Για το νέο του βιβλίο «Χωρίς Στέμμα. Η αβασίλευτη του Μεσοπολέμου – Ανατομία ενός ιστορικοπολιτικού ατυχήματος» μίλησε στο «Θ» ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Θανάσης Διαμαντόπουλος.
Την προσεχή Δευτέρα, 4 Μαρτίου, στις 7.00 το απόγευμα, στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας, με αφορμή το εν λόγω βιβλίο θα διεξαχθεί συζήτηση τόσο για την εποχή την οποία καλύπτει όσο και για τους θεσμικοπολιτικούς παράγοντες που μπορεί να καταστήσουν εύτρωτο το δημοκρατικό πολίτευμα.
Στη συζήτηση θα συμμετέχουν οι: Αλέκος Παπαδόπουλος- πρώην υπουργός, Άγγελος Συρίγος- αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, Παντείου Πανεπιστημίου, βουλευτής Α΄ Αθηνών, τ. υπουργός, Αντώνης Κλάψης – επίκουρος καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ιωάννης Θεοδωρόπουλος – δικηγόρος, ιστορικός ερευνητής και ο συγγραφέας. Χαιρετισμό θα απευθύνει ο δήμαρχος Καλαμάτας, Θανάσης Βασιλόπουλος.
Να σημειώσουμε ότι η εκδήλωση διοργανώνεται… υπό τη σκέπη του βιβλιοπωλείου «Βιβλιόπολις», των εκδόσεων «Πατάκη» και του Δήμου Καλαμάτας.
«Σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ημέρα που η ελληνική Βουλή, ουσιαστικά εκβιαζόμενη από στρατοκρατικούς παράγοντες και υπό την πίεση συνθηκών εκτάκτων, άλλαξε το πολίτευμα, υπό συνθήκες που ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που τότε είχε εναντιωθεί στην αλλαγή αυτή με τον τρόπο που έγινε, χαρακτήρισε νομοτελειακό να το καταστήσουν εύτρωτο και βραχύβιο.
Η περίοδος ’24-’35 ήταν μια περίοδος γεμάτη εκτροπές, πραξικοπήματα και θεσμικές βαρβαρότητες. Ψηφίστηκαν νόμοι πρωτοφανούς διωγμού ιδεολογικά αντιφρονούντων που δεν έκαναν τίποτα κατά του καθεστώτος, απλά εξέφραζαν τοποθετήσεις υπέρ άλλων μορφών πολιτευμάτων.
Το πρώτο Σύνταγμα του 1925, που μετέφερε τις ιδεοληψίες ενός ανθρώπου που είχε ισχυρή διασύνδεση με το στρατοκρατικό παράγοντα, πέρα από το διωγμό των βασιλοφρόνων για να μην επιτρέψει την παλινόρθωση της δυναστείας, προέβλεπε κατά ανώτατο όριο το ενιαύσιο της πρωθυπουργικής θητείας για να αποτρέψει και επιστροφή του Βενιζέλου στα πολιτικά πράγματα.
Όλο αυτό ήταν και ένα θεσμικό- πολιτικό ανουσιούργημα» μας είπε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο κ. Διαμαντόπουλος και εξήγησε ότι αντιπαραθέτει την περίοδο αυτή με τη Δημοκρατία του ’74, τότε που οι πολιτικοί πατέρες σε μεγάλο βαθμό είχαν αφομοιώσει το δίδαγμα της περιόδου ’24-’35.
«Η Δημοκρατία του ’74 είχε μια θεσμική σοφία, είχε περιεκτικούς κανόνες του ευρύτερου φάσματος των πολιτικών δυνάμεων και έτσι στέριωσε» τόνισε χαρακτηριστικά ο καθηγητής.
