Στα δημοκρατικά πολιτεύματα οι πολιτικές εξαγγέλλονται, κριτικάρονται και τελικά οδηγούνται προς υλοποίηση μέσω αντιπαράθεσης θέσεων κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, κυρίως του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης που είναι οργανωτικά έτοιμο να διεκδικήσει την εξουσία από το κυβερνητικό κόμμα. Στη χώρα μας, κατά την τελευταία πενταετία και ιδιαίτερα κατά την τελευταία χρονιά, εμφανίζεται αδυναμία στην ολοκληρωμένη και πλήρως τεκμηριωμένη διαχείριση των θεμάτων που άπτονται των κυβερνητικών πρωτοβουλιών από τα κόμματα της πολυπρόσωπης αντιπολίτευσης. Αυτό το κενό στην κοινοβουλευτική διαδικασία έρχεται να καλύψει η κοινωνία που, μέσω οργανωμένων ομάδων ή/και έκφρασης γνώμης κατά τις δημοσκοπήσεις, αντιπαρατίθεται έντονα σε κάποιες κυοφορούμενες ή εξαγγελλόμενες κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Ασφαλώς αυτού του είδους αντιδράσεις, ιδιαίτερα οι εκπορευόμενες από συντεχνιακού χαρακτήρα μειοψηφικές ομάδες, δεν έχουν όλες νομιμοποιητική βάση στη συνείδηση του συνόλου της κοινωνίας.
Όμως, σε ένα μεγάλο ποσοστό τους, ιδιαίτερα όταν η μη συνεκτίμηση αυτών των αντιδράσεων μπορεί να προκαλέσει μείωση επιρροής στο εκλογικό σώμα, λειτουργούν με εξυγιαντικό τρόπο, βελτιώνοντας τις αρχικά εξαγγελλόμενες προτάσεις.
Η δημιουργία αυτής της νέας συνιστώσας στο πολιτικό μας σύστημα, και συνακόλουθα και του νέου όρου «κοινωνική αντιπολίτευση», φαίνεται ότι σχετίζεται και με την αποϊδεολογικοποίηση των πολιτικών κομμάτων και την εμφάνιση τάσεων στο εσωτερικό τους με συγκρουόμενες, σε πολλές περιπτώσεις, επιδιώξεις μεταξύ τους. Αν κάποιες ομάδες οπαδών μιας τάσης του κυβερνητικού κόμματος δε συμφωνούν με κάποιες πολιτικές εξαγγελίες του αντιδρούν και, στις περιπτώσεις που οι αντιδράσεις τους βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση με εκείνες άλλων κομμάτων, το τελικό άθροισμα αποκτά αυξημένο εύρος και δυναμική. Έτσι διαμορφώνονται ντε φάκτο πλειοψηφίες πολιτών που η γνώμη τους δεν μπορεί να μη συνεκτιμηθεί πολιτικά. Μια πρόδρομη φάση εμφάνισης «κοινωνικής αντιπολίτευσης» σημειώθηκε κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του περυσινού φθινοπώρου. Στις λίγες περιπτώσεις που υπήρχαν δυσαρέσκειες για υποψηφίους διαμορφώθηκαν άτυπες ή, σε λίγες περιπτώσεις, συντονισμένες ενέργειες συσπείρωσης ακόμα και ετερόκλητων πολιτικών ομάδων, προκειμένου να δημιουργηθούν ανατροπές. Βέβαια, η τελική επιτυχία ή όχι αυτών των ανατροπών θα προσδιοριστεί με την καταμέτρηση του κοινωνικού έργου που θα δημιουργηθεί από τις ομάδες που αναδείχθηκαν από τις ανατροπές κατά τις επόμενες χρονικές περιόδους.
Η «κοινωνική αντιπολίτευση» μπορεί να λειτουργήσει εξυγιαντικά και στο εσωτερικό των κομμάτων και, μάλιστα, σε πολλές πολιτικές ενέργειές τους. Έναν τομέα που θα μπορούσε να επηρεάσει εξυγιαντικά με τον περιορισμό τους, είναι ο τομέας των «ατομικών εξυπηρετήσεων», παρότι αυτό το φαινόμενο είναι ευρύτατα αποδεκτό σε πολλά στρώματα της κοινωνίας (όλοι καταδικάζουν φραστικά το ρουσφέτι, αλλά οι περισσότεροι το επιδιώκουν για τους εαυτούς τους). Όμως, ο κίνδυνος της δημοσιοποίησης και των αντιδράσεων της «κοινωνικής αντιπολίτευσης» θα λειτουργεί ως παράγοντας αυτοσυγκράτησης. Μια άλλη διαδικασία που θα μπορούσε να εξυγιάνει είναι η νομοθετική. Το περιεχόμενο των νομοθετικών προτάσεων που προωθούνται για επιψήφιση από τη Βουλή σύμφωνα με το Σύνταγμα πρέπει να προωθεί το γενικό συμφέρον. Αν σε αυτές τις προτάσεις αποκρύπτονται με επιμέλεια, λόγω της πολύπλοκης διατύπωσης και τις πολλές παραπομπές σε άλλους νόμους, εξυπηρετήσεις μικρών ομάδων ή φωτογραφίζουν ωφελούμενα πρόσωπα, ο φόβος της αποκάλυψής τους, και του πολιτικού κόστους που θα δημιουργηθεί για το πολιτικό κόμμα που τις προτείνει, θα αποτελεί σταθερό αποτρεπτικό παράγοντα συμπερίληψής τους σε νομοθετικές προτάσεις.
Ο σημαντικότερος, όμως, τομέας εξυγιαντικής επενέργειας της «κοινωνικής αντιπολίτευσης» αποτελεί ο τομέας των κομματικών γραφειοκρατών, δηλαδή των πολυπληθών ομάδων που κατακλύζουν ολόκληρες τις κομματικές ιεραρχικές πυραμίδες. Με παχυλές αμοιβές, ένα μεγάλο μέρος τους, όταν ανήκουν στο κόμμα που κυβερνά, αλλά και με αγωνιώδεις σχεδιασμούς για την άνοδο των κομμάτων τους στην εξουσία όταν ανήκουν σε κόμματα που επιδιώκουν να κυβερνήσουν, επιχειρούν να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα που στις περισσότερες περιπτώσεις αποκλίνουν σημαντικά από τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της.
Η τυχόν αποκάλυψη άστοχων κοινωνικά ενεργειών τους, με τη βοήθεια των ευρύτατα διαδεδομένων κατά τη σύγχρονη περίοδο μέσων επικοινωνίας, οδηγεί υποχρεωτικά σε εσωτερική εξυγίανση και αυτής της πολιτικής ομάδας.
Δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσο χρονικό διάστημα θα απαιτηθεί για να διαμορφωθεί δομημένη εναλλακτική πολιτική πρόταση διακυβέρνησης στη χώρα μας. Εκτιμώ, όμως, ότι η «κοινωνική αντιπολίτευση» είναι σε όλες τις περιπτώσεις αναγκαία. Εξάλλου, στην εποχή μας αποτελεί μια μορφή άμεσης δημοκρατίας, που μπορεί να συμπληρώνει τις ατέλειες που εμφανίζονται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα