Ο Μεσσήνιος ποιητής και λογοτέχνης μιλά στο «Θ»
Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος είναι από τους ποιητές της Μεσσηνίας που έχουν ξεχωρίσει σε μια σταθερή πορεία χρόνου. Και παρότι το διήγημα και η νουβέλα φαίνεται να κερδίζουν έδαφος μετατοπίζοντας τη γραφή του προς τον πεζό λόγο, η ποίηση δεν τον (ή δεν την) αφήνει ποτέ… «Τι ωραία να μιλάμε για ποίηση… Τι ωραία να μιλάμε για εκδοχές του κόσμου…», σχολίασε κάποια στιγμή ανάμεσα στις συνεννοήσεις μας για την παρακάτω συνέντευξη, την οποία είχα νιώσει από καιρό ότι του την «όφειλα»… Μάλλον από τότε που τον πρωτοσυνάντησα στα λογοτεχνικά βραβεία της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας.
Ο λόγος στον ίδιο, λοιπόν, και στο δημοσιογράφο μόνο οι απορίες και τα ερωτήματα για το πώς, το γιατί, το πότε και το πού, τα οποία αποκαλύπτουν τον άνθρωπο, τον λογοτέχνη, τη διαδρομή, το δικό του σύμπαν, αλλά και τη θέση της ποίησης στον κόσμο…
-Σκέφτομαι ότι οι περισσότεροι μεγάλοι ποιητές είναι άνδρες, αλλά τα αγόρια μάλλον δεν ενθαρρύνονται προς σε αυτή την κατεύθυνση. Πότε και πώς ήρθε στη δική σου ζωή η ποίηση;
Η ενασχόληση των νέων με τις τέχνες θα έπρεπε να είναι βασικό εργαλείο σε ένα πραγματικά σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα. Στο σχολικό περιβάλλον του ‘80 και του ‘90, μάλλον ως εξαίρεση μπορούσε να γίνει μια προσπάθεια δημιουργικής προσέγγισης της λογοτεχνίας, των εικαστικών ή της μουσικής. Στην περίπτωσή μου έπαιξαν ρόλο αρχικά τα ερεθίσματα από τους γονείς μου και στη συνέχεια οι σπουδές μου στην κλασική κιθάρα. Από τα παιδικά χρόνια, η αγάπη μου για το τραγούδι μού γνώρισε τον κόσμο της ελληνικής στιχουργίας και ποίησης. Η δημιουργική μου ενασχόληση προέκυψε στην εφηβεία, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ένα νήπιο ανακαλύπτει πώς μπορεί να κλωτσά μια μπάλα.
Όσο για την υπερίσχυση του ανδρικού φύλου στην ποίηση, θα μπορούσαμε να αναλογιστούμε τη θέση της γυναίκας στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες. Με κατεκτημένη πια την ωριμότητα ώστε να γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο στερεότυπα σαν κι αυτό που θεωρεί τη “μεγάλη” ποίηση αποκλειστικότητα του ανδρικού φύλου, οι μελλοντικές αναγνώσεις θα φανερώσουν διαφορετικές ισορροπίες στο ποιητικό στερέωμα.
-Από πού πηγάζει η έμπνευσή σου και τι περιλαμβάνει το δικό σου ποιητικό σύμπαν; Έχεις κάποιες ρουτίνες γραψίματος;
Τα ερεθίσματα προκύπτουν από την καθημερινότητά μου. Το αστικό περιβάλλον έχει ισχυρή παρουσία στα πρόσφατα δείγματα γραφής μου, οι νουβέλες μου εξελίσσονται στην πόλη. Ωστόσο, αν μιλήσουμε για τα «Αταξίδευτα» και τη «Μεσολάβηση», οι αναφορές στη φύση υπερισχύουν. Εκεί, μοιάζει να προσπαθώ να κλείσω λογαριασμούς με τα παιδικά μου χρόνια. Μεθώνη, Λευκάδα, θάλασσα, γη κ.λπ. Όπως και να ’χει, κυρίαρχος στο ποιητικό μου σύμπαν, όπως το λες, δεν μπορεί παρά να είναι ο άνθρωπος, με τα αδιέξοδά του, τη στάση του απέναντι σε ό,τι τον περιβάλλει, τις διαπροσωπικές σχέσεις του. Προσπαθώ να εντάσσω τη γραφή στο ημερήσιο πρόγραμμα εν είδει ρουτίνας, επειδή η έμπνευση από μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει σε έμπρακτο λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Ναι, υπάρχουν συγκεκριμένες ώρες της μέρας που θα με βρουν μπροστά στον υπολογιστή, έστω για διορθώσεις σε παλιότερα κείμενα.
