Το προηγούμενο διάστημα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Νομικά Παράδοξα – Κυριαρχία και αποστρατιωτικοποίηση στο Αιγαίο Αρχιπέλαγος και στην Ανατολική Μεσόγειο: Ελληνικές απαντήσεις σε τουρκικές προκλήσεις» του νομικού και διεθνολόγου Θεόδωρου Κατσούφρου.
Πρόκειται για μια μονογραφία η οποία προσεγγίζει και αναλύει με κάθε λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους οι αξιώσεις της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας για την αμφισβήτηση της κυριαρχίας και την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών είναι εσφαλμένες.
Αυτό που εξηγεί, άλλωστε, ο ίδιος στη συνέχεια είναι ότι ένα ενδεχόμενο ειρήνευσης στο Αιγαίο θα μπορούσε να επιτευχθεί με την «άφοβη» προσφυγή Ελλάδας και Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
-Σε τι επίπεδο όσον αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αγγίζετε τις διαφορές των δύο χωρών στο βιβλίο σας;
Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνομαι περισσότερο στη νομική διαφορά διαφορετικών απόψεων στην κυριαρχία και την αποστρατιωτικοποίηση. Δεν εισέρχομαι σε θέματα Δικαίου της Θάλασσας παρά μόνο παρεμπιπτόντως. Πρόκειται για δύο διαφορετικές έννοιες, ποιοτικά και ποσοτικά: η κυριαρχία έχει εμπράγματο χαρακτήρα και, επομένως, έχει διάρκεια ανεξάρτητα από την τύχη της Διεθνούς Συνθήκης από την οποία προήλθε. Συγκεκριμένα, σε σχέση με την Τουρκία, η Διεθνής Συνθήκη από την οποία προέκυψε η κυριαρχία είναι η Συνθήκη της Λοζάνης. Η αποστρατιωτικοποίηση ως νομική έννοια εντάσσεται στην κατηγορία του ενοχικού χαρακτήρα. Δηλαδή, πρόκειται για μια έννοια η διάρκεια της οποίας είναι πεπερασμένη και αφορά μόνον στα συμβαλλόμενα σε μια συγκεκριμένη διεθνή συνθήκη μέρη.
-Μιας και αναφερθήκατε στη Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία αποτελεί θεμέλιο λίθο για την οριοθέτηση της Τουρκίας, και με αφορμή ότι το προηγούμενο διάστημα απασχόλησε ιδιαίτερα το δημόσιο διάλογο το εάν και κατά πόσο ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα, ή άλλως είναι «παρωχημένη» όπως χαρακτηρίστηκε, πώς θα σχολιάζατε αυτή τη στάση από πλευράς της Ελλάδας;
Δείτε, το «παρωχημένη» απαιτεί συγκεκριμένη ερμηνεία. Τι εννοώ: αυτά που λέγονται από μερικούς τα θεωρώ –ας μου επιτραπεί- φαιδρά. Ότι, δηλαδή, γίνεται αναφορά σε κάποια όπλα, σπαθιά κ.λπ. τα οποία δεν υπάρχουν πλέον. Αυτά κατ’ εμέ είναι αστειότητες. Εμείς μιλάμε τώρα για τον κυρίως κορμό της ΣτΛ, αυτά βρίσκονται σαν παραρτήματα. Επομένως, οι όροι που αφορούν στην κυριαρχία δεν αλλοιώνονται, παραμένουν ίδιοι, ανεξάρτητα από την τύχη της ΣτΛ. Αυτό, βέβαια, ειπώθηκε και από τους οπαδούς αυτής της θεωρίας του παρωχημένου χαρακτήρα ορισμένων διατάξεων της ΣτΛ, προς τιμήν τους.
Επίσης, έχουμε την αποστρατιωτικοποίηση, επειδή, σύμφωνα με όσα μόλις εξήγησα, η αποστρατιωτικοποίηση είναι ένας θεσμός ο οποίος έχει συγκεκριμένο τέλος. Τέλος ως σκοπό και τέλος χρονικό. Κάποια στιγμή εφόσον οι σχέσεις των κρατών είναι ειρηνικές, παύει ο λόγος ύπαρξης της αποστρατιωτικοποίησης και, επομένως, περιπίπτει σε αχρησία.
Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν και οι διεθνολόγοι όσον αφορά στην τύχη αυτών των ρητρών περί αποστρατιωτικοποίησης. Άρα, δεν χρειάζεται να γίνει καμία ενέργεια αναθεώρησης, καταγγελίας ή κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο κατάργησης αυτής της ρήτρας. Είναι από μόνη της παρωχημένη με την έννοια ακριβώς ότι δεν λειτουργεί πλέον. Δεν χάνει τη λειτουργικότητά της αυτή η ρήτρα. Και άρα, εάν σταθούμε σε συμβατικό επίπεδο, δηλαδή στη ΣτΛ, δεν μπορεί να την επικαλείται η Τουρκία, η οποία πρώτη παραβιάζει την αποστρατιωτικοποίηση.
Το άρθρο 13, παράγραφος 2, προβλέπει ότι απαγορεύονται οι υπερπτήσεις σε τουρκικά εδάφη εκ μέρους των ελληνικών πολεμικών αεροσκαφώνκαι, αντιστοίχως, οι υπερπτήσεις τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά νησιά.
Όπως γνωρίζετε πολύ καλά, οι υπερπτήσεις τουρκικών και, μάλιστα, οπλισμένων τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά ήταν, τουλάχιστον μέχρι πριν από ένα έτος, συνήθης πρακτική της Τουρκίας.
Άρα, αφού η Τουρκία παραβιάζει τον ίδιο κανόνα, δεν μπορεί να τον επικαλείται για να προσάψει στην Ελλάδα ότι τον παραβιάζει.
Είναι βασικός κανόνας των σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ κρατών.
Επιπλέον, υπάρχει το άρθρο 103 του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο προβλέπει ότι σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ των διατάξεων του χάρτη και άλλων διατάξεων άλλων διεθνών συνθηκών, υπερέχουν οι διατάξεις του χάρτη. Άρα, η απειλή ή η χρήση βίας από πλευράς της Τουρκίας (προς το παρόν μένουμε στην απειλή και όχι στη χρήση βίας) σημαίνει ότι η Τουρκία παραβιάζει σημαντικότατο αναγκαστικό κανόνα Διεθνούς Δικαίου και, επομένως, δεν μπορεί να επικαλείται την παραβίαση άλλου συμβατικού κανόνα Δικαίου, διότι έρχεται σε αντίθεση με τον υπερισχύοντα αυτό κανόνα του Χάρτη των ΗΕ.
-Κατά καιρούς, έχουμε δει τις προκλητικές κινήσεις της Τουρκίας και, κυρίως, τη ρητορική του προέδρου της έναντι της Ελλάδας. Γιατί θεωρείτε ότι η Ελλάδα δεν επικαλείται τα νόμιμα άρθρα που την αφορούν, ώστε να «υπερασπιστεί» τη θέση και την κυριαρχία της;
Είναι μια πολύ εύστοχη ερώτηση. Πιστεύω –είναι μια δική μου διαπίστωση- ότι η Τουρκία έχει κερδίσει το παιχνίδι σε επικοινωνιακό επίπεδο. Δηλαδή, προβάλλει εντελώς αστήρικτα και αθεμελίωτα επιχειρήματα, τα οποία συνδυάζει με ωραία παραδείγματα, τα οποία και εντυπωσιάζουν τη διεθνή κοινή γνώμη, και κυρίως αυτούς οι οποίοι επηρεάζουν τη διεθνή κοινή γνώμη. Δηλαδή, κυβερνήσεις, υπουργεία Εξωτερικών, όπως της Αμερικής, της Βρετανίας ή της Γερμανίας. Επομένως, βρισκόμαστε να είμαστε υπόλογοι έναντι της Τουρκίας, επειδή δεν διατηρούμε αποστρατιωτικοποιημένα τα νησιωτικά μας εδάφη, τη στιγμή που με τη λεκτική, έστω, επιθετικότητα που δείχνει η Τουρκία δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι κανένα κράτος δεν θα παρέμενε αδρανές, χωρίς να λαμβάνει μέτρα προστασίας της εθνικής επικράτειάς του. Κάθε σπιθαμή της εθνικής επικράτειάς του, διότι είναι μια εντελώς αυτόματη αντίδραση σε κάθε απειλή κατά αυτής της εθνικής επικράτειας. Είναι, ας το πούμε με διαφορετικά λόγια, η άσκηση ενός διαρκούς και φυσικού δικαιώματος στην άμυνα.
-Κοιτώντας τη μεγάλη εικόνα σχετικά με τις τουρκικές διεκδικήσεις από την Ελλάδα, βλέπουμε ότι το 1996 επί Τανσού Τσιλέρ η Τουρκία αμφισβητούσε την ελληνική κυριαρχία σε 3.000 νησιά (μεταξύ των οποίων ήταν και βραχονησίδες). Στη συνέχεια το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έκανε λόγο για σύνολο 130 νησιών. Πλέον μιλούν για 18 νησιά. Θα λέγατε, λοιπόν, ότι υπό αυτή τη βάση οι τουρκικές διεκδικήσεις αγγίζουν τα όρια της αυθαιρεσίας;
Επειδή αναφερθήκατε στο 1996, να θυμίσω ιστορικά ότι η Τουρκία στο συγκεκριμένο θέμα επικαλείται ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο είναι επίσης αλυσιτελές. Δηλαδή, λέει ότι στην Ελλάδα περιήλθε η κυριαρχία των συγκεκριμένων ονομαζόμενων νησιών, ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι αμφισβητούμενα. Δεν είναι δυνατόν σε μια διεθνή συνθήκη να ονοματίζονται όλες οι βραχονησίδες και οι βράχοι, όπως είπατε πολύ σωστά. Πολλές φορές όλες αυτές οι βραχονησίδες δεν έχουν καν όνομα, άρα θα χρειαζόταν ένας κατάλογος μερικών χιλιάδων σελίδων για να δοθεί το στίγμα όλων αυτών των βραχονησίδων ή των βράχων ή των νησίδων, πράγμα το οποίο είναι απίθανο.
Ο κανόνας της ΣτΛ είναι σαφέστατος. Καταρχήν η εκχώρηση της κυριαρχίας δεν έγινε από την ίδια την Οθωμανική Αυτοκρατορία την οποία διαδέχθηκε η Τουρκική Δημοκρατία το 1923, αλλά από τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις, ήδη, από το 1914.
Η Ελλάδα και η Τουρκία δέχτηκαν οι έξι τότε Μεγάλες Δυνάμεις να αποφανθούν περί της τύχης των νησιωτικών εδαφών του συνόλου των νησιωτικών εδαφών του Αιγαίου Αρχιπελάγους και της Ανατολικής Μεσογείου. Άρα, η εκχώρηση –αν θέλετε- αυστηρά νομικά δεν έγινε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά από τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτό σημαίνει ότι κανένας όρος για την εκχώρηση της κυριαρχίας δεν προβλέφθηκε σε σχέση με αποστρατιωτικοποίηση ή οποιονδήποτε άλλο όρο.
Διαχρονικά, επομένως, θα λέγαμε ότι μια ολιστική αμφισβήτηση αρχίζει να τεμαχίζεται επειδή αντιλαμβάνονται ότι είναι υπερβολή αυτά που ζητούν, και καταλήγουμε πάλι όμως τα έτη 2021 και 2022 με τις τουρκικές επιστολές στον ΟΗΕ, η ολιστική, πάλι, αμφισβήτηση της κυριαρχίας. Δηλαδή, από εκεί που αρχίσαμε, εκεί καταλήγουμε, διότι όταν μας λένε ότι όλα αυτά τα εδάφη εκχωρούνται στην Ελλάδα υπό τον όρο της αποστρατιωτικοποίησής τους, αλλιώς η κυριαρχία επανέρχεται στην Τουρκική Δημοκρατία, τότε είμαστε στο σημείο 0 πάλι.
