Πρακτικές προηγούμενων ετών, χαμηλό επίπεδο κατάρτισης, συλλογικοί φορείς που λειτουργούν ως μηχανισμοί παραγωγής ψήφων
Τις επόμενες κινήσεις τους σχεδιάζουν οι αγρότες καθώς τα μέτρα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός δεν φαίνεται να τους ικανοποίησαν. Ωστόσο, το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα υπερβαίνει τα όποια μέτρα στήριξης ή τις βραχυπρόθεσμες διεκδικήσεις των αγροτών. Τρεις στις τέσσερις αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα είναι κάτω από 50 στρέμματα, ενώ στην Ε.Ε. είναι κατά μ.ό. 170 στρέμματα. Επίσης, μόλις το 0,7% των αγροτών έχει πλήρη αγροτική κατάρτιση, το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.
Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα νοσεί
Γηρασμένος, με χαμηλό επίπεδο κατάρτισης και εν πολλοίς εγκλωβισμένος σε πρακτικές αλλά και λογικές προηγούμενων ετών παραμένει ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας, χαρακτηριστικά που επηρεάζουν –σε συνδυασμό με άλλα– την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του εγχώριου τομέα πρωτογενούς παραγωγής. Την ίδια ώρα το επίπεδο συλλογικής οργάνωσης σε ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμούς παραμένει εξαιρετικά χαμηλό, όχι τόσο ποσοτικά όσο κυρίως ποιοτικά, με τους αγρότες να εξακολουθούν να είναι έρμαιο των άλλων κρίκων της εφοδιαστικής αλυσίδας, από τους προμηθευτές εισροών μέχρι τους λιανεμπόρους, καθώς η διαπραγματευτική ισχύς τους παραμένει πολύ χαμηλή.
Αν και στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών είναι εγγεγραμμένοι, σύμφωνα με την τελευταία επικαιροποίηση του 2023, 1.056 συλλογικοί φορείς –ίσως οι περισσότεροι από όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης–, εκτιμάται ότι παράγουν τη χαμηλότερη αξία ανά συνεταιρισμό. Για να μην πούμε για τα ληξιπρόθεσμα χρέη τους, τα οποία πριν από λίγα χρόνια ανέρχονταν σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat (αφορούν το έτος 2020), μόλις το 0,7% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είχε πλήρη αγροτική κατάρτιση – υπό την έννοια ότι μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση παρακολούθησαν πρόγραμμα κατάρτισης τουλάχιστον 2 ετών και πραγματοποίησαν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε αντικείμενο σχετικό με τον πρωτογενή τομέα. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό που συναντάται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με την Ελλάδα να μοιράζεται με τη Ρουμανία αυτή την τελευταία, καθόλου τιμητική θέση.
Κάποιος εύλογα θα υποστηρίξει ότι οι αγρότες σήμερα είναι αρκετά πιο μορφωμένοι και καταρτισμένοι σε σύγκριση με την εικόνα που είχαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και λίγο μετά, την εποχή των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων.
Πράγματι, σε σχέση με το 2010 το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων που έχουν πλήρη κατάρτιση έχει σχεδόν διπλασιαστεί (ήταν μόλις 0,32%), όμως και πάλι παραμένει απελπιστικά χαμηλό. Σε επίπεδο Ε.Ε. είναι επίσης πολύ χαμηλό, μόλις 1 στους 10, υπάρχουν όμως και χώρες-μέλη της Ε.Ε. όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι πολύ υψηλά, όπως η Ολλανδία (62,8%) και η Γαλλία (38,4%). Στις άλλες μεσογειακές χώρες το ποσοστό είναι χαμηλό, αλλά πολλαπλάσιο σε σύγκριση με αυτό της Ελλάδας (6,78% στην Ιταλία, 4,08% στην Ισπανία). Το 72,30% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα έχει μόνο πρακτική εμπειρία, χρήσιμη αναμφίβολα, αλλά όχι ικανή και επαρκή για την άσκηση της αγροτικής δραστηριότητας, όπως αυτή εξελίσσεται σήμερα.