Το γράψιμο πρέπει να το επισκέπτεσαι κάθε μέρα. Ακόμα κι αν νομίζεις πως δε σου έχει “δώσει” τίποτα, τελικά κάτι έχεις πάρει. Νομίζω, σε όλες τις τέχνες έτσι είναι. Το δύσκολο είναι να είσαι συνεπής σε αυτό… Είναι από τις αλήθειες που επιστρέφουν με κάθε τρόπο ως υπενθύμιση στην καθημερινότητά μου.
-Η φύση πώς ακριβώς λειτούργησε;
Είχα την τύχη της συχνής απόδρασης από την πόλη, στους τόπους καταγωγής των γονιών μου. Το χωριό ήταν ο παράδεισος των παιδικών μου χρόνων και είναι μια πολύτιμη εμπειρία ακόμα και για την ενήλικη ζωή μου. Ο παιδικός αυθορμητισμός στα φυσικά περιβάλλοντα συνεπάγεται την ανάπτυξη μιας δημιουργικότητας κοντά στην αληθινή φύση του ανθρώπου. Καλό και το χαρτί, το ψαλίδι και η κόλλα, αλλά, όπως και να το κάνουμε, η λάσπη, το χορτάρι, το νερό δεν αντικαθίστανται.
-Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για σένα να μετατρέψεις την εικόνα ή τις σκόρπιες λέξεις σε ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο;
Πράγματι, όλα μπορεί να ξεκινούν από την εικόνα. Αρκετές φορές η ιδέα προκύπτει από ένα οπτικό ερέθισμα, συχνά από μια φωτογραφία. Κι ενώ η μετατροπή της ιδέας σε λέξεις, σε κείμενο, μπορεί να γίνεται πολλές φορές καταιγιστικά, ένα λογοτεχνικό έργο ολοκληρώνεται έπειτα από κοπιαστική δουλειά. Σε μένα συχνά μένει μια αμφιβολία, για το κατά πόσο είναι ολοκληρωμένο ένα ποίημα ή ένα πεζό κείμενο, σχεδόν βασανιστική.
-Επιρροές και ποιητικές συγγένειες του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου; Πού θα κατέτασσες τον εαυτό σου αν θέλαμε να σε βάλουμε σε ένα «ρεύμα»;
Γενικά δυσκολεύομαι να σταθώ απέναντι στην ποίησή μου, πόσο μάλλον με σκοπό να την κατατάξω σε κάποιο ρεύμα, σε κάποια τάση, σχολή. Προτιμώ να εξελίσσομαι αποκλειστικά ακολουθώντας τις ανάγκες μου για έκφραση, χωρίς να επιζητώ καταναγκαστικά εκείνα τα στοιχεία που θα με διαφοροποιήσουν από προϋπάρχοντα ρεύματα ή θα στοιχειοθετήσουν κάτι φρέσκο, κάτι καινούριο.
Πάντως, αν η αναγνωστική εμπειρία μου, της νεότερης ηλικίας, μπορεί να πει κάτι, εύκολα θα μπορούσα να αναφέρω το θαυμασμό μου για τη θεατρικότητα και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία του Ρίτσου, το παράδοξο στον Γονατά, την αμεσότητα του Αναγνωστάκη, την ελλειπτικότητα του Καρούζου. Μ’ αρέσει να επιστρέφω και να συνδέομαι με τον Καρυωτάκη, τον Καββαδία, με τα διηγήματα του Βιζυηνού, την ποιητική στιχουργία του Αλκαίου.
