«Μήπως είναι τραγουδιστής ο Ευριπίδης;»

«Μήπως είναι τραγουδιστής ο Ευριπίδης;»

Στοιχειώδεις γνώσεις φαίνεται να μη διαθέτουν φοιτητές Φιλολογίας, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια εισάγονται σε περιφερειακά σχετικά τμήματα ακόμη και με 8,5. Για το επίπεδο φοιτητών ανθρωπιστικών σπουδών μιλούν ο Αγγελος Χανιώτης, η Αγγέλα Καστρινάκη και ο Κώστας Ακρίβος

«Ποιος είναι ο Ευριπίδης;». Απόλυτη αµηχανία επικράτησε στο αµφιθέατρο Τµήµατος Φιλολογίας σε περιφερειακό πανεπιστήµιο, όταν ο καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας ρώτησε τους φοιτητές του εάν γνωρίζουν τον Ελληνα τραγικό ποιητή των κλασικών χρόνων. Δευτερόλεπτα πέρασαν, και κάποιος από το ακροατήριο ρώτησε εάν είναι τραγουδιστής! Απορηµένος επέµεινα στον Αγγελο Χανιώτη, τον καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας, στο Ινστιτούτο Προηγµένων Μελετών του Πρίνστον που µου µετέφερε το περιστατικό, εάν αστειεύεται. Δυστυχώς όχι. Το χαµηλό επίπεδο των φοιτητών επιβεβαιώνεται από µαρτυρίες πανεπιστηµιακών σε πολλά τµήµατα φιλολογιών και άλλων σχολών ανθρωπιστικών επιστηµών. Οι διδάσκοντες προσφέρουν γλαφυρά περιστατικά, και οι αριθµοί αποτελούν αµείλικτα στοιχεία. Οι βάσεις εισαγωγής στις ελληνικές φιλολογίες τα τελευταία χρόνια έχουν πάρει την κατιούσα. Ετσι, από το επίπεδο των 15.000 µορίων το 2000 έφτασαν να κυµαίνονται ανάµεσα στα 8.500 και τα 9.500 µόρια την τελευταία τριετία.

Το ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές φθίνει και στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο όλο και λιγότεροι απόφοιτοι λυκείου επιλέγουν αυτές τις σχολές, με αποτέλεσμα το επίπεδο στα ΑΕΙ να πέφτει.

Οι Πανελλαδικές

Την προηγούμενη Πέμπτη, µε τους υποψηφίους των επαγγελµατικών λυκείων, δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισµα των φετινών Πανελλαδικών Εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθµια εκπαίδευση. Συνολικά περί τους 90.000 αποφοίτους λυκείου θα διεκδικήσουν µία από τις 72.000 θέσεις στην τριτοβάθµια εκπαίδευση. Ωστόσο, το ενδιαφέρον για τις ανθρωπιστικές σπουδές, ακολουθώντας τη διεθνή τάση, φθίνει και στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο όλο και λιγότεροι απόφοιτοι λυκείου επιλέγουν αυτές τις σχολές, µε αποτέλεσµα το επίπεδο στα ΑΕΙ να πέφτει. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προς τα σχετικά τµήµατα και σχολές, όµως τα θέµατα που κινητοποιούν εντονότερα τους πανεπιστηµιακούς τους είναι εάν το τµήµα τους θα επιβιώσει και πώς θα διατηρήσουν την αυτονοµία τους και δεν θα συγχωνευθούν µε ένα γειτονικό, µε συναφές αντικείµενο, τµήµα.

