Οικία Ιωάννου Φιλήμονος
Η νέα κοινωνία των Αθηνών δεν γνωρίζει όλως διόλου την παλαιοτέραν. Μετεμορφώθη και αυτή όπως η πόλις, και μέσα εις το σημερινόν εκατομμύριον των κατοίκων της, εχάθησαν όχι μόνον τα ωραία σπίτια της, αλλά παρεμορφώθη και ο γενικός της χαρακτήρ.
Και τα σπίτια των Αθηνών έχασαν την παλαιάν των μορφήν. Επήραν τον ανήφορον και προσπαθούν να γίνουν αμερικανικοί ουρανοξύστες. Όλα αυτά είναι αποτελέσματα των τελευταίων πολέμων, οι οποίοι επλούτισαν πολλούς και έφεραν νέα πολυάριθμα στοιχεία.
Εν τω μεταξύ πολλοί έγιναν νεοαύξητοι. Έτσι μετεφράζοντο άλλοτε οι PARVENUS. Αυτοί είναι οι οποίοι επιδεικνύουν το χρήμα των και κάμνουν τον περισσότερον θόρυβον. Έτσι εκείνοι που εβράδυναν εις την υλικήν πρόοδον, μένουν άγνωστοι σχεδόν μέσα εις την μεταβληθείσαν αθηναϊκήν κοινωνίαν.
Η μεταβολή αυτή μου επαρουσιάσθηκε ζωηροτέρα κατά τον θάνατον μιας παλαιάς αρχόντισσας των Αθηνών. Εις την κηδείαν της δεν είδα παρ’ ολίγους ανθρώπους της παλαιάς κοινωνίας της πόλεώς μας.
Εκείνοι οι οποίοι εγνώρισαν άλλοτε την αρχόντισσαν αυτήν, σπιθηροβολούσαν από πνεύμα και αστράπτουσαν από ευμορφιάν, οι περισσότεροι ή απέθαναν ή εχάθησαν μέσα εις πέλαγος της νέας κοινωνίας. Έτσι έσβησε σχεδόν λησμονημένη και εκηδεύθηκε σχεδόν σαν ξένη και άγνωστος εις την πόλιν αυτήν, όπου κάτω από τα παράθυρα του πατρικού της σπιτιού συνεκεντρούντο τόσαι διαδηλώσεις του πλήθους, εις δε τα σαλόνια της εσύχναζε κάθε βράδυ το άνθος της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τα χρόνια της πρώτης δυναστείας, και κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του Βασιλέως Γεωργίου Α΄.
Η κυρία αυτή ήτο κόρη του ιστορικού της Ελληνικής Επαναστάσεως Ιωάννου Φιλήμονος και αδελφή του διασήμου δημοσιογράφου και δημάρχου των Αθηνών Τιμολέοντος Φιλήμονος, τον οποίον οι πολίται τον ανύψωσαν εις το αξίωμα τούτο, εις μίαν εποχήν εξάψεως σχεδόν επαναστατικής.
Είναι περίεργος η ιστορία της οικογενείας ταύτης.
Ο Ιωάννης Φιλήμων ήλθεν εις την Ελλάδα από το Μπουγιούκ – Δευτέ του Βοσπόρου τον Οκτώβριον του 1821, κατά την εποχήν που οι σφαγείς των Ελλήνων εμαίνοντο εις την Κωνσταντινούπολιν. Έφυγε κρυφά επιβιβασθείς εις ένα υδραϊκόν πλοίον και ο ενθουσιώδης νεανίας, έσπευσε να συμμετάσχη εις τον Ιερόν Αγώνα. Ήτο εκ των σπανίων εγγραμμάτων της εποχής του. Προσελήφθη κατ’ αρχάς ως υπογραμματεύς του Δημητρίου Υψηλάντη και έπειτα ως γραμματεύς του αρχιστρατήγου της Πελοποννήσου Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, συνώδευσε δε και τους δύο εις όλας τας εκστρατείας των.
Εις τας θέσεις αυτάς προσέφερε πολυτίμους υπηρεσίας εις την μαχομένην Ελλάδα.
Όταν ετελείωσεν ο πόλεμος του εδόθη ο βαθμός του ταγματάρχου της φάλαγγος των αγωνιστών. Από τότε δε δεν εζήτησε καμμίαν άλλην αμοιβήν δια τας υπηρεσίας τας οποίας προσέφερεν.