Σας λέω ότι είναι σαφής η ΣτΛ που λέει ότι όλα τα νησιωτικά εδάφη πέραν των 3 ν.μ. από την ασιατική ακτή περιέρχονται στην Ελλάδα –εκτός των Δωδεκανήσων, που περιήλθαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Ιταλία και το 1947 περιέρχονται και αυτά στην Ελλάδα. Άρα, όλο αυτό το νησιωτικό σύνολο σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο καθίσταται ελληνικό.
-Με τα σημερινά δεδομένα πόσο πιθανή είναι μια προσφυγή της Ελλάδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, δια της νομικής οδού πια;
Δείτε, είναι ένα δύσκολο θέμα, γιατί όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από τον 1974 και εντεύθεν που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της τουρκικής επιθετικότητας, αναθεωρητισμού, επεκτατικότητας κ.λπ. τηρούν ενιαία γραμμή. Έτσι αυτό που λέμε είναι ότι το μόνο μας πρόβλημα είναι η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μας. Άρα, πιστεύω ότι διαμορφώθηκε στην κοινή γνώμη ένα δεδομένο ότι αν υπαναχωρήσουμε από αυτή την πάγια θέση των ελληνικών κυβερνήσεων, κάτι προδίδουμε. Αν θέλετε τη δική μου τολμηρή άποψη, που ίσως κανένα κόμμα-καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει, είναι ότι άφοβα θα μπορούσαμε να πάμε όλες τις διαφορές μας στη Χάγη.
Εδώ έχουμε ένα άλλο θέμα το οποίο τίθεται: ο κόσμος έχει σχηματίσει την εντύπωση ότι το Διεθνές Δικαστήριο που εδρεύει στη Χάγη είναι ένα πολιτικό όργανο! Πρόκειται για ένα δικαστήριο, και μάλιστα το Ανώτατο Δικαστήριο, για να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Οι δικαστές αυτού του δικαστηρίου εκλέγονται με πολύ αυστηρά κριτήρια, είναι οι πλέον έγκριτοι διεθνώς δικαστικοί, δεν έχει εμφανιστεί ποτέ κρούσμα χρηματισμού ενός εξ αυτών και απορώ, πραγματικά, πώς η Ελλάδα μπορεί ως κοινή γνώμη να έχει την άποψη ότι πρόκειται για πολιτικό όργανο, το οποίο θα προσπαθήσει να μοιράσει τη διαφορά.
Αυτή η λογική δεν έχει υπόσταση. Αυτό το δικαστήριο δικάζει διαφορές μεταξύ κρατών στηριζόμενο στο Διεθνές Δίκαιο. Δεν μπορεί ένας δικαστής να χρηματιστεί από την Τουρκία ή από οποιοδήποτε άλλο κράτος, διακυβεύοντας το κύρος του.
Βεβαίως, επειδή το θίξαμε και προηγουμένως, άλλο πράγμα είναι η κυριαρχία, άλλο πράγμα είναι τα επιμέρους ζητήματα που θέτει η Τουρκία σε επίπεδο νομικών διαφορών, και άλλο πράγμα είναι η οριοθέτηση σε επίπεδο Δικαίου της Θάλασσας των ζωνών που λέγονται υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει και η σύμβαση ότι το αποτέλεσμα της οριοθέτησης αυτών των ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) πρέπει να είναι δίκαιο και για τα δύο μέρη. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει ένα ευρύ πεδίο το οποίο ανοίγεται στο δικαστήριο να ειπωθεί τι είναι δίκαιο και τι δεν είναι. Και εκεί πατούν οι γνώμες κάποιων ότι η απόφαση θα είναι πολιτική και θα διχάσει τη διαφορά. Δεν θα διχάσει τη διαφορά, γιατί το ίδιο το δικαστήριο έχει πει ότι κάθε διαφορά είναι μοναδική. Άρα, εξετάζει ποιες γεωγραφικές συνθήκες ισχύουν, ποιο νομικό καθεστώς ισχύει, ποιες είναι οι συμφωνίες μεταξύ γειτονικών κρατών ή μεταξύ των δύο διαδίκων στην υποτιθέμενη διαφορά που θα υπαχθεί στην κρίση του δικαστηρίου.
