Την ώρα που γέρνει ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό.
Την ώρα που κοιτάζω τον κόσμο.
Η καρδιά μου κτυπά δυνατά.
Στα χείλη μου έρχεται μια λέξη, ΖΩ.
Καθώς μεγαλώνει κάποιος, παίρνει ένα σκαλιστήρι και «σκαλίζει» το παρελθόν του: αναμνήσεις, άνθρωποι που έφυγαν, άνθρωποι που ήρθαν, πράξεις που καλώς ή κακώς έγιναν, δεν ξαναγίνονται, έγιναν.
Στο «σκάλισμά» μου αυτό, λοιπόν, έπεσε στα χέρια μου ένα παλιόχαρτο (φωτό). Έχει χαραγμένο πάνω του κάτι σαν ποίημα και κάτι μουντζούρες, που θα μπορούσες να τις πεις σκίτσα, και μια υπογραφή: Πιλάτος.
Από το «δημιούργημα» αυτό, από όσο θυμάμαι, πρέπει να έχουν περάσει πενήντα χρόνια, κοντά στα χρόνια της εφηβείας μου.
Είναι γραμμένο σε μια εποχή που όλα ήταν αγνά ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζω τώρα: χωρίς διαδίκτυο, πολλά σπίτια χωρίς βρυσούλες να τρέχουν νεράκι, με έναν τενεκέ κουβαλούσαμε νερό από τη βρύση της γειτονιάς και χωρίς της ΔΕΕΔΗΕ να είναι υποχρεωμένη κάθε μέρα να κάνει αναβάθμιση δικτύου, γιατί δεν υπήρχε δίκτυο, ένα κεράκι, μια λάμπα πετρελαίου, μια γκαζιέρα για μαγείρεμα και τα χέρια της μάνας μου το καλύτερο πλυντήριο ρούχων, με πράσινο σαπούνι παρακαλώ. Το μεγάλο γεγονός της εβδομάδας ήταν όταν ερχόταν η ώρα να κάνουμε μπάνιο, μια φορά την εβδομάδα, για να ξεβρομίσουμε. Μια σκάφη, λίγο νερό, το πράσινο σαπούνι, αυτό που ήταν για τα ρούχα, και τη μάνα να προσπαθεί να μας πλύνει.
Δεν ξέρω εσείς, αλλά προβληματίστηκα. Αυτά που έγραφα πριν από πενήντα χρόνια και με τις συνθήκες που σας περιέγραψα, τα γράφω και τώρα που η ζωή, απ’ ό,τι λένε, βελτιώθηκε. Έχω διαδίκτυο να «ενημερώνομαι». Έχω ζεστό νερό να πλένομαι. Έχω φως για να βλέπω. Έχω κινητό τηλέφωνο να επικοινωνώ, αυτοκίνητο να κινούμαι.
Τα έχω όλα, παρ’ όλα αυτά, αν ξανάγραφα ένα ποίημα τώρα, πάλι το ίδιο θα έγραφα, με τη μόνη διαφορά πως στην τελευταία λέξη θα πρόσθετα πολλά ερωτηματικά.
Την ώρα που γέρνει ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό.
Την ώρα που κοιτάζω τον κόσμο.
Η καρδιά μου κτυπά δυνατά.
Στα χείλη μου έρχεται μια λέξη, ΖΩ;;;;;
Ζούμε με το παρελθόν κοιτάζοντας το μέλλον, γιατί το σήμερα έχει πρόβλημα. Αυτά τα λίγα προς το παρόν κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Μιλάμε πάλι…
Του Κώστα Δεληγιάννη