Αδήριτη ανάγκη υιοθέτησης νέου μοντέλου περιφερειακής ανάπτυξης
Μεγάλη αυξητική τάση παρουσιάζουν τα ποσοστά φτώχειας στην Περιφέρεια Πελοποννήσου από το 2017 έως το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνει η νέα ανάλυση που δημοσίευσαν χθες η διαΝΕΟσις και το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών.
Το 2022 τα ποσοστά φτώχειας στην Πελοπόννησο φτάνουν το 26,2% (7,8 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό), ενώ το 2017 βρισκόταν πολύ κοντά σε αυτόν (μόλις 0,6 ποσοστιαίες μονάδες πιο πάνω). Στη δε συνολική κατάταξη των Περιφερειών είναι τρίτη με τα υψηλότερα ποσοστά φτώχειας.
Η νέα ανάλυση, που δημοσιεύουν η διαΝΕΟσις και το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών, ασχολείται με την περιφερειακή διάσταση της εισοδηματικής φτώχειας στην Ελλάδα. Το κείμενο, το οποίο υπογράφουν ο Αλέξανδρος Καρακίτσιος, ερευνητής στην Τράπεζα της Ελλάδος και η Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια Ερευνών, και ο Ηλίας Βαλεντής, Research Analyst, από τη διαΝΕΟσις, εστιάζει στους δείκτες εισοδηματικής φτώχειας και στην εξέλιξή τους ανά Περιφέρεια από το 2017 έως και το 2022.
Μέσα από τη μελέτη αναδεικνύονται οι ανισότητες μεταξύ Περιφερειών και δίνεται μια καλύτερη εικόνα για την ερώτηση «πόσοι είναι οι φτωχοί» σε κάθε Περιφέρεια, αλλά και για το «πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί» σε κάθε Περιφέρεια. Επιπλέον, καταλήγει σε χρήσιμα συμπεράσματα για την επίδραση της πανδημίας στην εισοδηματική φτώχεια σε διάφορες περιοχές της χώρας.
Ολοκληρώνοντας δε, επισημαίνει ότι υπάρχει αδήριτη ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου περιφερειακής ανάπτυξης, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη, αφενός, τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε Περιφέρειας και τις ιδιαιτερότητές της και, αφετέρου, την ανάγκη για σύγκλιση και ισόρροπη ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Επίσης, να εφαρμοστούν πολιτικές που θα στοχεύουν στην αύξηση της απασχόλησης και θα έχουν τοπικό (περιφερειακό) χαρακτήρα.
Πανδημία και ΑΕΠ
Το βασικότερο εύρημα της έρευνας είναι οι μεγάλες διαφοροποιήσεις τόσο στα ποσοστά όσο και στο χάσμα φτώχειας μεταξύ των Περιφερειών. Δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην επίδραση της πανδημίας στην περιφερειακή φτώχεια, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι διαφοροποιήσεις αναδεικνύουν και την ανθεκτικότητα των Περιφερειών στις απότομες κρίσεις. Καθώς η ανεργία αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της φτώχειας, η πληρέστερη κατανόηση των τοπικών αγορών εργασίας μπορεί να συνεισφέρει στην εξήγηση των διαφοροποιήσεων των ποσοστών φτώχειας και, κατ’ επέκταση, στην καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου της φτώχειας μέσω κοινωνικών πολιτικών αλλά και πολιτικών απασχόλησης.
Για την περίοδο της πανδημίας, στην έρευνα αναφέρεται πως, παρότι τα περιοριστικά μέτρα που υιοθετήθηκαν το 2020 ήταν οριζόντια ως προς τη γεωγραφική τους έκταση, οι συνέπειές τους ως προς το ΑΕΠ κάθε Περιφέρειας δεν ήταν συμμετρικές. Τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί (πίνακας με τον ρυθμό ανάπτυξης ανά Περιφέρεια) αναδεικνύουν την ασυμμετρία αυτή και τις μεγάλες διαφοροποιήσεις στην επίδραση της πανδημίας στο ΑΕΠ κάθε Περιφέρειας.