-Σε μια τέτοια ιδανική συνθήκη προσφυγής Ελλάδας και Τουρκίας στο δικαστήριο της Χάγης, τι ρόλο θεωρείτε ότι θα διαδραμάτιζε το ανοιχτό κυπριακό ζήτημα σε ένα ενδεχόμενο ειρήνευσης στο Αιγαίο;
Σαφώς και είναι συγκοινωνούντα δοχεία τα δύο θέματα, δηλαδή το καλό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν μπορεί να μην επηρεάζεται από την όποια πορεία του Κυπριακού, και βλέπουμε την άκαμπτη στάση της Τουρκίας απέναντι στην Κύπρο. Η στάση αυτή έγκειται στο ότι η Τουρκία περιφρονεί κάθε δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και στο θέμα του Δικαίου της Θάλασσας, αλλά και στο ότι παραβιάζει η ίδια τη συνθήκη περί εγγυήσεων του 1960. Αυτό που λέει η συνθήκη είναι ότι οι τρεις χώρες, δηλαδή Ελλάδα-Τουρκία-Ηνωμένο Βασίλειο, εγγυώνται την εδαφική ανεξαρτησία και πολιτική ακεραιότητα της νήσου.
Η Τουρκία επενέβη στρατιωτικά, ενώ απαγορεύεται από το χάρτη η απειλή ή χρήση βίας, επομένως επιτρέπεται για να σωθούν τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων, τα οποία ενδεχομένως παραβιάστηκαν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν προκρίνει τη στρατιωτική και μάλιστα βίαιη επέμβαση δις. Όλα αυτά δεν μπορούν να σημαίνουν ότι έγιναν προς αποκατάσταση της εδαφικής και πολιτικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και μάλιστα, τώρα επανερχόμαστε στο έσχατο, εάν θέλετε, σημείο υποχώρησης της Τουρκίας στη δημιουργία δύο κρατών. Άρα, αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο θα δημιουργεί πάντοτε τριβές και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, γιατί αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι ο κυπριακός ελληνισμός σε τελευταία ανάλυση.
-Αν στις πρόσφατες τουρκικές εκλογές είχε επικρατήσει ο Κιλιτσντάρογλου έναντι του Ερντογάν, εκτιμάτε ότι κάτι τέτοιο θα είχε επίπτωση στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας; Θα είχε τροποποιηθεί –εν μέρει- το αφήγημα των τουρκικών διεκδικήσεων;
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι κανένας διάδοχος του Ερντογάν δεν θα είναι ηπιότερος αυτού. Ούτε ο Ιμάμογλου ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, και ενδεχομένως σε μερικά χρόνια πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, ούτε ο Κιλιτσντάρογλου, έχουν διατυπώσει απόψεις οι οποίες να αποκλίνουν από αυτή την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.
Θεωρώ ότι είναι ένα χαρακτηριστικό των Τούρκων πολιτικών –και όχι των Τούρκων πολιτών- αυτός ο επεκτατισμός. Ακόμα, πιστεύω ότι από το 1923 και μετά διαμορφώθηκε –κι εδώ είναι πάλι το επικοινωνιακό έλλειμα της Ελλάδας- μια άποψη στην Τουρκία ότι η ΣτΛ τους αδίκησε παραχωρώντας στην Ελλάδα τη συντριπτική πλειονότητα των νησιών. Αγνοούν, όμως, τη Συνθήκη των Σεβρών, η οποία τους είναι ένας εφιάλτης και γι’ αυτό την έχουν βάλει στη γωνία, όπου όχι μόνο όλα τα νησιά, της Ίμβρου και της Τένεδου συμπεριλαμβανομένων, τα οποία –η Ίμβρος τουλάχιστον- είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό, αλλά και η επαρχία της Σμύρνης και κομμάτια από τα στενά, περιέρχονταν στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ από τις ηττημένες δυνάμεις είτε στον Α’ ή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να υποστεί κάποιες κυρώσεις λόγω αυτής της συμμετοχής.