Aφοσιώθη εις την δημοσιογραφίαν. Κατά το 1832 εξέδωκεν εις το Ναύπλιον τον «Χρόνον». Όταν μετεφέρθη η πρωτεύουσα εις τας Αθήνας, μετέφερε το τυπογραφείον του εις την νέαν πρωτεύουσαν και ίδρυσε τον «Αιώνα», εφημερίδα την οποίαν διηύθυνεν ο ίδιος μέχρι του 1857.
Από τότε την ανέλαβεν ο υιός του Τιμολέων και διετήρησεν αυτήν έως το 1888. Έτσι η εφημερίς αυτή εξηκολούθησε εκδιδομένη επί πενήντα χρόνια.
Η μακρά έκδοσις της εφημερίδος ταύτης γραφομένης από δύο άνδρας εκτάκτου δημοσιογραφικής ιδιοφυίας, επέδρασε φυσικά σπουδαίως εις την πολιτικήν και την κοινωνικήν ζωήν της χώρας.
Μαζί με την δημοσιογραφικήν του ενασχόλησιν, έγραψεν ο Ιωάννης Φιλήμων και το «Ιστορικόν δοκίμιον της Φιλικής Εταιρείας» και κατόπιν το «Δοκίμιον της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως».
Ο Ιωάννης Φιλήμων ήτο ωραιότατος ανήρ. Ερωτευθείς παραφόρως την Σμαραγδήν Ανδρονίκου Μακρή, ενυμφεύθη αυτήν. Ήτο αύτη αδελφή του ποιητού του δημοτικού γενομένου άσματος: «Ω παιδιά μου, ορφανά μου, διωγμένα εδώ κι’ εκεί κ.λπ.», το οποίον ετραγουδούσαν οι Έλληνες κατά τας παραμονάς της επαναστάσεως και το οποίον αποδίδεται εσφαλμένως εις τον Ρήγαν Φεραίον.
Ο γάμος του γενόμενος μέσα εις τας φλόγας του αγώνος, ωμοίαζε με περιπετειώδες μυθιστόρημα. Όταν αποκατεστάθη το νεαρόν ζεύγος εις τας Αθήνας και εσχημάτισεν οικογένειαν, το σπίτι του Φιλήμονος έγινε ένα από τα ωραιότερα κοινωνικά και πολιτικά κέντρα. Έκτισαν ένα μεγάλο δια την εποχήν σπίτι εις την οδόν Μουσών, σήμερον Καραγεώργεβιτς, εκεί δε εδέχοντο κάθε βράδυ την αθηναϊκήν κοινωνίαν. Μαζί με τους διακεκριμένους ανθρώπους του τόπου εδέχοντο επίσης και διασήμους ξένους, ερχομένους να θαυμάσουν εις τας Αθήνας τα ερείπια του αρχαίου κόσμου και την νέα δόξαν.
Εδώ εύρισκαν οι ξένοι ένα σαλόνι και μίαν κοινωνίαν, την οποίαν δεν εφαντάζοντο ποτέ και η οποία δεν ήτο κατωτέρα ουδεμιάς κοινωνίας της Ευρώπης.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο πνευματωδέστερος συγγραφεύς της νεωτέρας Ελλάδος, ο οποίος ήτο ένας από τους καθημερινούς επισκέπτας της οικίας του Φιλήμονος, διηγούμενος πώς εγνώρισε εκεί τον Αλέξανδρον Δουμάν, υιόν, περιγράφει ως ακολούθως τας ασφαλείς υποδοχάς εις το σπίτι του ιστορικού της επαναστάσεως:
«Μεταξύ των φιλοξένων οικιών, τας οποίας ερήμωσε τας περισσοτέρας ο θάνατος και η διασπορά, υπήρχε και μία κατορθώνουσα να διακρίνεται δι’ ευρυτέραν ακόμη φιλοξενίαν.
Εις ταύτην ηδύνατο να εφαρμοσθή το ευαγγελικόν “κρούετε και ανοιγήσεται υμίν”. Ουδ’ είχε την ανάγκην να κρούση, διότι η θύρα ήτο ως επί το πλείστον ανοικτή και το πέραν του μεσονυκτίου παρατεινόμενον λαμποκόπημα των παραθύρων δεν έπαυσε να ενθυμίζη εις πάντα γνώριμον διαβάτην ότι, οία δήποτε και αν ήτο η ψυχική του διάθεσις και η όρεξίς του της στιγμής, θα εύρισκε εκεί να την ικανοποιήση.
Εις ουδεμίαν δε τω όντι άλλην αίθουσαν έτυχε να ίδω ποικιλωτέραν συλλογήν όπλων κατά της ανίας.
