Η αναζήτηση μέσων διατήρησης της υγείας αποτελεί για κάθε άνθρωπο προέκταση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Γι’ αυτό, όταν άρχισαν να διαμορφώνονται μικρές ανθρώπινες κοινωνίες, η αναζήτηση για θεραπευτικά βότανα και η επεξεργασία και η χορήγησή τους από εξειδικευμένα πρόσωπα έμπαιναν σε προτεραιότητα σε αυτές τις κοινωνίες.
Η εξέλιξη με το χρόνο των ανθρώπινων μικροκοινωνιών σε μεγαλύτερα πληθυσμιακά σύνολα και στη συνέχεια σε κρατικές οντότητες οδήγησε στην ανάγκη για συστηματικότερη οργάνωση, με σκοπό τη σταθερή προστασία της υγείας των πολιτών και τη νοσηλεία τους σε εξειδικευμένα ιδρύματα, τα νοσοκομεία, που λειτουργούσαν με μόνιμο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
Σε όλη αυτή τη μακροχρόνια εξελικτική πορεία, ο δημόσιος χαρακτήρας των άτυπων ή συστηματικών δομών υγείας που δημιουργούνταν σε κάθε φάση κοινωνικής εξέλιξης ήταν κυρίαρχος. Μέχρι και πριν από 2 -3 δεκαετίες, τα δημόσια νοσοκομεία είχαν το κύριο βάρος της περίθαλψης των αρρώστων, με τον ιδιωτικό τομέα να περιορίζει τη δράση του κυρίως στον πρωτογενή τομέα υγείας.
Οι πολίτες περιθάλπονταν στα νοσοκομεία καταβάλλοντας δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου και μετά τη συνταξιοδότησή τους. Υπήρχε και σχετική πρόνοια δωρεάν περίθαλψης για τους άπορους, αλλά και τους αγρότες που μέχρι τότε ήταν ανασφάλιστοι. Οι συνθήκες νοσηλείας, συγκριτικά με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας μας σε εκείνες τις χρονικές περιόδους, ήταν τουλάχιστο ανεκτή και το ενδιαφέρον του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, για τους ασθενείς, αυθεντικό.
Η ερευνητική πρόοδος στον τομέα της υγείας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα και μέχρι τις ημέρες μας, ήταν ραγδαία. Νέες ιατρικές υποειδικότητες ανεφάνησαν και, κυρίως, ηλεκτρονικά μηχανήματα εφευρέθηκαν και μπήκαν στην υπηρεσία του υγειονομικού τομέα.
Οι κρατικές δαπάνες για την υγεία υποχρεωτικά θα έπρεπε να πολλαπλασιαστούν για να καλύψουν την προμήθεια και λειτουργία της νέας ιατρικής τεχνολογίας, μηχανημάτων και προσωπικού χειρισμού τους. Δυστυχώς, το κράτος δεν κατάφερε να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα η υγεία από δημόσιο αγαθό να μπει στη διαδικασία εμπορευματοποίησης. Ο τομέας του ολοένα και πιο αναπτυσσόμενου ιδιωτικού χαρακτήρα της υγείας μεγαλώνει δεκαετία με τη δεκαετία. Ταυτόχρονα δημιουργούνται και λογικές αντιμετώπισης της υγείας που αμβλύνουν το πλαίσιο της ιπποκράτειας φιλοσοφίας για προσφορά στον ασθενή που επικρατούσε μακροχρόνια. Αυτή η νέα ατμόσφαιρα, όπως ήταν φυσικό, πολύ εύκολα μεταφέρεται από τον ιδιωτικό τομέα υγείας στο δημόσιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τις γνωστές νοοτροπίες που επικρατούν στο γενικότερο δημόσιο τομέα, οδηγούν και σε μείωση του ποιοτικού επιπέδου λειτουργίας αυτού του τομέα.
Έχει γίνει πλέον ευρέως αποδεκτό ότι ο απλός πολίτης, παρά τις σημαντικές σε ύψος κρατήσεις για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που του γίνονται από τις όποιες αμοιβές έχει, είτε εργασιακές είτε συνταξιοδοτικές, θα πρέπει να δημιουργεί ένα σημαντικό οικονομικό απόθεμα για να καλύπτει τις ιατροφαρμακευτικές ανάγκες του, μικρό σχετικά για τις τρέχουσες αλλά σημαντικό για τις τυχόν έκτακτες.
Αυτή είναι η αφανής μετάπτωση από το δημόσιο χαρακτήρα του τομέα της υγείας στον ιδιωτικό, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σύγχυσης για το τι μπορεί να καλυφθεί από τον έναν και τι από τον άλλον.
Τη σύγχυση αυτή έρχονται να επιδεινώσουν και οι πρόσφατες αποφάσεις που αφορούν στον τομέα της υγείας, όχι γιατί δεν κρίνονται αναγκαίες, αλλά κυρίως γιατί αποτελούν προσωρινές λύσεις και δεν πατούν σε ένα ευρύτερο σχεδιασμό που να οδηγεί σε γενικευμένη αποτελεσματικότητα αντιμετώπισης των προβλημάτων υγείας των πολιτών. Αυτές θα μπορούσαν να ξεκινούν από τον τομέα του φαρμάκου που, σε συνδυασμό με την πληγή της υπερκατανάλωσης – υπερπροβολής του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης από τους πολίτες, και της πληγής της υπερσυνταγογράφησης που έχει και αφανή κίνητρα, απορροφά σημαντικό μέρος του εισοδήματος των πολιτών και ιδιαίτερα των συνταξιούχων που, λόγω ηλικίας, έχουν περισσότερες ανάγκες.
Το Clawback, δηλαδή η επιστροφή χρηματικού ποσού από τις φαρμακευτικές εταιρείες προς το υπουργείο Υγείας που προκύπτει από την ετήσια υπέρβαση του προκαταβολικά προκαθορισμένου ορίου του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής και της νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης, δείχνει την αδυναμία αντιμετώπισης από το κράτος αυτών των υπερβολικών φαρμακο- καταναλώσεων.
Αναγκαία προβάλλει και η βελτίωση των αμοιβών του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού σε συγκριτικά επίπεδα με εκείνα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με συντονισμένο και σφιχτό σύστημα ποιοτικού και ποσοτικού ελέγχου των προσφερόμενων υπηρεσιών, μέσω της πλήρους μεταρρύθμισης του τρόπου που λειτουργούν μέχρι τώρα τα δημόσια νοσοκομεία.
Μετά τις ευρωεκλογές, που θα ανοίξει και πάλι ο πολιτικός ορίζοντας για αρκετά χρόνια, αυτού του είδους μεταρρυθμίσεις αναμένουν οι πολίτες για να συνεχίσουν να επικροτούν την από χρόνια διατηρούμενη θετική στάση τους στην κυβερνητική πολιτική.
Του Νίκου Ευστρ. Μαραμπέα