-Η προαναγγελία από την ελληνική κυβέρνηση για δημιουργία θαλάσσιου πάρκου στο Αιγαίο, και η αντίθεση της Άγκυρας σε αυτή την εξέλιξη, με φόντο και την επερχόμενη επίσκεψη του Κ. Μητσοτάκη στην Τουρκία, εκτιμάτε ότι αρκεί για να δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα ανάμεσα στις δύο χώρες ή και –ακόμα χειρότερα- να γυρίσει την Ελλάδα αρκετά βήματα πίσω;
Έχω την αίσθηση, επειδή γνωρίζω το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ότι η Ελλάδα άργησε θανάσιμα να υιοθετήσει το θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, μέρος του οποίου είναι και τα θαλάσσια πάρκα, επειδή έχει ασκηθεί ήδη η προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ελλάδας στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Κύπρος το πέτυχε παρά τις αντιξοότητες. Επομένως, βρισκόμαστε σε μια φάση να τιμωρηθούμε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη μη έγκαιρη υιοθέτηση αυτού του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού παρά τις πιέσεις που ασκούσε η Επιτροπή για να προβούμε και στο παρελθόν να υιοθετήσουμε αλιευτική ζώνη 12 μιλίων, η οποία θα μας επέτρεπε να εναρμονίσουμε τη νομοθεσία μας με αυτή των υπόλοιπων 27 –τότε- κρατών.
Στα θέματα της αλιείας και προστασίας του περιβάλλοντος, που έχει αρμοδιότητα η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν κάναμε ποτέ τίποτα υπό το φόβο των αντιδράσεων της Τουρκίας. Τώρα, λοιπόν, θεωρώ ότι είναι σημαντικό βήμα η επιμονή του Έλληνα πρωθυπουργού στη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων, ανεξάρτητα από τις αντιδράσεις της Τουρκίας, αλλά ίσως ήταν πολύ όψιμη αυτή η αντίδραση, αφού θα έπρεπε να έχει προηγηθεί σε ένα άλλο στάδιο, όπου δεν δημιουργούνται τόσο έντονα οι αντιδράσεις της γείτονος σε τέτοια θέματα, τα οποία δεν την αφορούν άλλωστε.
Το βιβλίο
Το βιβλίο του κ. Κατσούφρου μπορεί να το αναζητήσει κανείς στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιόπολις» στην Καλαμάτα, από τον εκδοτικό οίκο Σιδέρη στην Αθήνα, καθώς και από το ΕΛΙΣΜΕ (Αθήνα), που είναι και ο εκδότης.
Η δε παρουσίασή του στην Καλαμάτα θα γίνει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Βιογραφικό
*Ο Θεόδωρος Κατσούφρος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Νομικά (ΑΠΘ). Είναι κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων στο Διεθνές Δίκαιο, στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Διπλωματία (Πανεπιστήμιο Paris II, Πανεπιστήμιο του Maastricht και Institut International d’ Administration Publique, Παρίσι). Από το 1981 έως το 2013, έτος της συνταξιοδότησής του, εργάστηκε ως υπάλληλος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (με έδρα το Λουξεμβούργο). Το 1988 εργάστηκε στην Ειδική Νομική Υπηρεσία Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του ελληνικού ΥΠΕΞ ως αποσπασμένος υπάλληλος του Δικαστηρίου. Έχει δημοσιεύσει δύο μονογραφίες και πλήθος άρθρων στην ελληνική και γαλλική γλώσσα με αντικείμενο το Δίκαιο της Θάλασσας και το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής σε μεγάλο αριθμό διεθνών και εθνικών συνεδρίων για το Δίκαιο της Θάλασσας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων και ειδικός συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ, ενώ από το 2023 είναι μέλος του ΕΛΙΣΜΕ. Από το 2014 μένει στους Άνω Δολούς της Μεσσηνιακής Μάνης και στο Λουξεμβούργο.
Της Χριστίνας Μανδρώνη