτι και αφού φάει «μια μπουκιά φαρμάκι», πέφτει ακολούθως στο κρεββάτι να ησυχάση… Είναι η ώρα 12 μεσονύκτιος και ο δυστυχής δεν κάνει τίποτ’ άλλο παρά να γυρίζη από το ένα στ’ άλλο πλευρό, ασθμαίνων ως λαρισσαϊκός συρμός από την στενοχώρια που του μεταδίδει το γραμμόφωνο του γείτονος οψιπλούτου, ή οι παραφωνίες του πιάνου, ή μανδολίνου, ή κιθάρας της νεαράς «εξελισσομένης» κόρης του πλησίον. Επί τέλους έρχεται η πρώτη πρωινή και τα βλέφαρα του καϋμένου του οικογενεάρχου αρχίζουν να απαλύνουν, ενώ ο Μορφεύς αρχίζει να τον συλλαμβάνη και να του ελαφρύνει το κουφάρι. Οποία αγαλλίασις της ψυχής, οπόση ανακούφισιν αισθάνεται το καταπονημένον εκείνο σώμα. «Επί τέλους θα ησυχάσω 5-6 ώρες» σκέπτεται ο οικογενειάρχης και εντός ολίγων λεπτών αρχίζει να ρογχαλίζει… όταν αναγκάζεται να ανατιναχθή της κλίνης διότι κάποιος… αδιάκριτος κοργιός τον κατησπάσθη αγρίως. Επί ημίσειαν ώραν δεν κάνει τίποτ’ άλλο ο ήρως μας παρά να προσπαθή να συλλάβη τον ύπουλον νυκτερινόν εχθρόν και να τον μεταβάλη εις αίμα εκτάκτου δυσοσμίας.
Επί τέλους εσήμανε η 2α μεταμεσονύκτιος και ο οικογενειάρχης έπαυσε το έργον της ανιχνεύσεως των προσκεφαλαίων. Μία γλυκεία ευχαρίστησις διατρέχει το κορμί του και οι οφθαλμοί του σιγοκλείουν. Ολίγα λεπτά παρέρχονται και… διμοιρία σκύλων συνάπτει αγρίαν μάχην υπό τα παράθυρά του. Αναγκάζεται να σηκωθή και εκσφεντονίση γλάστρες, βούρτσες, ντρίτσες, ό,τι εύρε μπροστά του κατά των… ερωτιδέων και αντιζήλων σκύλων, οι οποίοι μόλις και μετά παρέλευσιν ημισείας ώρας τον αφήνουν ήσυχον.
Νταγκ – ντιγκ… Τετάρτη πρωινή και ο δύσμοιρος προσπαθεί να επιβάλη στους οφθαλμούς του να κλείσουν – και πράγματι κλείουν σιγά – σιγά.
-«Ξύπνα, ξύπνα, διότι χαράζει…»
Ο φίλος μας με τα νυκτικά ευρίσκεται ήδη στο παράθυρο:
«Για να σας πω, κύριοι. Είμαστε υποχρεωμένοι να ακούμε τα γκαρίσματά σας κάθε βράδυ… να μη μπορούμε να κλείσωμε μάτι;».
Υποτίθεται ότι οι ρωμαντικοί τροβαδούροι έπαυσαν την καντάδα τους και αφού του εζήτησαν «παρντόν», έφυγαν εκείθεν δια να συνεχίσουν κάπου αλλού…
Δεν του απομένουν παρά δύο ώρες για ύπνο. Κατατσακισμένος από την αγρυπνιά πέφτει στο κρεββάτι και «τον παίρνει» στο μομέντο.
Ναι… αλλά τι ενδιαφέρει τους νερουλάδες, τους κουλουρτζήδες, τους καρραγωγείς, το δημοτικόν καταβρεκτήρα και τα άλλα «πρωινά εγερτήρια» αν εμείς δεν εκλείσαμεν όλη την νύκτα μάτι;
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ
_________________________
ΠΕΡΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
«ΘΑΡΡΟΣ» 20 Αυγούστου 1931
Ήρθε πάλι προχθές έξω φρενών ο παράξενος φίλος και με υπέβαλε σε αναγκαστική ακρόασι:
-Θα την παρατήσω.
-Την λίμα;
-Μωρέ ας τ’ αστεία… τη συμπάθειά μου!
-Ό- λα – λα!
-Ναι, ναι διότι, μόλις χθες κατόρθωσα να διαπιστώσω πως δεν υπήρξε εξ απαλών ονύχων ηθική.
-Είσαι υπερβολικός καϋμένε.
-Δηλαδή αφ’ ότου ένοιωσε μέσα της να ξυπνάη το θήλυ. Και εγώ ο σπουδαίος κουτεντιάδης την εφανταζόμουνα ιδεωδεστέραν ως σύζυγον. Ατυχώς, ή ευτυχώς – όπως προτιμάς – βλέπω τώρα πως είμαι ο τέταρτος κατά σειράν αρχαιότερος ερωμένος της. Και άφησε αυτούς που αγνοώ. Ποτέ… μα ποτέ δεν επίστευα πως αυτά τα μελαγχολικά και χαμηλοβλέποντα μάτια, ελίγωσαν και γι’ άλλον, πως η θεία εκείνη ιλαρότης η περιχυμένη με τόση χάρι στο πρόσωπό της δεν είναι παρά ένα φυσικό πλεονέκτημα με το οποίο κρύβει ό,τι βρωμερό έχει πραγματικά η ψυχή της.
Α! Έρχομαι να πιστέψω πως η γυναίκα πριν γεννηθή αγαπάει και αλλάσσει τους ερωμένους σαν τα πουκάμισά της – όπως λέει ο Λαός – και πως και εκείνες που αυτοκτονούν τάχα για την αγάπη ενός εραστού, κάθε άλλο παρά για τον λόγο αυτόν απεφάσισαν να αυτοχειριασθούν. Το μεγαλείτερο μυστήριο στον ζωικό κόσμο το κρύβει αναντίρρητα η γυναικεία ψυχή, ο γυναικείος εσωτερικός κόσμος. Η γυναίκα είναι το ανεξερεύνητο, το ακαθόριστο, η υποκρισία, η αστάθεια.
-Τα είπαν αυτά κι άλλοι, φίλε μου!
-Ναι… μα υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο και οι λεγόμενες «εξαιρέσεις». Και μια απ’ αυτές ενόμιζα πως ήταν η ερωμένη μου.
-Δεν νομίζεις ότι φλυαρείς; Ότι μιλάς για πράγματα για τα οποία έχουν αφιερωθή φαιές ουσίες και χάρτης απέραντος και μελάνη ποταμοί;
-Καθένας τον πόνο του κλαίει, αγαπητέ.
-Και τι σκέπτεσαι να κάμης;
-Δεν ξέρω… τάχω κυριολεκτικά χαμένα… δεν έχω επικοινωνίαν με το… μυαλό μου… ούτε ξέρω τι πρόκειται να διαπράξω σε μια στιγμή μοιραία.
-Άφησέ την να κάμη τις ορέξεις της. Είναι, νομίζω, η καλλίτερη συμβουλή που έχω να σου δώσω.
-Αδύνατον… θα…θα… θα…
-Θα την σκοτώσης;…
-…
Ο φίλος δεν απήντησε!
Καϋμένε έρωτα, τι σκαρώνεις όταν έχεις μάλιστα ως σύμμαχον τις ηλιακές ακτίνες και αντιλήψεις ασυγχρόνιστες!
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