Ο υποφαινόμενος εφαντάζετο ότι ευκολώτερον ήτο να ταξειδεύση εις τον Άδην παρά να κληθή εις το Αυτόφωρον. Και όμως χθες την πρωίαν ηναγκάσθην, συμμορφούμενος προς μίαν μαρτυρικήν πρόσκλησιν, να παρουσιασθώ εις το Αυτόφωρον και να καταθέσω όσα είδα και άκουσα σχετικώς με μίαν υπόθεσιν, ήρωες της οποίας ήσαν εις κύριος μεσήλιξ άνθρωπος της λεγομένης «νταρίφας» και μία κυρία αρκετά εύστερνος και ελκυστική.
Ο Πταισματοδίκης καλεί εν αρχή το αστυνομικόν όργανον.
-Τι συμβαίνει, χωροφύλαξ; ερωτά.
-Πρόκειται περί διαταράξεως της κοινής ησυχίας, κε Πρόεδρε, απαντά το λευκόν αμφιμασχάλιον.
-Εκθέσατέ μας τα καθέκαστα…
-Ο κύριος με την κυρίαν εκάθηντο παραπλεύρως ο εις εις τον άλλον εις εν αυτοκίνητον συγκοινωνίας. Εις μίαν δε στιγμήν βλέπω την κυρίαν να μπατσίζη τον κύριον. Αυτός ηγέρθη της θέσεώς του και επεχείρησεν να βιαιοπραγήση κατά του προσώπου της, αλλά επενέβην εγώ και αφού τον ανεχαίτισα, διέταξα το όχημα να σταματήση. Ούτω και εγένετο.
Κατόπιν δε τους έφερα ενώπιόν σας.
-Γιατί συνεπλάκησαν;
-Δεν εκατάλαβα καλά…
Ο Πταισματοδίκης διατάσσει να έλθη η κυρία.
-Είσθε παντρεμένη;
-Ναι, αλλά τώρα είμαι ζωντοχήρα.
Ο δημόσιος κατήγορος ευρίσκει ότι είναι καιρός να εγκαταλείψη την σιγήν, και να επέμβη και αυτός. Δι’ ο και διορθώνει την χωρίστραν του, ξεροβήχει ελαφρώς και ακολούθως ερωτά:
-Ασφαλώς, κυρία μου, ο άνδρας σας θα είναι κάποιο υποκείμενο… κάποιος μέθυσος… ε;
-Τι να γίνη… απαντά εκείνη χαμηλοβλέπουσα.
-Και είναι πολύς καιρός που εχωρίς…
Ο προεδρικός κώδων πνίγει το υπόλοιπον της ερωτήσεως του δημοσίου κατηγόρου, όστις αναγκάζεται να σιωπήση.
-Διατί, κυρία μου, εμπατσίσατε τον κύριον; ερωτά μελιστάκτως ο Πταισματοδίκης.
-Να συχωράη που με συνεκράτησε ο χωροφύλακας, αλλιώς θα τούβγαζα τα μάτια.
Ο Πρόεδρος ανατινάσσεται ωσεί βουκεντρισθείς.
-Και γιατί αυτό το μίσος;
Εκείνη δεν απήντησε.
Ο Πταισματοδίκης καλεί τον κατηγορούμενον να απολογηθή, αλλ’ αυτός αντί οιασδήποτε απολογίας παρακαλεί τον Πταισματοδίκην να ακούση τον μάρτυρα της υπερασπίσεως, όστις κατά κακήν μοίραν ήτο ο… υποφαινόμενος.
-Το χέρι σας στο Ευαγγέλιο… πώς ονομάζεσθε… πού εγεννήθητε;
Δεν επρόφθασα όμως να δηλώσω την ταυτότητά μου και ο Πρόεδρος εκσπά εις γέλωτας…
-Α! Είσθε σεις… που… μη διστάζετε, παρακαλώ… δεν μνησικακούμεν… ορίστε λέγετε…
-Αν δεν απατήθηκα, η κυρία παρεξήγησε μίαν ακουσίαν χειρονομίαν, ή μάλλον… «ποδοχειρονομίαν» του κυρίου, ο οποίος αποτελών και αυτός μονάδα εις την κονσέρβα, που λέγεται αυτοκίνητον, των σαρδελλών, που λέγονται άνθρωποι, έφερε το πόδι του εις στενήν επαφήν με την κνήμην της κυρίας, η οποία ενόμισεν ότι…
-Ώστε πρόκειται περί παρεξηγήσεως; με διακόπτει εννοήσας ο Πταισματοδίκης και γελών πάντοτε.
-Έτσι φαντάζομαι.
-Και έχετε την γνώμην ότι δεν πρέπει να τιμωρηθή;
-Αυτό αφορά εσάς…
-Γνωρίζεσθε με τον κύριον;
-Καθολοκληρίαν…
-Έλα εδώ, κατηγορούμενε, διατάσσει ο προϊστάμενος του δικαστηρίου. Διατί ενοχλήσατε την κυρίαν κατά τρόπον σκανδαλώδη;
-Αυτή με επροκάλεσε… απαντά εκείνος ιταμώς! Δηλαδή… μόνη της επέπεσεν επάνω μου και μόνη της έσυρε το πόδι της έως το δικό μου.
-Αποτόμως, ή σιγά σιγά; παρεμβαίνει ο δημόσιος κατήγορος διαστέλλων ώτα και οφθαλμούς και κύπτων τον κορμόν εμπρός.
-Με «ζούλα», κε Αστυνόμε.
Α… ώστε με ζούλα ε; Και δεν μου λέτε: Είχε το πόδι της στηρίξει βαρειά επάνω στο δικός σας;
Εις το σημείον τούτο το ακροατήριον αναλύεται εις γέλωτας παρατεταμένους. Ο προεδρικός κώδων… φρενιτιά!
-Παρακαλώ, κε υπομοίραρχε, κραυγάζει ο Πρόεδρος.
-Μα νομίζω ότι ειμπορώ να ερωτήσω…
-Ναι αλλά εκφεύγετε του θέματος…
-Νομίζετε…
Απειλείται προς στιγμήν επεισόδιον εν τη έδρα του Δικαστηρίου. Ευτυχώς επεμβαίνει αποτελεσματικώς ο γραμματεύς και το κλυδωνιζόμενον δικαστήριον ανακτά την ηρεμίαν του…
Αποκατασταθείσης της ησυχίας το Δικαστήριον καταδικάζει την κυρίαν εις 50δραχμον πρόστιμον και απαλλάσσει τον κύριον, ο οποίος πλησιάσας τον υποφαινόμενον παρεκάλεσεν όπως μη αφίση ασχολίαστον την υπόθεσιν.
ΟΥΔΕΤΕΡΟΣ