Περισσότερο φαίνεται να επλήγησαν οι Περιφέρειες των Ιονίων Νησιών, του Νοτίου Αιγαίου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Κρήτης. Στις Περιφέρειες αυτές, η μεταβολή του ΑΕΠ ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τον εθνικό μέσο όρο, καθώς η οικονομική δραστηριότητα σε αυτές βασίζεται σε κλάδους που είτε επλήγησαν από την πανδημία (όπως ο τουρισμός) είτε επηρεάστηκαν από άλλες αποφάσεις (όπως η απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ρεύματος, που αφορά στη Δυτική Μακεδονία). Ταυτόχρονα, πολύ κοντά στον εθνικό μέσο όρο βρίσκονται η Περιφέρεια Αττικής και η Κεντρική Μακεδονία. Τέλος, πολύ μικρότερη από τον εθνικό μέσο όρο επιβράδυνση του ΑΕΠ σημειώθηκε στη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα και την Ανατολική Μακεδονία & Θράκη. Στην Πελοπόννησο η μεταβολή του ΑΕΠ ήταν μικρότερη και έφτασε στο -6,4%.
Η αιτία αυτής της μεγάλης ασυμμετρίας στην επίδραση της πανδημίας εκτιμάται ότι σχετίζεται με τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας σε καθεμιά από αυτές τις Περιφέρειες. Ειδικότερα, στα Ιόνια Νησιά, το Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη και την Αττική η τουριστική δραστηριότητα είναι εντονότερη και –λόγω των περιοριστικών μέτρων– η επίδραση της πανδημίας ήταν μεγαλύτερη. Αντιθέτως, σε Περιφέρειες που εξαρτώνται λιγότερο από τις μετακινήσεις των πολιτών, άρα και λιγότερο από δραστηριότητες σχετιζόμενες με τον τουρισμό, η μείωση του ΑΕΠ φαίνεται πως ήταν μικρότερη.
Μείωση εισοδημάτων
Στην ενότητα που παρουσιάζεται η εξέλιξη της εισοδηματικής κατανομής κατά την περίοδο 2017-2022, επισημαίνεται ως ενδιαφέρον εύρημα, το οποίο σχετίζεται και με τις μεταβολές του μέσου εισοδήματος σε σύγκριση με τη μεταβολή του ΑΕΠ, ότι μεταξύ των ετών 2019 και 2020 η μετακίνηση της κατανομής του διαθέσιμου εισοδήματος ήταν μηδαμινή. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα εισοδήματα των πολιτών επηρεάστηκαν σε μικρό βαθμό από την πανδημία σε σχέση με τη μείωση του παραγόμενου προϊόντος της οικονομίας.
Στην ανάλυση που ακολουθεί στη μελέτη για κάθε Περιφέρεια, για την Περιφέρεια Πελοποννήσου (Πίνακας για την κατανομή του διαθέσιμου εισοδήματος), σημειώνεται ότι παρά τη μικρή μετακίνηση της κατανομής προς τα δεξιά από το 2017 στο 2019, παρατηρείται μείωση των εισοδημάτων το 2020, αφού η κατανομή μετακινείται προς τα αριστερά. Η μετακίνηση αυτή, μάλιστα, φαίνεται να είναι μεγαλύτερη στα εισοδήματα μεταξύ 5.000 και 10.000 ευρώ ετησίως. Στην περίπτωση της Πελοποννήσου, η τελική μετακίνηση της καμπύλης εισοδημάτων προς τα δεξιά το 2022 είναι εμφανής.
Κι αυτό το στοιχείο καταδεικνύει την ασύμμετρη επίδραση της πανδημίας στις Περιφέρειες της χώρας.
Στον πίνακα για τη διαφορά διαθέσιμου εισοδήματος, είναι ορατές οι μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των Περιφερειών. Συγκεκριμένα, ενώ στην Αττική το 2020 το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα ανέρχεται έως και 19% πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, στη Δυτική Ελλάδα είναι 18% χαμηλότερο από αυτόν και στην Πελοπόννησο 9% χαμηλότερο.
Ποσοστά φτώχειας
Στον πίνακα με τα ποσοστά φτώχειας σε κάθε Περιφέρεια, σε σύγκριση με το εθνικό ποσοστό φτώχειας, πρόκειται για το ποσοστό του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας που βρίσκεται κάτω από την εθνική γραμμή φτώχειας.
Η πλεονεκτικότερη θέση της Αττικής σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες είναι σαφής, καθώς τα ποσοστά φτώχειας είναι διαχρονικά αρκετά χαμηλότερα από το εθνικό ποσοστό φτώχειας, αλλά και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της Ελλάδας (πλην της Κρήτης και των Ιονίων Νήσων κάποιες χρονιές).
