Μικρή υποχώρηση καταγράφεται το τελευταίο διάστημα στις τιμές παραγωγού ελαιολάδου σε Ελλάδα και Ισπανία, έπειτα από μια χρονιά που ο «χρυσός καρπός» έγινε είδος πολυτελείας και οι καταναλωτές είπαν το λάδι… λαδάκι.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχει ακόμη μακρύς δρόμος μέχρι οι τιμές να πλησιάσουν στα προ πληθωριστικής κρίσης επίπεδα και η αποκλιμάκωση να φτάσει στο ράφι και στον τελικό καταναλωτή.
Σε σουπερμάρκετ σήμερα η τιμή του ελαιολάδου ξεκινά από 10,90 ευρώ και φτάνει μέχρι τα 18 ευρώ ανά λίτρο, ενώ το βιολογικό έχει εκτοξευθεί στα 22,60 ευρώ ανά λίτρο. Βέβαια, από τους παραγωγούς τα εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα πωλούνται σήμερα μεταξύ 7,80 και 8,20 ευρώ το λίτρο, όταν πριν από ένα μήνα οι τιμές ήταν 9,30-9,50 ευρώ.
Στο μεταξύ, το τελευταίο δίμηνο υπήρχε μια σχετική νηνεμία στην αγορά, αφού οι περισσότεροι μεγάλοι αγοραστές – τυποποιητές προσπάθησαν να γεμίσουν όσο γίνεται τις αποθήκες τους, ενώ η περιορισμένη κατανάλωση και το άδηλο μέλλον για τη νέα χρονιά είχαν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη κινητικότητα.
Οι τιμές στο ράφι
Η μείωση που καταγράφεται στις τιμές του παραγωγού είναι της τάξεως των 1-1,30 ευρώ, με τους καταναλωτές, ωστόσο, να μην την έχουν «δει» ακόμη στο πορτοφόλι τους. «Η διαδικασία αναπροσαρμογής δε γίνεται αυτόματα, ούτε από πλευράς τυποποιητών ούτε από πλευράς των retailers».
Ενδεικτικά, ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), αναφέρει στα «ΝΕΑ» πως η πτώση αυτή οφείλεται στην αναμονή για ένα καλύτερο επίπεδο τιμών σε Ισπανία και Ελλάδα και παράλληλα στη μείωση της ποσότητας στην κατανάλωση.
Όμως, αυτό δεν αντικατοπτρίζεται ξεκάθαρα στο ράφι, διότι από τη στιγμή που έπεσε η τιμή στον παραγωγό κατά 1 ευρώ, δε σημαίνει και αυτόματη μείωση για τους καταναλωτές.
Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ) Μανώλης Γιαννούλης, από τη μεριά του, αποδίδει αυτήν την απόκλιση σε ένα συνδυασμό παραγόντων: «Ο ένας είναι, βεβαίως, η μείωση της κατανάλωσης, το αποτέλεσμα της οποίας είναι εμφανές στην αγορά.
Ο δεύτερος είναι ότι εν όψει των προβλέψεων για την επόμενη περίοδο οι αγοραστές είναι συγκρατημένοι στις προμήθειές τους, καταναλώνουν αποθέματα και περιμένουν να δουν πού θα κυμανθεί η νέα χρονιά. Σίγουρα από τα υψηλά που είδαμε, με 9,50 ευρώ το κιλό και που σήμερα έχουν διαμορφωθεί γύρω στα 8,30 ευρώ, ελπίζουμε ότι θα δούμε κάποια τιμή η οποία θα είναι στα επίπεδα των 5-6 ευρώ. Δηλαδή, να γίνει το προϊόν ελκυστικό προς τον καταναλωτή και ταυτόχρονα να μπορεί ο παραγωγός να χαμογελά».
Οι μέχρι τώρα εκτιμήσεις αναφορικά με την παραγωγή ελαιολάδου στη χώρα μας είναι θετικές, αν και ασφαλέστερα συμπεράσματα θα μπορέσουν να βγουν στα μέσα Ιουνίου.
«Σε λίγες ημέρες θα έχουμε την οριστική καρπόδεση και όλα αυτά υπό την αίρεση ότι ο καρπός θα αναπτυχθεί φυσιολογικά», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ.
Ο ίδιος, πάντως, εκτιμά ότι η συγκομιδή θα είναι υψηλότερη από το ιστορικό χαμηλό της περασμένης χρονιάς και τους 130.000-150.000 τόνους που συγκομίστηκαν στην Ελλάδα.
Στην Ισπανία
Την ίδια ώρα στην Ισπανία, η οποία διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την τελική τιμή, η πρόβλεψη για την τρέχουσα περίοδο ήταν για 740.000 τόνους και κατέληξε στους 850.000 τόνους.
Με δεδομένο ότι η χώρα της Ιβηρικής με τα δέντρα που έχει μπορεί – εν δυνάμει – σε μια χρονιά με υπερπαραγωγή να παραγάγει πάνω από 2 εκατ. τόνους, το ποσοστό 50%-60% αυτού για τη νέα χρονιά φαντάζει εφικτό.
«Ακούστηκαν νούμερα για 70% παραγωγή στην Ισπανία. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, το βασικό σενάριο είναι ότι οι τιμές θα πιεστούν πολύ, διότι παγκοσμίως η κατανάλωση είναι πολύ μειωμένη – κατά 40% – και δεν πρόκειται να ανακάμψει άμεσα. Έτσι, θα έχουμε υπερβολική προσφορά και όχι ανάλογη ζήτηση. Θα έχουμε μείωση τιμών και θα πρέπει να περιμένουμε για να διαπιστώσουμε πού θα φτάσουν», σημειώνει ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ.
Ένα δεύτερο σενάριο, κατά τον ίδιο, είναι εκείνο στο οποίο με την εκκίνηση της νέας ελαιοκομικής περιόδου η παραγωγή θα υπερεπαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες.
Βάσει αυτού, λέει ο Μανώλης Γιαννούλης, «ενδέχεται να γίνουμε μάρτυρες σκηνών με παραγωγούς οι οποίοι θα προσπαθούν να πουλήσουν, θεωρώντας δεδομένη τη μείωση της τιμής, και να σώσουν ό,τι σώζεται, ενώ ταυτόχρονα θα έχουμε αγοραστές οι οποίοι δε θα έχουν κανέναν λόγο να αγοράσουν τίποτα περισσότερο, εκτός από τις άμεσες ανάγκες τους. Εκεί, ο καταναλωτής θα μπορεί να χαμογελά ευτυχισμένος, όταν οι παραγωγοί θα κλαίνε με μαύρο δάκρυ».