Την προηγούμενη εβδομάδα δέχθηκα την εξής ερώτηση από έναν φοιτητή μου: «Κύριε καθηγητά, είμαστε μπερδεμένοι αναφορικά με την οικονομία. Τελικά, πάει καλά ή όχι;». Η ερώτηση άναψε φωτιές. Κάποιοι φοιτητές τοποθετούνταν αρνητικά, κάποιοι θετικά. Τελικά τι συμβαίνει; Η αλήθεια είναι ότι η πραγματικότητα είναι πολύ σύνθετη και επομένως δύσκολο να απαντήσει κανείς μονολεκτικά. Αλλωστε, στη ζωή δεν είναι όλα μαύρα ή όλα άσπρα. Πρέπει να βλέπουμε τη μεγάλη εικόνα, τις μικρές εικόνες και τις δυναμικές.
Για να επανέλθω, η μεγάλη εικόνα είναι ότι η οικονομία έχει πλέον μπει σε έναν ενάρετο κύκλο με κύρια χαρακτηριστικά τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, τη μείωση της ανεργίας, του πληθωρισμού και του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, την αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, τη βελτίωση της απόδοσης του χρηματιστηρίου, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.
Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και οργανισμοί συχνά-πυκνά εκθειάζουν την ελληνική οικονομία για την πρόοδο που έχει συντελέσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης. Οταν, όμως, επεκτείνουμε την ανάλυση και εστιάσουμε στις μικρότερες εικόνες, εκεί διαπιστώνουμε προβλήματα: ο ρυθμός ανάπτυξης της προηγούμενης χρονιάς δεν ήταν (με βάση τον Προϋπολογισμό) 2,4%, αλλά 2%. Οι επενδύσεις την ίδια χρονιά δεν αυξήθηκαν κατά 15,5%, αλλά κατά 7%. Το μερίδιό τους ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχεται στο 14,3% και εξακολουθεί να απέχει περισσότερες από οκτώ μονάδες από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης, κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.
Δεν είναι, όμως, μόνο θέμα ύψους επενδυτικών κεφαλαίων, αλλά και ποιότητας. Ο οίκος Moody’s στην έκθεσή του άφησε εκτός επενδυτικής βαθμίδας τη χώρα, μεταξύ άλλων γιατί θεωρεί ότι είναι ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ, λόγω της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού. Ειδικά το 2023, η μόνη κατηγορία με ανοδική δυναμική ήταν οι κατοικίες και οι άλλες κατασκευές. Οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν τριπλασιάστηκαν από 1,4 δισ. ευρώ το 2018 στα 3,8 δισ. το 2023. Στις άμεσες ξένες επενδύσεις, το 2023 σημειώθηκε άλμα του μεριδίου των ακινήτων, φτάνοντας σχεδόν το 45%.
Η κατανάλωση εξακολουθεί να πρωτοστατεί έναντι των εξαγωγών και των επενδύσεων, συνεισφέροντας το 88% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε και το 2023 στο 68%, δηλαδή σε μια αναλογία που δεν έχει μεταβληθεί εδώ και δεκαετίες. Ως εκ τούτου, η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, τα επίπεδα των τιμών και, βεβαίως, του τουρισμού που επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Δεν έχει επομένως συντελεστεί η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου της χώρας με βάση την περιβόητη «Εκθεση Πισσαρίδη».
Επιπλέον, οι Ελληνες είναι οι δεύτεροι «φτωχότεροι» καταναλωτές της Ευρώπης, μετά τους Βουλγάρους, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις σε μέσο και κατώτερο μισθό «εξαφανίζονται» από τις συνεχείς ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, οι οποίες είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι είμαστε πρωταθλητές στον πληθωρισμό απληστίας στα τρόφιμα (μετά τη Μάλτα) και στις τραπεζικές υπηρεσίες. Τέλος, το δικαστικό μας σύστημα εξακολουθεί να υστερεί σε επιδόσεις σχεδόν σε όλους τους δείκτες, συγκρινόμενο με τα αντίστοιχα συστήματα άλλων χωρών της ευρωζώνης. Είναι προφανές ότι τα πράγματα δεν μπορεί να αλλάξουν άμεσα, με ένα μαγικό ραβδί. Ομως, το παράθυρο ευκαιρίας δεν θα παραμείνει για μεγάλο διάστημα ανοικτό. Το 2027 θα κλείσει, καθώς ολοκληρώνεται η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Πρέπει να αλλάξουμε όσα περισσότερα μπορούμε σήμερα. Γιατί αύριο, όχι μόνο δεν θα υπάρχει χρηματοδότηση, αλλά θα έρθουμε αντιμέτωποι με νέες προκλήσεις, όπως η διευθέτηση του μεγάλου χρέους μας, η ψηφιακή μετάβαση και το δημογραφικό.
Του Παναγιώτη Λιαργκόβα,
Προέδρου του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου