Ανησυχητικά στοιχεία για τη διάβρωση των ελληνικών ακτών

Ανησυχητικά στοιχεία για  τη διάβρωση των ελληνικών ακτών

Νομοσχέδιο για άμεσες αδειοδοτήσεις έργων θα καταθέσει το ΤΕΕ

Νέο νομοσχέδιο που θα προβλέπει άμεσες αδειοδοτήσεις με μία μόνον έγκριση και τεχνικές λύσεις για παρεμβάσεις και έργα προστασίας από τη διάβρωση των ακτών, θα ετοιμασθεί μέχρι τον Οκτώβριο, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, Γιώργος Στασινός, κατά τη συνεδρίαση της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Περιφερειών της Βουλής.

Το θέμα της διάβρωσης των ακτών απασχόλησε έντονα το 1ο Διεθνές Συνέδριο του ΤΜΕΔΕ με τίτλο “Redefining the Future Horizons: Σχεδιάζοντας τις βιώσιμες στρατηγικές του αύριο”, όπου ο πρόεδρος του ΤΕΕ τόνισε ότι για την αποκατάσταση των ακτών μας απαιτούνται έργα ύψους 2,6 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Διάβρωση

«Σε πολλές περιοχές της χώρας υπάρχουν ακτές που κάθε χρόνο χάνουν έως και ένα μέτρο από τη διάβρωση. Για να γίνουν έργα προστασίας της ακτής από τη διάβρωση, εφόσον υπάρχουν τα χρήματα, χρειάζονται έως και 2,5 χρόνια για να βγουν οι αναγκαίες αδειοδοτήσεις από πολλές Αρχές. Σε 2,5 χρόνια έχουν χαθεί 2,5 μέτρα από την ακτή και τα έργα στις περισσότερες περιπτώσεις δε γίνονται. Και για αυτό το θέμα που αφορά στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και στον τουρισμό που είναι σημαντικός για την εθνική οικονομία, κανείς δε νοιάζεται», είπε ο κ. Στασινός και ανακοίνωσε ότι το ΤΕΕ θα ετοιμάσει μέχρι τον Οκτώβριο νέο νομοσχέδιο που θα προβλέπει άμεσες αδειοδοτήσεις με μία μόνον έγκριση και τεχνικές λύσεις για παρεμβάσεις και έργα προστασίας από τη διάβρωση των ακτών.

«Κάποιος πρέπει να νοιαστεί για να δοθούν λύσεις» είπε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, σημειώνοντας ότι από τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται εξαιτίας της γραφειοκρατίας, όσο δεν αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα, θα λείπουν συνεχώς χρήματα.

Σύμφωνα με το «ecopress», ο πρόεδρος του ΤΕΕ στη Βουλή τόνισε «την ανάγκη να δημιουργηθεί ένα κεντρικό συμβούλιο που θα αποφασίζει χωρίς χρονοτριβή και με επιστημονικά τεκμηριωμένες γνωμοδοτήσεις και δε θα περιμένει από 100 φορείς να αποφασίζουν για να φτιαχτεί κάτι στην Ελλάδα».

«Πρέπει να φτιαχτεί ένα χρηματοδοτικό εργαλείο για να αρχίσουμε να κάνουμε έργα» τόνισε, ενώ έκανε γνωστό ότι το ΤΕΕ προχωρά άμεσα, με δική του πρωτοβουλία, στη δημιουργία ενός Εθνικού Παρατηρητηρίου που θα παρακολουθεί και θα καταγράφει όλα τα φαινόμενα, και θα λειτουργήσει τους επόμενους μήνες.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε όλοι με πράξεις. Να προτεραιοποιήσουμε τις ανάγκες. Πράξεις χρειάζονται, όχι θεωρίες. Βαρέθηκα τις ατέρμονες συζητήσεις. Έτσι δεν πάμε πουθενά. Θα πάρουμε μόνοι μας πρωτοβουλία για να δημιουργήσουμε ένα Παρατηρητήριο και να παρακολουθούνται όλα τα φαινόμενα», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Καμπανάκι κινδύνου

«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Μπορεί να βλέπουμε τις παραλίες μας σε καρτ ποστάλ τα επόμενα χρόνια. Μπορούμε και πρέπει με τη σύμπραξη όλων να αποτρέψουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ενεργώντας έγκαιρα, μεθοδικά, οργανωμένα και με επιστημονικό τεκμηριωμένο τρόπο. Ελπίδα υπάρχει ακόμα».