-Τι ρόλο παίζει η ποίηση στη ζωή σου; Πού στοχεύεις όταν γράφεις;
Θα έλεγα πως η ποίηση στη ζωή μου κρατά το ρόλο ενός κομπάρσου! Εννοώ πως ως έμπρακτη δραστηριότητα μοιάζει με ένα σύντομο πέρασμα στη ροή του εικοσιτετραώρου. Όμως, είναι κάτι άλλο. Μιας και μιλάμε με θεατρικούς όρους θα ταίριαζε ο ρόλος του υποβολέα. Είναι μια φωνή, ένας αδιάκοπος ψίθυρος. Ο ποιητής είναι «παρών», ακούει, συνομιλεί, μερικές φορές νομίζει πως μ’ ένα ποίημα την κατασιγάζει. Όταν γράφω, στοχεύω να αποδίδω κατά το δυνατόν την πλησιέστερη εκδοχή της.
-Τι θέση έχει η ποίηση στη σύγχρονη ζωή; Γράφεται σημαντική ποίηση; Διαβάζεται; Σε τοπικό επίπεδο πώς είναι τα πράγματα;
Γράφεται και πάντα θα γράφεται σημαντική ποίηση. Κι από τη στιγμή που γράφεται, θα διαβάζεται. Οι σημερινές κοινωνίες έχουν ανάγκη την ποίηση με τον ίδιο τρόπο που την είχαν κι εκείνες του παρελθόντος. Καταλαβαίνω πως οι ρυθμοί του σύγχρονου τρόπου ζωής δε συνηγορούν σε ό,τι μόλις διατύπωσα. Μα δείτε όμως το διαδίκτυο, είναι γεμάτο με ποίηση.
Σε τοπικό επίπεδο έχω φίλους που γράφουν, εκδίδουν τα έργα τους, μοιραζόμαστε τα κείμενά μας, συζητάμε γι’ αυτά. Επίσης διατηρείται ένα ενδιαφέρον στην κοινωνία της Καλαμάτας για εκδηλώσεις με θέμα τη λογοτεχνία. Από την άλλη, δεν είναι συχνές οι γεμάτες αίθουσες και δύσκολα μπορεί ένα βιβλιοπωλείο να στηριχτεί αποκλειστικά στην πώληση βιβλίων.
-Υπάρχει μια μετατόπιση τον τελευταίο καιρό στη γραφή σου από την ποίηση στην πεζογραφία;
Αν γίνει σύγκριση του χρόνου που αφιερώνω στο ένα και στο άλλο είδος, τους τελευταίους μήνες, τότε σίγουρα η πεζογραφία έχει το προβάδισμα. Από την άλλη, ο ποιητικός λόγος στα διηγήματα και τις νουβέλες μου δεν παρεισφρέει για να δικαιολογήσω τις ποιητικές καταβολές μου (sic). Ενυπάρχει στη διαδικασία της αφήγησης της ιστορίας, στη μυθοπλασία. Μια εγγενής μορφή ασθένειας ίσως.
-Τι υλικό υπάρχει στα συρτάρια σου; Πώς γίνεται η επιλογή του τι θα εκδοθεί και ποια είναι η μοίρα των υπόλοιπων γραπτών; Θα δούμε κάτι άλλο δικό σου σύντομα;
Υπάρχουν κάποιες νουβέλες, μία συλλογή διηγημάτων καθώς και μία ποιητική συλλογή. Η επιλογή γίνεται περισσότερο βάσει ενστίκτου. Προηγούνται κείμενα που μοιάζουν περισσότερο έτοιμα από τα άλλα. Βεβαίως, ζητώ τη γνώμη συγγενών και φίλων και είναι αυτονόητο πως τον τελευταίο λόγο έχει ο εκδότης. Σε αυτό το πλαίσιο αισιοδοξώ πως μέσα στο 2024 θα έχουμε κάτι νεότερο. Μέχρι τότε, στα προϋπάρχοντα δείγματα γραφής σε έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και στο διαδίκτυο, προστίθενται καινούρια ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
-Ξεχωρίζεις κάποια ποιήματά σου; Και πόσο/πώς βλέπεις να αλλάζει η γραφή σου μέσα στο χρόνο;
Όταν επιστρέφω σε παλιότερα κείμενα, συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό μου των 25 ή των 30 ετών, αλλά είναι ανακουφιστικό να διαπιστώνω την αλλαγή στο πέρασμα του χρόνου. Μπορεί η ανάγκη για έκφραση να με καθοδηγεί, όμως μου φαίνεται πως από τότε έχω πια αρχίσει να ψυλλιάζομαι πότε δεν έχω να πω τίποτα. Είναι οι στιγμές της σιωπής ή του καλαθιού των σκουπιδιών. Το βρίσκω σοβαρή κατάκτηση. Πάντως, για να απαντήσω στο πρώτο σκέλος της ερώτησης, από κάθε περίοδο βεβαίως και υπάρχουν ποιήματα που ξεχωρίζω.