Ακολουθεί η συνέντευξη:
-Κύριε καθηγητά, αφού σας ευχαριστήσουμε για την αποδοχή της πρόσκλησής μας, περνάμε στις ερωτήσεις. Έχουμε ανάγκη την ιστορία, γιατί πρέπει να διασώσουμε το παρελθόν, να διασώσουμε το χρόνο από τους φρενήρεις ρυθμούς του παρόντος. Συμφωνείτε;
Πέραν της αξίας του χθες ως θησαυροφυλακίου μνημών, πρέπει να τονιστεί και κάτι ακόμη. Μπορεί «ένα να διδάσκει η ιστορία, πως δε διδάσκει τίποτε», αλλά σε αυτό το «λειτουργικώς άχρηστο» της ιστορίας υπάρχουν εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, οι θεσμοθέτες της Δημοκρατίας του 1974, έχοντας βαθιά συναίσθηση των εγκληματικών σφαλμάτων των θεσμοθετών της Δημοκρατίας του 1924, απέφυγαν ένα προς ένα τα λάθη εκείνης της εποχής. Δε συγκρότησαν στρατοδικεία για τους ηττημένους, δεν προχώρησαν σε εκτελέσεις, δεν παρήγαγαν ποινική νομοθεσία διωκτική για τους αντίπαλους, έκαναν μια περιεκτική δημοκρατία, χωρίς να μετατρέψουν – όπως έκανε το Σύνταγμα του 1925 – τις φοβίες και τις διωκτικές μανίες τους σε Καταστατικό Χάρτη της χώρας.
-Το νέο σας βιβλίο θα μπορούσε κάποιος να το διαβάσει και ως συνέχεια του προηγούμενου, που έμεινε γνωστό ως «Η Δίκη των Έξι»;
Και στη συγκεκριμένη δίκη (εύλογα χαρακτηρίστηκε «δικαστικός κανιβαλισμός», χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε διεπράχθησαν τεράστια πολιτικά λάθη εκ μέρους των καταδικασθέντων, που πάντως ήταν ήρωες μιας τραγωδίας, της οποίας δεν είχαν τη δυνατότητα να κατευθύνουν τα νήματα) και στην αλλαγή πολιτεύματος το Μάρτιο του 1924 με συνθήκες, σε κάποιον βαθμό έστω, βιασμού της βούλησης της κοινωνίας, υπήρχε και κοινό υπόβαθρο (των δύο δραμάτων, του δικαστικού και του πολιτειακού). Αυτό ήταν η βενιζελοστρατοκρατία. Όλα, δε, ήταν επιμέρους εκδηλώσεις του Εθνικού Διχασμού, ο οποίος είχε από όλες τις πλευρές οδηγήσει στα τάρταρα το σεβασμό στους θεσμούς. Επρόκειτο για διαδοχικές εκδηλώσεις της κατίσχυσης της βίας σε μια διχασμένη και σχεδόν «άθεσμη» κοινωνία, όπου κυριαρχούσε η ανομία.
-Τόσο στο προηγούμενο όσο και στο νέο σας βιβλίο βλέπουμε ότι οι δεκαετίες από το 1910 έως το 1930 αποτελούν τη μήτρα, έτσι ώστε να καταλάβουμε τα προηγούμενα αλλά τα επόμενα ιστορικά γεγονότα;
Ανήκω σε μια γενιά, η οποία -λόγω των έκτακτων καταστάσεων μέσα στις οποίες διαμόρφωσε πολιτική συνείδηση – μετά την πτώση της δικτατορίας στραφήκαμε στη μελέτη των πολιτικών εκτροπών. Σχεδόν όλοι συνειδητοποιήσαμε γρήγορα πως τίποτε μεταγενέστερο δε θα μπορούσε να ερμηνευθεί χωρίς αναγωγή στο Μεσοπόλεμο, οπότε και κυριολεκτικά κυριάρχησε ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ιδεολογία της εκτροπής».
-Πιστεύετε ότι η χρονική απόσταση από τα ιστορικά συμβάντα, δίνει το δικαίωμα στο συγγραφέα για περισσότερη ευθυδικία στην ανάλυση των γεγονότων;
Ακόμη υπάρχουν πάθη που λειτουργούν συσκοτιστικά ή αυτολογοκριτικά, στερεότυπα και διανοητικές στρεβλώσεις, ωστόσο έστω και αργά βήματα γίνονται προς την απροκατάληπτη ιστορική ευθυδικία.
-Η εποχή που διαπραγματεύεστε και στο τελευταίο σας βιβλίο έχει ως «πρωταγωνιστή» τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Θεωρείτε ότι μέχρι πρότινος η ιστορία είχε σταθεί… ευγενικά απέναντί του, αν λάβουμε υπόψη μας ορισμένες αποφάσεις, όπως το “Ιδιώνυμο”, που έπληττε ευθέως τα δικαιώματα των πολιτών;
Ο Βενιζέλος υπήρξε ταυτόχρονα μύθος/θρύλος και δαίμονας για τον τόπο. Την περίοδο 1910-15 έκανε μεγάλο έργο. Σε επίπεδο θεσμικό (Σύνταγμα του 1911, που απαγόρευε τα έκτακτα στρατοδικεία και προέβλεπε τη δυνατότητα απαλλοτρίωσης μεγάλων τσιφλικιών, ώστε να μπορούν να αποκτήσουν ιδιοκτησία οι καλλιεργητές της γης), σε επίπεδο κοινωνικό (φιλεργατική νομοθεσία) και σε επίπεδο διεθνοπολιτικό και στρατιωτικό.