Με αυτά τα χαρακτηριστικά λόγια, ο ακαδημαϊκός, καθηγητής Ακτομηχανικής Κώστας Συνολάκης, χτύπησε το καμπανάκι κινδύνου, μιλώντας στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Περιφερειών της Βουλής, που συνεδρίασε με θέμα «Διάβρωση ακτών – Μέθοδοι αντιμετώπισης – Θεσμικό πλαίσιο».

Κοινή παραδοχή και συμπέρασμα όλων, βουλευτών, ειδικών επιστημόνων και εκπροσώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ήταν ότι η Ελλάδα, με τις εκατοντάδες χιλιάδες ακτογραμμές της χρειάζεται άμεσα ένα εθνικό στρατηγικό, ολιστικό σχέδιο, για να αποτρέψει μεγάλους κινδύνους οι βρίσκονται προ των πυλών. Και όλοι ανεξαιρέτως συντάχθηκαν με την άποψη του κ. Συνολάκη, ότι «χρειάζεται η δημιουργία ενός Κεντρικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου για την παράκτια ζώνη, αντίστοιχου του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, που θα εγκρίνει οποιαδήποτε παρέμβαση στην παράκτια ζώνη».

«Η επιστημονική κοινότητα είναι ενωμένη. Γυρίσαμε σελίδα. Πρέπει να γίνουν σοβαρές μελέτες με μαθηματικές προσομοιώσεις και όχι πειράματα. Η άποψη όλων είναι να μειωθεί ο υπερκαταναλωτισμός και η σπατάλη πόρων και με σοβαρό, θεσμικό και επιστημονικό τρόπο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Πρέπει να σταματήσει ο αλόγιστος τρόπος που εκμεταλλευόμαστε τις παραλίες. Ο χρόνος δεν μπορεί να περιμένει. Είναι θέμα χρόνου τα αυθαίρετα που κτίζονται στις παραλίες να τα πάρει το κύμα. Και όπως λέει και το τραγούδι, “είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια”», ανέφερε χαρακτηριστικά ο ακαδημαϊκός καθηγητής.

Ανησυχητικά στοιχεία

Τα στοιχεία, όπως παρουσιάστηκαν στην επιτροπή, είναι πολύ ανησυχητικά για όλο τον κόσμο, καθώς, όπως τονίστηκε, «οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις ανέβασαν ανησυχητικά τη στάθμη της θάλασσας, ενώ τα 30 επόμενα χρόνια ο ρυθμός αύξησής της θα επιταχυνθεί».

Ανησυχητικές είναι οι επιπτώσεις και για τη χώρα μας. Όπως τονίστηκε, εκτιμάται, μεταξύ άλλων, ότι «η Ελλάδα έχει χάσει περίπου 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα παραλιών στο διάστημα 1986 έως 2018. Το ετήσιο κόστος μπορεί να ανέρχεται σε περίπου 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ και αυτό το νούμερο δεν υπολογίζει το κόστος από την απώλεια υπηρεσιών, από τα οικοσυστήματα. Το νούμερο αυτό αυξάνεται κατά περίπου 81 εκατομμύρια το χρόνο και θα αρχίσει να αυξάνεται πολύ περισσότερο όταν αρχίσουν να παρασύρονται σπίτια».

Ο Βασίλης Καψιμάλης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, χαρακτήρισε «μείζον το θέμα της διάβρωσης των ακτών και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται».

Όπως είπε, «το συνολικό μήκος της ελληνικής ακτογραμμής είναι 20.816 χιλιόμετρα», προσθέτοντας ότι «το 28,6% έχει δείξει ότι αυτή η ακτογραμμή υποχωρεί, έχουμε οπισθοχώρηση περίπου στο 1/4 της ελληνικής ακτογραμμής, δηλαδή έντονα φαινόμενα διάβρωσης».

«Από τις παραλίες στις οποίες έχουν καταγραφεί, μεγάλες και μικρές, βλέπουμε ότι διαβρώνεται ένα μεγάλο ποσοστό, που φτάνει περίπου στο 25,7%, δηλαδή έχουμε μια απώλεια εδάφους της τάξεως των 13 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι διαθέσιμες λύσεις είναι πάρα πολλές, που ξεκινούν από τη φυσική αποκατάσταση ή και τη φυσική ενίσχυση κάποιων παραλιών. Όμως, είναι μία επιτακτική ανάγκη, η τελική λύση των έργων ή οποιωνδήποτε δράσεων ανάσχεσης της διάβρωσης των ακτών, να περνάει μέσα από ένα συντονισμό της επιστημονικής κοινότητας» κατέληξε ο κ. Καψιμάλης.