-Από τα έργα σου απορρέουν οι σύγχρονοι προβληματισμοί σε μορφή χωροχρονικής αναζήτησης. Πώς αισθάνεσαι την κατακερματισμένη κοινωνία;
Μπροστά στον κυνισμό των οικονομικών συμφερόντων, στην ολοκληρωτική παράδοση της ζωής μας στους νόμους της αγοράς, η κοινωνία φαίνεται να αποτυγχάνει να απαντήσει συλλογικά βάζοντας τον άνθρωπο στο επίκεντρο και τούτο να εκφραστεί, π.χ., σε πολιτικό-ιδεολογικό επίπεδο. Ήρθε και η πανδημία να καθιερώσει το ψηφιακό αποτύπωμα σε πρωτεύουσα, πολλές φορές, κοινωνική δραστηριότητα. Επιτρέψτε μου να επιδιώκω να παρατηρώ, στους κατά τα λοιπά έτοιμους για αλληλοσπαραγμό μικρόκοσμους, την αγωνία του σημερινού ανθρώπου, όπως εκφράζεται αυθόρμητα στο δρόμο, στη γειτονιά, στη συνοικία, έστω και με λανθάνοντα τρόπο μέσα στη μοναξιά του. Εδώ το ποιητικό υποκείμενο τι θα μπορούσε να κάνει; Να κάνει αυτοκριτική, να εξομολογείται, να αμφιβάλλει, να αυτοσαρκάζεται, έπειτα να προσκαλεί τον αναγνώστη. Να τι δεν είπα πριν στην ερώτηση για τη θέση της ποίησης στη σύγχρονη ζωή…
-Ο χρόνος τι είναι για σένα; Κάτι που κυλά και μας στιγματίζει ή μία κλεψύδρα που αδειάζει και γεμίζει αναλόγως για τον κάθε άνθρωπο;
Και οι δύο διατυπώσεις έχουν μέσα τους την έννοια της ροής. Ο ανθρώπινος νους συμφιλιώνεται κάπως με τούτο το μοντέλο (ο δείκτης του ρολογιού, το χρονόμετρο, η κλεψύδρα). Στα τελευταία μου, ανέκδοτα ακόμα, διηγήματα οι ήρωες δοκιμάζονται στο μηδέν, στο τίποτα, στην ανυπαρξία, στο πουθενά όπως το ορίζουν οι τρεις διαστάσεις. Δοκιμάζονται στα όρια της διαστολής του χρόνου, άρα της συμπύκνωσης εμπειριών και καταστάσεων, μα χωρίς να τους μένει κάτι απτό. Σε αυτή τη διαστολή μπορεί να βρίσκεται κι η ευτυχία.
-Πιστεύεις στο πεπρωμένο;
Το μόνο προδιαγεγραμμένο είναι ο θάνατος. Όλα τα άλλα αγγίζουν το όριο του τυχαίου.
-«Καλός ποιητής είναι αυτός που ανακαλύπτει μια πτυχή της ζωής που δεν είχε προσέξει άλλος», αυτό δήλωσε πριν από λίγες μέρες σε συνέντευξή του στο «Θάρρος» και στη συνάδελφο Χριστίνα Μανδρώνη ο Τίτος Πατρίκιος. Πώς ορίζεις εσύ την καλή ποίηση-τον καλό ποιητή;
Πράγματι ο ποιητής, εκτός των άλλων, μπορεί να ανακαλύπτει διαφορετικές πτυχές σε ό,τι τον περιβάλλει ή συμβαίνει. Προσωπικά δεν μπορώ να ορίσω την καλή ποίηση. Και ό,τι αναφέραμε σε προηγούμενη ερώτηση ως “μεγάλη ποίηση”, περισσότερο έχει να κάνει με το καινοτόμο, το φρέσκο, οπωσδήποτε με το διαχρονικό.