Το παραπάνω συνδέεται φυσικά και με το γεγονός ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ιδιοκτήτες – επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι μεγάλης ηλικίας. Σχεδόν 4 στους 10 είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι λεγόμενοι νέοι αγρότες (ηλικίας κάτω των 40 ετών) είναι μόλις το 7,2% των επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αυτό το ανησυχητικό ποσοστό σχετίζεται, βεβαίως, και με την ανεπάρκεια υποδομών υγείας, εκπαίδευσης κ.ο.κ. στην ελληνική περιφέρεια, ανεπάρκεια που στην ουσία διώχνει τους νέους από τα χωριά τους. Ακόμη δηλαδή και αν υπάρχει αγροτική εκμετάλλευση, δεν υπάρχει διαδοχή λόγω απροθυμίας των νέων να απασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα παραγωγής. Δεδομένου ότι η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ενωση αγροτικών εκμεταλλεύσεων που χαρακτηρίζονται οικογενειακές (98%), τα δύο παραπάνω στοιχεία καθορίζουν στην ουσία όχι μόνο τη μορφή αλλά και την προοπτική βιωσιμότητας και ανάπτυξης του εγχώριου αγροτικού τομέα. Αν και οι μη οικογενειακές εκμεταλλεύσεις αποτελούν μόλις το 2% του συνόλου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, έχουν υπερδιπλάσιο μέγεθος από τις μη οικογενειακές: το μέσο μέγεθός τους είναι 120 στρέμματα, ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων 50 στρέμματα. Επίσης, η μέση αξία των μη οικογενειακών εκμεταλλεύσεων ήταν το 2020 141.157 ευρώ, ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων μόλις 13.548 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι σχεδόν τρεις στις τέσσερις αγροτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα είναι πολύ μικρές, κάτω από 50 στρέμματα, ενώ το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέμματα.
Το 72,30% των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων έχει μόνο πρακτική εμπειρία, χρήσιμη, αλλά όχι ικανή και επαρκή για την άσκηση αγροτικής δραστηριότητας.
Το χαμηλό επίπεδο εκσυγχρονισμού και το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων έχουν ως αποτέλεσμα τη χαμηλή παραγωγικότητα του εγχώριου αγροτικού τομέα, η οποία μάλιστα υποχώρησε το 2023 κατά 5,37 ποσοστιαίες μονάδες, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στη 13η θέση μεταξύ των «27».
Αρκετά από τα παραπάνω ελλείμματα και ανεπάρκειες θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπισθεί εάν οι Ελληνες αγρότες ήταν οργανωμένοι σε συλλογικούς φορείς –συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών– που θα λειτουργούσαν κυρίως ως επιχειρήσεις και όχι ως μηχανισμοί παραγωγής ψήφων. Ετσι θα μπορούσαν πολύ περισσότερο από σήμερα να προμηθεύονται για τα μέλη τους σε πιο συμφέρουσες τιμές τις απαραίτητες εισροές και στη συνέχεια διαθέτοντας δικά τους συσκευαστήρια και αποθήκες θα μπορούσαν να έχουν προϊόντα με προστιθέμενη αξία και να πραγματοποιούν απευθείας τις πωλήσεις στους λιανεμπόρους εντός και εκτός Ελλάδας.
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: η Ελλάδα διαθέτει μεταξύ άλλων έναν σημαντικό πλούτο, που δεν είναι άλλος από τα περίπου 250 προϊόντα προστατευόμενης γεωργικής ένδειξης και προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΓΕ – ΠΟΠ). Αν και πραγματοποιούνται αρκετά σημαντικές εξαγωγές –το 42% των πωλήσεων πραγματοποιείται εκτός Ελλάδας–, η αξία τους αντιπροσωπεύει το 1,5% της ευρωπαϊκής από 1,9% το 2010, κυρίως διότι τα άλλα κράτη-μέλη ανέπτυξαν περισσότερο τα δικά τους προϊόντα ΠΓΕ και ΠΟΠ.
Τι προτείνει η κυβέρνηση, τι απαντούν οι εκπρόσωποι των αγροτών
«Συμπάθεια και κατανόηση, αλλά όχι λύσεις στα προβλήματα» που αντιμετωπίζουν, βρήκαν οι αγρότες στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, σύμφωνα με τους εκπροσώπους τους. Οι επόμενες κινήσεις τους θα αποφασιστούν συλλογικά στα μπλόκα, ωστόσο οι επικεφαλής έχουν ήδη δώσει το σύνθημα: «Παραμένουμε και συνεχίζουμε τον αγώνα. Η μορφή μένει να αποφασιστεί».
Ολα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, αν και φαίνεται ότι σε κάθε περίπτωση θα πραγματοποιηθεί η κάθοδος στην Αθήνα, στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, καθώς, όπως χαρακτηριστικά σημείωναν μέλη της ομάδας που συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, «πρόκειται για απόφαση που έχει ληφθεί στην πανελλαδική συνάντηση της Νίκαιας την προηγούμενη εβδομάδα». Από την πλευρά της κυβέρνησης εκτιμάται ότι η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε καλό κλίμα, καθώς έγινε προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων των αγροτών στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων και των δεσμεύσεων της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική). Κύκλοι του Μαξίμου τόνιζαν ότι δεν υπάρχει «χώρος» για άλλες παροχές προς τους αγρότες.