Μετά ήρθαν τα άσχημα. Ο νόμος 4229/1929, το «Ιδιώνυμο», εισήγαγε μία από τις παγκοσμίως πιο ανελεύθερες και πιο διωκτικές νομοθετικές ρυθμίσεις κατά των υποστηρικτών της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Προέβλεπε φυλάκιση και εξορία για τους επιδιώκοντες «εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος»…
Σημειώνω πως δεν αναφερόταν ότι η επιδίωξη αυτών των ιδεών θα γινόταν δια βιαίων μέσων, αλλά αρκούσε οι ιδέες, αυτές καθ’ εαυτές, να θεωρούνται ως δυνητικά εμπεριέχουσες το σπέρμα της βίας. Με άλλα λόγια, οι «αντικειμενικά επικίνδυνες» ιδέες εξομοιώνονταν με εγκληματικές πράξεις. Ουσιαστικά το Μνημόνιο εξέφραζε την αντεπαναστατική αγωνία μιας αστικής τάξης – η οποία στερήθηκε του ενοποιητικού μύθου της με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη συνακόλουθη κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας -, μια αντεπαναστατική αγωνία που υπήρχε χωρίς να έχει προηγηθεί επανάσταση.
Σημειωτέον πως, ανεξαρτήτως των προβλέψεων του Ιδιώνυμου ή του όχι ευκαταφρόνητου αριθμού διώξεων που ασκήθηκαν, και κατά τη βενιζελική τετραετία -όπως είναι αλήθεια και επί άλλων κυβερνήσεων του Μεσοπολέμου-, ήταν συνήθης η πρακτική στη διαδικασία καταστολής εργατικών κινητοποιήσεων, πρωτίστως οργανωμένων από το ΚΚΕ, η αστυνομία, η χωροφυλακή, ακόμη και ο στρατός, να πυροβολούν κατά των διαδηλωτών…
Ωστόσο, αυτά δεν ήταν τα χειρότερα. Με το ελαφρυντικό, βέβαια, των ειδικών συνθηκών της εποχής, οι διωγμοί αντιβενιζελικών/ κωνσταντινικών της περιόδου 1917-20 και οι τραμπουκισμοί κατά των αλλόγνωμων εκ μέρους των βενιζελικών παρακρατικών μηχανισμών υπήρξαν πρωτοφανείς.
Επίσης, ο Βενιζέλος υπονόμευσε συνειδητά την εξυγιαντική οικονομική πολιτική του Καφαντάρη την περίοδο 1927-28. Μετά το 1932, με πρόθεση και μικροκομματική ιδιοτέλεια, αναθέρμανε το κλίμα του Εθνικού Διχασμού. Οδήγησε έτσι στα εθνοκτόνα, πάντως καταστροφικά για τη Δημοκρατία, πραξικοπήματα του 1933 και του 1935 (του δεύτερου ηγήθηκε, μάλιστα, προσωπικά ο ίδιος.)
Πάντως πρέπει να του πιστωθεί, μετά το 1915, η προσπάθεια αποφυγής το 1924 της βίαιης και χωρίς νομιμοποίηση αλλαγής πολιτεύματος και το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930.
-Τέλος, για να έρθουμε και στο σήμερα, που γίνεται πολλή συζήτηση για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας. Τι μπορεί να καταστήσει εύτρωτο ένα πολίτευμα, που πολλοί θεωρούν ως το καλύτερο;
Η ελαστικότητα έναντι των θεσμών (πολλοί το έκαναν πρόσφατα με την κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 51.3 του Συντάγματος), η αντιμετώπιση των αντίθετων και των αλλόγνωμων ως εχθρών ή/και ως προδοτών, η πλειοδοσία στον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία, η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης και η εκ μέρους της υπηρέτηση ίδιων ή ιδιοτελών συμφερόντων…
Του Αντώνη Πετρόγιαννη