Θέση για τα φαινόμενα βίας που φαίνεται να εντείνονται, ιδιαίτερα, τα τελευταία χρόνια, παίρνει ο μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, με αρθρογραφία του στην Κυριακάτιη «Απογευματινή». Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, πρόκειται περί ενός «φαινομένου το οποίο στιγματίζει τη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, διασπώντας την κοινωνική συνοχή και δίνοντας αρνητικό πρόσημο σ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε ως δικαίωμα για ζωή».
Ολόκληρη η τοποθέτηση του μητροπολίτη Μεσσηνίας
«Η βία αποτελεί καθημερινό φαινόμενο στη ζωή των ανθρώπων, απειλεί τη ζωή, αμαυρώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, διαταράσσει τη συνοχή και την κοινωνική ισορροπία, οδηγεί σε αδιέξοδα, δημιουργεί ψυχολογικά θύματα, αλλά και απώλεια ανθρώπινης ζωής. Όλα αυτά είναι αποτελέσματα ενός φαινομένου το οποίο στιγματίζει τη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες, διασπώντας την κοινωνική συνοχή και δίνοντας αρνητικό πρόσημο σ’ αυτό που χαρακτηρίζουμε ως δικαίωμα για ζωή. Ένα δικαίωμα το οποίο λειτουργεί μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία ως το κυρίαρχο στοιχείο της συνύπαρξης. Μέσα από τη συνύπαρξη καταξιώνεται το δικαίωμα κάθε ανθρώπου για ελευθερία που βιώνεται με τον σεβασμό και την αποδοχή του άλλου, δηλαδή όπως απαιτώ να με σέβονται οι άλλοι, έτσι πρέπει κι εγώ να αποδέχομαι τους άλλους.
Επικεντρώνοντας εσφαλμένα το ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η βία, μας διαφεύγει η αιτία, που δεν είναι άλλη από την εσφαλμένη αντίληψη διεκδικήσεων σε βάρος των άλλων συνανθρώπων μας. Έτσι η βία παραμένει ένα αθεράπευτο κοινωνικό μόρφωμα, με αποτέλεσμα το δικαίωμα για ζωή των ανθρώπων να καταστρατηγείται.
Η βία δεν εμφανίστηκε in abstracto μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, και μάλιστα την ελληνική, ούτε έλαβε αναίτια τις διαστάσεις που βιώνουμε σήμερα. Η χρονική στιγμή της έξαρσης ήταν η περίοδος της πανδημίας, όπου οι πάντες θεώρησαν, έστω και στο υποσυνείδητό τους, ότι εξαιτίας της μετάδοσης του θανατηφόρου ιού από άνθρωπο σε άνθρωπο ο άλλος άνθρωπος καθίσταται «εχθρός». Με αυτήν τη θεώρηση ο συνάνθρωπος γίνεται απάνθρωπος, επικίνδυνος, αντικείμενος, αλλά και υπάνθρωπος. Αυτή η αντίληψη οδήγησε στην απομόνωση, στην εσωστρέφεια και στην αποξένωση, αποτελέσματα μιας αιτιώδους πεποίθησης ότι η ζωή μου κινδυνεύει από τον άλλον και άρα είναι εχθρός μου. Αυτό το νέο δυστοπικό μοντέλο συνετέλεσε να εμφανιστεί η έξαρση της βίας ως ενδοοικογενειακής, ενδοσχολικής, κοινωνικής κ.ά.
Η βία είναι πλέον ένα πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται μόνο με μέτρα προσωρινής αστυνόμευσης. Απαιτεί μια μακροπρόθεσμη μελέτη και συγκρότηση εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης, όπου εξειδικευμένοι κοινωνικοί επιστήμονες θα καταθέσουν υπεύθυνα τις προτάσεις επίλυσης του ζητήματος. Οι διάφορες κοινωνικές δομές θα λειτουργούν προληπτικά και επιστηρικτικά στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον και ταυτόχρονα θα υπάρξει συγκράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, για τα οποία πολλά από αυτά η προβολή τρόπων και μέσων εφαρμογής και άσκησης βίας αποτελούν στοιχεία ταυτοτικά της ύπαρξής τους. Απαιτούνται και άλλες παράλληλες δράσεις επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, όπως της πείνας, της δυστυχίας, της περιθωριοποίησης, του αποκλεισμού, προβλήματα τα οποία συνηγορούν και επιστηρίζουν το φαινόμενο της βίας.
Η αντιμετώπιση της βίας και η εξάλειψή της δεν επιτυγχάνεται με ευχολόγια. Απαιτεί συστηματικές και μεθοδευμένες δράσεις, άλλως το αρνητικό πρόσημο στο δικαίωμα για ζωή θα καταστεί στοιχείο της καθημερινότητας της κοινωνίας και όχι εξαίρεση. Τέλος, απαιτείται η συνειδητοποίηση από τον κάθε άνθρωπο ότι η ζωή όλων είναι ιερή και αιώνια».