Οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα υπερβαίνουν σημαντικά τον μέσο όρο της Ε.Ε. στην κατηγορία των γενικών δημοσίων υπηρεσιών (κυρίως διοικητικές υπηρεσίες και δημόσιο χρέος), στις Οικονομικές υποθέσεις (όπως η ενέργεια και οι μεταφορές), στην Άμυνα, τη Δημόσια τάξη, την Περιβαλλοντική προστασία (όπως απορρίμματα) και – οριακά – στην Κοινωνική προστασία (συντάξεις και επιδόματα). Ωστόσο, η Ελλάδα υστερεί στις δαπάνες για Οικιστική μέριμνα (όπως ύδρευση και στεγαστική πολιτική), Αναψυχή και πολιτισμό (όπως αθλητισμός και ραδιοτηλεόραση), Υγεία και Εκπαίδευση.
Αυτό προκύπτει από ανάλυση του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ) βάσει των στοιχείων της Eurostat από το 1995, όπου πρέπει να ληφθεί υπόψη η μεγάλη μείωση του ΑΕΠ, που σημαίνει ότι η μεταβολή του ποσοστού μιας κατηγορίας δεν σημαίνει απαραίτητα και μεταβολή της σε απόλυτα μεγέθη αλλά ταχύτερη ή βραδύτερη μεταβολή σε σχέση με τη μεταβολή του ΑΕΠ.
Αναλυτικά, οι γενικές δημόσιες υπηρεσίες υπερβαίνουν διαχρονικά τον μέσο όρο της ΕΕ, κάτι που οφείλεται κυρίως στους τόκους δημοσίου χρέους, οι οποίοι αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της κατηγορίας. Στην κατηγορία των οικονομικών υποθέσεων, η Ελλάδα βρίσκεται γενικά κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ με κάποιες απότομες διακυμάνσεις. Στα έτη 2012, 2013 και 2015 οι αυξήσεις οφείλονται στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, ενώ στα έτη 2020 και 2021 στις έκτακτες δαπάνες για την πανδημία, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές, που δεν ταξινομούνται στις δαπάνες υγείας.
Οι κατηγορίες Άμυνα και Δημόσια τάξη είναι εκείνες όπου η Ελλάδα παρουσιάζει συστηματική υπέρβαση από τον μέσο όρο της ΕΕ. Στη μεν άμυνα φαίνεται ότι η υπέρβαση είναι ιδιαίτερα μεγάλη (σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου) και καλύπτει το σύνολο της περιόδου, στη δε δημόσια τάξη η υπέρβαση εμφανίζεται μέσα στην περίοδο της κρίσης και διατηρείται από τότε. Φαίνεται πως καμία από τις δύο κατηγορίες δεν περιορίστηκε στη διάρκεια της κρίσης.
Η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική στις δύο κατηγορίες δαπανών που η Ελλάδα υστερεί συστηματικά, στην Υγεία και την Εκπαίδευση. Οι δαπάνες και των δύο κατηγοριών ήταν διαχρονικά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, λιγότερο η Υγεία και περισσότερο η Εκπαίδευση. Οι δαπάνες για υγεία περιορίστηκαν σημαντικά στην περίοδο της κρίσης και άρχισαν να ανακάμπτουν μετά το 2015, παραμένοντας όμως κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Οι δαπάνες για εκπαίδευση μειώθηκαν σχετικά λιγότερο στην κρίση αλλά δεν ανέκαμψαν στη συνέχεια.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες στην Κοινωνική προστασία είναι ούτως ή άλλως η μεγαλύτερη κατηγορία δημόσιων δαπανών και όπως φαίνεται η Ελλάδα ξεκίνησε από πολύ χαμηλότερο σημείο σε σχέση με την ΕΕ και συνέκλινε μέχρι να το φτάσει λίγο πριν την έναρξη της κρίσης. Στη διάρκεια της κρίσης οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας δεν μειώθηκαν αλλά σταθεροποιήθηκαν, κάτι που σημαίνει ότι η (απόλυτη) μείωσή τους ήταν στα ίδια ποσοστά με τη μείωση του ΑΕΠ. Οι δαπάνες περιβαλλοντικής προστασίας παρουσιάζουν μια ιδιόμορφη εικόνα καθώς αυξήθηκαν εντυπωσιακά στα πρώτα χρόνια της κρίσης και παρέμειναν υψηλές, σχεδόν διπλάσιες από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Βάσει των παραπάνω, το Ινστιτούτο ΕΝΑ συμπεραίνει πως το ελληνικό κράτος, συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ, επιβαρύνεται με υψηλότερο δημόσιο χρέος και είναι περισσότερο προσανατολισμένο στην εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια παρά στην υγεία και την εκπαίδευση. Επίσης, διαπιστώνει πως αυτό δεν άλλαξε ιδιαίτερα στη διάρκεια της κρίσης. Η γενικευμένη μείωση των δαπανών έπληξε πολύ περισσότερο εκείνες που ήταν ήδη χαμηλές (όπως υγεία και εκπαίδευση) και λιγότερο ή καθόλου εκείνες που ήταν υψηλές (όπως άμυνα και δημόσια τάξη).
Πηγή: moneyreview.gr