-Έχω πάντα την απορία αν οι ποιητές, οι λογοτέχνες και γενικά οι καλλιτέχνες βλέπετε τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εμείς…
Δεν ξέρω αν θα είχε νόημα το να συνεχίσω να γράφω αν με κάποιον τρόπο με διαβεβαίωναν πως βλέπω διαφορετικά τον κόσμο από τους άλλους. Η δημιουργία είναι ένας τρόπος να έρθεις πιο κοντά με τους άλλους.
—
Δείγματα γραφής του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου
-η αφήγηση-
Αφηγούμαι τα παράθυρα
από μνήμης
Με μιαν αφήγηση ασπρόμαυρη
Έχουν μια προοπτική αυτά τα παράθυρα
αποσιωπητική
Ένα μηχανισμό έχουν
να τα κρατά σφαλισμένα
Τζαμαρίες που διευκρινίζουν κάθε τους
τριγμό
Όλα είναι ξεκάθαρα και
σε οικείες διαλέκτους
μεταφρασμένα
Στέκονται στο ύψος τους
όταν εξακολουθώ να τα λέω απ’ έξω
κι είμαι έτοιμος
όταν ανοίξουν να πέσω στο κενό
της μνήμης
-“Μεσολάβηση”, εκδόσεις 24 γράμματα 2018, Α’ Βραβείο Ποίησης 1ου λογοτεχνικού διαγωνισμού Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας 2017
—
[…] Απόψε η νύχτα συμβαίνει όπως όλες οι άλλες, πλην της Δευτεριάτικης, στο
“Όχι-Μη-Δεν”. Πίνω κάτι με ρούμι. Έχω εμπιστοσύνη στον μπάρμαν, είμαι
παλιά εδώ μέσα κι έχω το θάρρος, να μην παραγγέλνω πια. Κάθομαι δίπλα
στην κολώνα “DONT TOUCH”, έχει συγκρουστεί μαζί της όλη μου η ζωή κι έχει
πέσει στο πάτωμα σε μικρά κομμάτια. Αν σκύψω να τα μαζέψω θα φύγω από
εδώ μέσα ίδια κι απαράλλαχτη μ’ όπως μπήκα. Δεν έχω τέτοιο σκοπό. Όμως
πρέπει κάτι να γίνει. Φέρτε μου μια σκούπα, λέω στον μπάρμαν. Γέλασε. Δεν
έχω ιδέα πώς τον λένε. Κι ένα φαράσι. Πρώτα τα θραύσματα κι έπειτα τα υγρά.
Γιατί πρέπει να έχει και τέτοια. Εκείνα τα άοσμα, άχρωμα χρειάζονται φασίνα.
Δεν είναι ντροπή. Έναν κουβά και μια σφουγγαρίστρα. Δικέ μου, έχει πράμα
εδώ. Οι πελάτες δεν έχουν πάρει είδηση. Πίνουν το ποτό τους στα τυφλά.
Ψάχνουν το δρόμο για την τουαλέτα. Πατάνε τα κομμάτια μου χωρίς να το
καταλαβαίνουν. Σάμπως κι εγώ δεν το χω κάνει; Πατάμε ο ένας στο πτώμα του
άλλου γιατί στο μπαρ “Όχι-Μη-Δεν” ο καθένας κάνει ο,τι μπορεί για να τη
βγάλει καθαρή. […]
-Απόσπασμα απ’ το διήγημα “το μπαρ όχι-μη-δεν”, από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Ζερό»
Σύντομο Βιογραφικό…
Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε το 1979 στην Καλαμάτα. Για την ποιητική συλλογή «Αταξίδευτα» (2015 εκδόσεις poema) έλαβε το 2016 το Βραβείο Ποίησης «Μαρία Πολυδούρη» για πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή. Από τις εκδόσεις 24 γράμματα κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή «Μεσολάβηση» (2018) και η νουβέλα «Υπενθύμιση» (2019). Στις εκδόσεις Μετρονόμος κυκλοφορεί η νουβέλα «Τα χέρια της» (2021). Στους Α’ και Γ’ Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας έλαβε το Α’ Βραβείο Ποίησης. Κείμενά του δημοσιεύονται σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά λόγου.
Έχει δημοσιεύσει στο youtube μελοποιήσεις ποιημάτων. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το τραγούδι, τη μουσική και τη φωτογραφία, ενώ έχει «εκτεθεί» και ως ηθοποιός!
Της Χριστίνας Ελευθεράκη