Φιλοξένησε ανασκαφικά αγγεία, μαζί με άλλα σύγχρονα που φιλοτέχνησαν ο Ηλίας Χριστόπουλος και ο Μάνος Καλαμένιος
Πυξίδες: Οι πυξίδες στην αρχαιότητα ήταν ένας πολύ διαδεδομένος τύπος αγγείων που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη κοσμημάτων ή άλλων πολύτιμων αντικειμένων, καθώς και για την αποθήκευση καλλωπιστικών σκευασμάτων εκείνης της εποχής.
Οι πυξίδες πήραν το όνομά τους από το αειθαλές φυτό, πυξός, από το οποίο κατασκευάζονταν, καθώς επρόκειτο για ένα σκληρό και συμπαγές ξύλο.
Στις πρώτες κορινθιακές πυξίδες, που εμφανίστηκαν περίπου τον 4ο αιώνα π.Χ., οι καλλιτέχνες ιστορούσαν διάφορες τελετές και συνήθειες της κάθε περιόδου.
Στο πέρασμα των χρόνων ο πυξός αντικαταστάθηκε από τον πηλό, υλικό το οποίο χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για την κατασκευή τους.
Ακόμα και σήμερα αν ερωτηθεί κανείς για το τι είναι πυξίδα, σχεδόν όλοι θα απαντήσουν πως είναι το όργανο που δείχνει τον προσανατολισμό στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, πρόκειται για ένα αντικείμενο που κατασκευάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως κουτί φύλαξης διάφορων αντικειμένων από την Προϊστορική μέχρι και την Ελληνιστική Περίοδο.
Επενδύοντας σε αυτή την άγνωστη, για πολλούς, χρήση των πυξίδων και θέλοντας να την κάνουν γνωστή στο ευρύ κοινό, δύο καλλιτέχνες, ο Καλαματιανός Ηλίας Χριστόπουλος και ο Μάνος Καλαμένιος, εμπνεύστηκαν από τα εν λόγω αγγεία, φιλοτεχνώντας τα δικά τους από πηλό.
Αφορμή για τη συζήτηση μαζί τους ήταν η προχθεσινή ολοκλήρωση της έκθεσης «Πυξίδες: Σκεύη πολύτιμων», η οποία φιλοξενήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας στην Καλαμάτα. Στα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την ολοκλήρωση της έκθεσης, οι δύο καλλιτέχνες παρουσίασαν στο χώρο του μουσείου τις πήλινες πυξίδες που φιλοτέχνησαν, μαζί με άλλες που βρέθηκαν σε ανασκαφές σε διάφορα μέρη της Μεσσηνίας, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν ένα διάλογο ανάμεσα στο «χθες» και το «σήμερα».
Η έμπνευση για την έκθεση
Μιλώντας για το πώς προήλθε η έμπνευση για τη συγκεκριμένη έκθεση με θεματική τις πυξίδες, ο Μάνος Καλαμένιος σημείωσε: «Από μικρός που ήμουν μου άρεσαν τα κουτιά, γενικά, μιας και έκρυβαν κάποιο μυστήριο. Δηλαδή, έχεις ένα κουτί το οποίο δεν ξέρεις τι έχει μέσα μέχρι να το ανοίξεις. Και καθεμία από τις πυξίδες που εκθέσαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο είχε και διαφορετική χρησιμότητα. Μέσα από αυτή την ιδέα φτιάξαμε τις πυξίδες, γιατί ήταν και μια ένδειξη νοσταλγίας των παιδικών μας χρόνων!».
Με τη σειρά του, ο Ηλίας Χριστόπουλος παρατήρησε: «Επειδή το κουβεντιάζαμε για καιρό πριν υλοποιηθεί αυτό το εγχείρημα, είπαμε να κάνουμε μια έκθεση από κοινού. Εκτός από όσα είπε ο Μάνος, τα κουτιά είτε κάτι κρύβουν είτε κάτι προφυλάσσουν. Και πάντοτε, όταν έχουμε ένα κουτί στα χέρια μας, η πρώτη κίνηση είναι να ανοίξουμε το καπάκι για να δούμε τι περιέχει. Έτσι, λοιπόν, ο καθένας μας δούλεψε με τη δική του αισθητική πάνω σ’ αυτό το θέμα».
Η επιλογή του μουσείου
Κάνοντας λόγο για την επιλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου ως τόπου που θα λάμβανε χώρα η έκθεσή τους, οι καλλιτέχνες σημείωσαν ότι κατόπιν της δημιουργίας της από κοινού συλλογής τους έγινε η πρόταση στη διευθύντρια Ευαγγελία Μηλίτση, η οποία εντέλει με μεγάλη χαρά δέχθηκε να γίνει συν-έκθεση με τις υπάρχουσες πυξίδες του μουσείου, οι οποίες εντοπίστηκαν από περιοχές όπως η Άνθεια, η Αρχαία Θουρία, η Αρσινόη και το Βλαχόπουλο.
«Νομίζω ότι και οι δύο προσεγγίσεις έδεσαν πολύ ωραία και αρμονικά στην παρουσίασή τους», εξήγησαν.
Ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες του μουσείου
Στο μεταξύ, εκ μέρους του μουσείου η αρχαιολόγος Κατερίνα Τζαμουράνη σημείωσε ότι η συγκεκριμένη έκθεση αγκαλιάστηκε τόσο από το μουσείο όσο και από τους επισκέπτες. «Βέβαια, στο ξεκίνημα της έκθεσης, το Φεβρουάριο του 2020, ήμασταν άτυχοι, γιατί τα δύο χρόνια της πανδημίας, δυστυχώς, το μουσείο ήταν σχεδόν κλειστό. Παρ’ όλα αυτά, στο υπόλοιπο διάστημα έγιναν εκπαιδευτικά προγράμματα και αρκετές ακόμα δράσεις, αφού το μουσείο ούτως ή άλλως φιλοξενούσε αντίστοιχες δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα, με αποτέλεσμα πολλές φορές αυτά να συνδυάζονται», εξήγησε ακόμα.
Όσον αφορά στο παιδικό και ενήλικο κοινό του μουσείου, η κα Τζαμουράνη ανέφερε: «Τα παιδιά έφευγαν πάντα ενθουσιασμένα από την ξενάγηση και την παρουσίαση στην έκθεση. Ταυτόχρονα, είχαμε και ενήλικο κοινό. Αρκετοί ξένοι και ντόπιοι αξιοποίησαν τα διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα που έτρεχαν στο μουσείο, για να ενημερωθούν για την έκθεση. Υπήρξε μια ζύμωση από κοινό με γονείς, παιδιά, ξένους επισκέπτες από γκρουπ».
Σε αυτό το πλαίσιο, κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό της έκθεσης που έριξε αυλαία τις προηγούμενες ημέρες, τόνισε: «Μια περιοδική έκθεση έχει πάντοτε το καλό ότι μας ανανεώνει. Θεωρώ ότι ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία για το μουσείο να δώσει βήμα σε νέους καλλιτέχνες να εκθέσουν σύγχρονη τέχνη και ν’ ανανεώσουμε την επαφή με το κοινό μας. Έτσι πιστεύουμε ότι ο απολογισμός, παρά τα όσα μεσολάβησαν, είναι θετικός!».
Της Χριστίνας Μανδρώνη