Αμέσως μετά τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία των αγροτών από τα μπλόκα, ο πρωθυπουργός δέχθηκε το προεδρείο της ΕΘΕΑΣ (Εθνική Ενωση Αγροτικών Συνεταιρισμών), όπως είχε προγραμματιστεί. Σύμφωνα με την Ενωση, η συνάντηση αυτή καταδεικνύει τη σημασία που έχει η ενίσχυση του συνεργατισμού στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα. Οπως ανέφερε η ΕΘΕΑΣ σε ανακοίνωσή της, ο πρωθυπουργός «θα βρίσκεται σε συνεχή διάλογο και επαφή για την άμεση διευθέτηση όλων των θεμάτων που προκύπτουν στον πρωτογενή τομέα».
Οσον αφορά την υποδοχή που επιφύλαξαν οι αγρότες στα συμπληρωματικά μέτρα για το αγροτικό πετρέλαιο, υποστηρίζουν ότι είναι μεν στην κατεύθυνση του σχετικού αιτήματός τους, ωστόσο τονίζουν ότι το ποσό που έχει προϋπολογιστεί, 82 εκατ. ευρώ, για επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι χαμηλό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν, το πρόγραμμα χαμηλών τιμών για το αγροτικό ρεύμα αναμένεται να ξεκινήσει την 1η Απριλίου με τη μορφή διμερών μακροχρόνιων συμβάσεων. Στο πρόγραμμα μπορούν να συμμετάσχουν όλοι οι πάροχοι ηλεκτρικού από τη μια και όλοι οι κάτοχοι συνδέσεων αγροτικού ρεύματος από την άλλη. Η απαιτούμενη ενέργεια θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι συμμετέχοντες πάροχοι θα λάβουν όρους σύνδεσης για συγκεκριμένα έργα ΑΠΕ που θα υποστηρίζουν το πρόγραμμα κατ’ απόλυτη προτεραιότητα.
Για τα πρώτα δύο έτη, με έναρξη τιμολόγησης την 1η Απριλίου 2024, οι τιμές είναι σταθερές και διαμορφώνονται (κατά το μέγιστο) ως εξής:
Πρόγραμμα χαμηλών τιμών για το αγροτικό ρεύμα από την 1η Απριλίου – Προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων στο πλαίσιο των δημοσιο- νομικών δυνατοτήτων, το μήνυμα Μαξίμου.
• Για τους κατόχους συνδέσεων αγροτικού ρεύματος που ανήκουν σε συνεργατικά σχήματα ή ασκούν συμβολαιακή γεωργία χωρίς ληξιπρόθεσμες οφειλές: 9,3 λεπτά η κιλοβατώρα.
• Για τους υπόλοιπους κατόχους συνδέσεων αγροτικού ρεύματος χωρίς ληξιπρόθεσμες οφειλές: 9,8 λεπτά η κιλοβατώρα.
• Για τους κατόχους συνδέσεων αγροτικού ρεύματος που ανήκουν σε συνεργατικά σχήματα ή ασκούν συμβολαιακή γεωργία και έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, η τιμή διαμορφώνεται στα 10,5 λεπτά η κιλοβατώρα.
• Για τους υπόλοιπους κατόχους συνδέσεων αγροτικού ρεύματος με ληξιπρόθεσμες οφειλές, η τιμή διαμορφώνεται στα 11 λεπτά η κιλοβατώρα.
Για τα επόμενα οκτώ χρόνια, για το 1/3 της κατανάλωσης των συγκεκριμένων παροχών η τιμή θα είναι ενιαία και διαμορφώνεται στα 9 λεπτά η κιλοβατώρα. Για τα υπόλοιπα 2/3 της κατανάλωσης οι κάτοχοι συνδέσεων αγροτικού ρεύματος δεν έχουν κάποια δέσμευση και μπορούν να προμηθεύονται ρεύμα από την αγορά από τον ίδιο ή άλλο πάροχο. Επιπλέον, όπως ανακοινώθηκε, οι κάτοχοι συνδέσεων αγροτικού ρεύματος με ληξιπρόθεσμες οφειλές μπορούν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους στους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας με εξόφληση σε μια δεκαετία και μηδενικό επιτόκιο. Σημειώνεται ότι το σύνολο της κατανάλωσης του αγροτικού ρεύματος είναι 1,9 τεραβατώρες ετησίως, δηλαδή περίπου το 4% της συνολικής κατανάλωσης ρεύματος.
Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών που θα ρυθμιστούν σε ορίζοντα δεκαετίας ανέρχεται στα 82 εκατ. ευρώ και το κόστος των τόκων, που υπολογίζεται στα 6-8 εκατ. ευρώ, θα χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης.
Πηγή: Η Καθημερινή