Ο ορεγόμενος ησυχίας, ηδύνατο να διέλθη ανενόχλητος την εσπέραν φυλλομετρών περιοδικά, λευκώματα και εικονογραφημένα βιβλία, προσφερόμενα πανταχόθεν εκ Ευρώπης εις τον οικοδεσπότην τον έχοντα πανταχού φίλους και εκτιμητάς.
Εύκολος ήτο παρ’ άλλην τράπεζαν η εύρεσις συμπαίκτου κοντσίνας, πικέτου ή βεζίκ.
Οι μη αηδιάζοντες την πολιτικήν, η οποία δεν ήτο ακόμη όσον σήμερον αηδιαστική, εύρισκον να την χορτάσουν.
Οι προτιμώντες την φιλολογίαν ηδύναντο να ομιλήσωσι περί ποιήσεως μετά του Αριστοτέλους Βαλαωρίτη, περί των ανασκαφών της Δήλου μετά των εταίρων της Γαλλικής Σχολής, περί του Νιαγάρα μετά του μακαρίτου Ρηγοπούλου και περί Βυζαντινής μουσικής μετά του Λαμπρήλου.
Οι δε θεωρούντες τον γέλωτα ανώτερον πάσης άλλης απολαύσεως, θα ήσαν αχάριστοι, αν δεν έχυναν εν δάκρυ εις ανάμνησιν του τόσον οικτρώς αποθανόντος εις ξένην γην ευθυμοποιού, επί τη προφάσει ότι την απόλαυσιν ταύτην παρείχεν εις αυτούς ακουσίως».
Έτσι εις τα σαλόνια αυτά εύρισκε κανείς ό,τι επιθυμούσεν. Προπαντός δ’ επεκράτει η πολιτική και η φιλολογία.
Ο Τιμολέων Φιλήμων ήρχισε πολιτευόμενος μόλις ενηλικιώθη. Έτσι η πολιτική εκόχλαζεν εκεί μέσα. Δεν ήτο δε αύτη άγνωστος και εις τας προγενεστέρας εποχάς, διότι όταν η Ελλάς είχε διαιρεθή εις κόμματα, ρωσικόν, γαλλικόν και αγγλικόν, ο «Αιών» ήτο το όργανον του μεγάλου και ισχύοντος κόμματος, του οποίου κεφαλή ήτο εκ του αφανούς η βασίλισσα Αμαλία, εκ του εμφανούς δε ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Δημήτριος Καλλέργης, ο οποίος όμως σχετιζόμενος δια στενής φιλίας μετά του αυτοκράτορος των Γάλλων Ναπολέοντος τρίτου, όταν ούτος ευρίσκετο εις το Λονδίνον, μετεπήδησεν εις το γαλλικόν κόμμα.
Εν τούτοις πλην της πολιτικής και η μουσική δεν ήτο ξένη. Το πιάνο, λέγει ο Ροΐδης, αντήχει μόνον εκ διαλειμμάτων, χωρίς ουδεμίαν υποχρέωσιν ακροάσεως αυτού εν σιωπή και κατανύξει. Και αυτή η διάταξις των επίπλων εφαίνετο αποβλέπουσα εις παροχήν ανωτέρου του συνήθους ποσού ανέσεως και ανεξαρτησίας. Ούτε κάτοπτρα, ούτε χρυσώματα, ούτε άλλα βασανιστήρια των ομμάτων, ούτε ανάκλιντρα και θρανία του συρμού περιτυλιγμένα κατά τας μη επισήμους ημέρας εις τα αποτρόπαια εκείνα λευκά σκεπάσματα ως πτώματα εντός σαβάνου.
Αντί τούτων διβάνια αναπαυτικά και εις αυτό ακόμη τα βαθέα κοιλώματα των παραθύρων, τα σχηματίζοντα εν είδος κελλίων, όπου ηδύνατο ο θέλων να απομονωθή παρατηρών τα άστρα, τα σύννεφα, τους διαβάτας ή να αναπαύση την όρασίν του επί της μορφής των εις την αίθουσαν κυριών, μη χορταίνων να τας κυττάζη με απληστίαν και επιμονήν, η οποία θα ήτο βέβαια αδιάκριτος, αν δεν εκρύπτετο όπισθεν των παραπετασμάτων.