Αυξητική τάση, όπως αναφέραμε και στην αρχή, παρουσιάζουν τα ποσοστά φτώχειας στην Πελοπόννησο, φτάνοντας το 26,2% το 2022.
Ένας άλλος δείκτης που παρουσιάζεται στην ανάλυση είναι το χάσμα φτώχειας υψωμένο στο τετράγωνο ή, αλλιώς, ο δείκτης FGT2. Ο δείκτης αυτός δείχνει την απόσταση των φτωχών από τη γραμμή φτώχειας ή, αλλιώς, το «πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί». Σε κάποιο βαθμό, κατά συνέπεια, μπορεί να αποκαλύψει τις αλλαγές στην κατανομή των εισοδημάτων, ειδικά αν οι μεταβολές ερμηνευθούν σε συνδυασμό με το ποσοστό φτώχειας (δείκτης FGT1).
Σε περιφερειακό επίπεδο, το 2019 το χάσμα φτώχειας ήταν μικρότερο του εθνικού χάσματος στις Περιφέρειες Αττικής, Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης, Θεσσαλίας, Ιονίων Νήσων, Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου. Ανάμεσα στα έτη 2019 και 2020, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού μετακινήθηκε κάτω από τη γραμμή φτώχειας, και μάλιστα η μέση απόσταση από αυτήν αυξήθηκε σημαντικά. Την ίδια περίοδο, σημαντική αύξηση του χάσματος φτώχειας παρατηρείται στη Στερεά Ελλάδα, ενώ μικρότερες είναι οι αυξήσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο.
Συμπερασματικά, οι μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των Περιφερειών επιβεβαιώνονται και ως προς το χάσμα φτώχειας. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται τόσο η ασύμμετρη επίδραση της πανδημίας μεταξύ των Περιφερειών όσο και το γεγονός πως οι διαφοροποιήσεις των Περιφερειών δεν αλλοίωσαν σημαντικά την πρότερη εικόνα που είχε διαμορφωθεί.
Τα ποσοστά φτώχειας στις Περιφέρειες της Ελλάδας διαφέρουν διαχρονικά πολύ μεταξύ τους. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής έχουν διαμορφώσει μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας, οδηγώντας αναπόφευκτα σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες –σε μεγάλο βαθμό– αντικατοπτρίζονται και στα ποσοστά φτώχειας. Η ανάλυση των κατανομών εισοδήματος σε κάθε Περιφέρεια, και οι διαφορετικές μεταβολές τους κατά τη διάρκεια της υπό εξέτασης περιόδου, αντανακλούν τη διαφορετική επίδραση που έχει η οικονομική ανάπτυξη και η απότομη ύφεση του 2020 στα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Νέο μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης
Και στα συμπεράσματα της έρευνας υπογραμμίζεται: «Με δεδομένη την αυστηρή συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της φτώχειας και με στόχο τη σύγκλιση των Περιφερειών, είναι αδήριτη η ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου περιφερειακής ανάπτυξης. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, αφενός, τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε Περιφέρειας και τις ιδιαιτερότητές της και, αφετέρου, την ανάγκη για σύγκλιση και ισόρροπη ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Συνεπώς, είναι δύσκολο να εφαρμοστούν πολιτικές επιδοματικού χαρακτήρα σε συγκεκριμένες Περιφέρειες. Από την άλλη πλευρά, η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει ότι βασική παράμετρος αύξησης της φτώχειας είναι η ανεργία. Οπότε η απασχόληση και τα χαρακτηριστικά της θεωρούνται ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της φτώχειας, και για την πληρέστερη κατανόηση των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των Περιφερειών είναι ανάγκη να μελετηθούν ξεχωριστά οι τοπικές συνθήκες της αγοράς εργασίας.
Κατά συνέπεια, κρίνεται απαραίτητο να εφαρμοστούν πολιτικές που θα στοχεύουν στην αύξηση της απασχόλησης και θα έχουν τοπικό (περιφερειακό) χαρακτήρα. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει, αφενός, να διαγνώσουν το επικρατούν μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας (με την ανάλυση της εκάστοτε περιφερειακής αγοράς εργασίας) και, αφετέρου, να διαμορφώσουν το κατάλληλο περιβάλλον για την προώθηση των ανέργων στην απασχόληση μέσω πολιτικών (επανα)κατάρτισης».
Της Βίκυς Βετουλάκη