Τοιαύτη η περιγραφή της αιθούσης του Φιλήμονος από του χαριεστάτου Έλληνος λογογράφου. Η περιγραφή της αιθούσης ταύτης είναι μία εικών των συναναστροφών των εκλεκτών σπιτιών της παλαιάς ωραίας εποχής, την οποίαν συνήθως ονομάζουν ποιητικήν περίοδον των Αθηνών.
Το σαλόνι του Τιμολέοντος Φιλήμονος το επρόφθασα κι εγώ. Εκεί κάθε βράδυ συνεκεντρούντο, όπως αναφέρει ο Εμμανουήλ Ροΐδης, κυρίαι και κύριοι. Όταν εσύχναζα εγώ, ο Ιωάννης Φιλήμων είχεν αποθάνει πλέον, αλλά το σπίτι του εξακολούθησε τας παλαιάς παραδόσεις του και εδέχετο αρχαίους και νέους φίλους.
Ενθυμούμαι εκεί τα βράδυα εμφανιζόμενον τον στρατηγόν Σπυρίδωνα Καραϊσκάκην μετά της συζύγου του, τους καθηγητάς του πανεπιστημίου Καλλιγάν, Κωστήν Κρασάν, πολλούς πολιτευομένους και διασήμους ξένους οι οποίοι εσύχναζαν εις το σπίτι εκείνο και ετέρποντο συναναστρεφόμενοι με τους σοφούς εκείνους Έλληνας οι οποίοι ετίμησαν την ελληνικήν επιστήμην και τα γράμματα.
Την παλαιοτέραν γενεάν είχε διαδεχθή νέα και μαζί με τους παλαιούς Αθηναίους έβλεπε κανείς ωραίας νεάνιδας και νέους κύριους, που τους εγνώρισα εις όλην την λάμψιν της νεότητος και τους βλέπω τώρα κυρτωμένους από τα χρόνια. Τα ωραία κορίτσια καμιά φορά εχόρευαν εκ του προχείρου και έτσι έδιδαν φαιδρότητα εις το σαλόνι εκείνο, το οποίον είδε τόσους πολιτικούς, τόσους στρατηγούς της πρώτης δυναστείας και τους λογογράφους και ποιητάς της παλαιάς εποχής.
Άλλοι καιροί, άλλα πουλιά εκελαϊδούσαν πλέον εκεί μέσα. Αλλ’ έμειναν ακόμη μερικοί από τους ωραίους εκείνους τύπους, οι οποίοι ήσαν τόσον αξιέραστοι και τόσον ευγενικοί.
Δεν ημπορούν να φαντασθούν οι σημερινοί άνθρωποι τας Αθήνας των χρόνων εκείνων. Η πόλις ήτο μικρά, αλλά είχε κάποιαν ιδιαιτέραν αριστοκρατικότητα και κάποιαν ποιητικήν φυσιογνωμίαν την οποίαν έχασε πλέον δια παντός.
Εις το σπίτι του Φιλήμονος διεσώζετο ακόμη μία μεγάλη κούκλα την οποίαν είχεν αποστείλει ο Αλέξανδρος Δουμάς από το Παρίσι εις την ωραίαν ανεψιάν του Φιλήμονος, διετηρούντο δε ακόμη τα λευκώματα των φωτογραφιών τόσων διασήμων ξένων, οι οποίοι εφιλοξενήθησαν εις το σπίτι αυτό και αναχωρήσαντες διετήρησαν ζωηράν την ανάμνησιν της φιλοξενίας του.
Τους επισκέπτας επεριποιούντο αι δύο θυγατέρες του Ιωάννου Φιλήμονος, η κυρία Δάλα και η δεσποινίς Μαριγώ, της οποίας το κάλλος είχε θαυμάσει ο μέγας της Γαλλίας γλύπτης Δαυίδ Δανζέ.
Από τους παλαιούς θαμώνες της ωραίας εκείνης αιθούσης σχεδόν κανείς δεν ζη πλέον. Και αυτοί οι οικοδεσπόται προ πολλού απέθανον, το δε σπίτι εκείνο το οποίον εχρησίμευσε και ως γραφείον του «Αιώνος» μετήλλαξε προ πολλού κύριον και μετεβλήθη εις κέντρον παραγγελιοδοχικών γραφείων.
Μαζί με την τροπήν την οποίαν έλαβεν η αθηναϊκή κοινωνία, έχασε πλέον και αυτό την ποίησίν του και δεν απέμεινεν παρά μόνον ωχρά η ανάμνησις της εξαφανισθείσης ζωής, η οποία διέρρευσε άλλοτε μέσα εις την αίθουσά του.
Του Θ. Βελλιανίτου