«Κάθε συζήτηση για την έρευνα πρέπει να έχει αφετηρία τη δευτεροβάθµια εκπαίδευση. Αυτή τροφοδοτεί τα πανεπιστήµια µε φοιτητές και σε αυτήν καταλήγει µεγάλο ποσοστό των πτυχιούχων των φιλοσοφικών σχολών. Τα προβλήµατα είναι κοινά, ασχέτως αντικειµένου. Είναι γνωστό και τεκµηριωµένο ότι το επίπεδο της παρεχόµενης παιδείας στη δευτεροβάθµια εκπαίδευση είναι εξαιρετικά χαµηλό», ανέφερε ο κ. Χανιώτης, ο οποίος, και ως µέλος του Ανώτατου Συµβουλίου της ΕΘΑΑΕ, ήταν κεντρικός οµιλητής πρόσφατα σε συνέδριο µε θέµα «Οι Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήµες στον 21ο αιώνα», στο Πανεπιστήµιο Κρήτης στο Ρέθυµνο. Ο κ. Χανιώτης παρέθεσε, επιγραµµατικά, µόνο δύο προβλήµατα. «Το ένα αφορά τη διδασκαλία της ιστορίας µε απωθητικό τρόπο και την εσφαλµένη αντίληψη ότι στόχος του µαθήµατος της ιστορίας είναι η µετάδοση γνώσεων. Πρωταρχικός στόχος όφειλε να είναι η µετάδοση ενδιαφέροντος· οι γνώσεις θα κρατήσουν ώς το επόµενο διαγώνισµα· το ενδιαφέρον θα διαρκέσει για µια ζωή. Το πρόβληµα είναι η ανεπαρκής προετοιμασία των καθηγητών της µέσης εκπαίδευσης για την αποστολή τους. Ανεξάρτητα από το αν έχουν σπουδάσει φιλολογία, ιστορία, αρχαιολογία ή φιλοσοφία, όλοι εντάσσονται στον Κλάδο ΠΕ02 Φιλολόγων και αποκτούν το ίδιο επαγγελµατικό δικαίωµα, δηλαδή καλούνται να διδάξουν µαθήµατα για τα οποία έχουν ανεπαρκείς ή ανύπαρκτες γνώσεις», τόνισε.

«Δυστυχώς, πλέον αναγκαζόµαστε να κάνουµε παραχωρήσεις στη διδασκαλία, για να µας καταλάβουν οι φοιτητές. Το πρώτο παράδειγµα που µου έρχεται είναι ότι οι φοιτητές δεν µπορούν να κατανοήσουν τη διαφορά ανάµεσα στην περίληψη ενός κειµένου και στον σχολιασµό του. Πρόβληµα είναι και η αδιαφορία (όχι όλων
αλλά πολλών) για την κατάκτηση της γνώσης», από την πλευρά της η κ. Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τµήµα Φιλολογίας του Πανεπιστηµίου Κρήτης και συγγραφέας. Στο τµήµα της η βάση εισαγωγής το 2007 ήταν 15.220 µόρια και το 2020 έφθασε στο αρνητικό ρεκόρ των 8.696 µορίων. Το 2023 ήταν 9.558 µόρια. (Η βάση στο πλέον περιζήτητο τµήµα Φιλολογίας, του ΕΚΠΑ, έχει φτάσει στα 12.846 µόρια το 2021 και πέρυσι µόλις ξεπέρασε τα 13.000.) «Εχουµε λίγους φοιτητές µε µέσο όρο πάνω από 16. Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς είναι από την Κρήτη, άρα επέλεξαν το τµήµα γιατί θέλουν να σπουδάσουν ανθρωπιστικές επιστήµες χωρίς να µεταναστεύσουν µακριά από το πατρικό τους», προσθέτει η ίδια.

Απαξίωση

«Βιώνουµε την απαξίωση των ανθρωπιστικών σπουδών. Πρέπει να γίνει επανεκκίνηση σε όλο το σχολείο, από τα βιβλία έως τις µεθόδους διδασκαλίας. Μάλιστα, είναι γενική παραδοχή ότι τα προβλήµατα αφορούν όλους τους επιστηµονικούς κλάδους και πως η κατάσταση επιδεινώνεται χρόνο µε τον χρόνο», τονίζει ο φιλόλογος και συγγραφέας Κώστας Ακρίβος. Οπως προσθέτει, «από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 κύρια έγνοια των περισσότερων υπουργών Παιδείας ήταν να κάνουν αλλαγές στο σύστηµα εισαγωγής στα ΑΕΙ. Απαιτείται τόλµη και όραµα για µία ουσιαστική µεταρρύθµιση».

«Υπάρχουν επαγγέλματα, αρκεί να δει κανείς πέρα από την πεπατημένη»

Πού µπορούν να εργαστούν εκτός από τα σχολεία και τα φροντιστήρια οι πτυχιούχοι ανθρωπιστικών σπουδών από τα ελληνικά πανεπιστήµια; «Υπάρχουν πολλοί επαγγελµατικοί δρόµοι για έναν απόφοιτο Φιλολογίας, Ιστορίας, Κοινωνιολογίας. Με έναν µεταπτυχιακό τίτλο µπορεί να εµπλουτίσει τις γνώσεις του και τις δεξιότητές του και να αλλάξει επαγγελµατικό προσανατολισµό. Φτάνει να κοιτάξει πέρα από την πεπατηµένη του σχολείου ή του φροντιστηρίου», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» ο εκπαιδευτικός – αναλυτής Στράτος Στρατηγάκης. Όµως, τελικά η πλειονότητα των πτυχιούχων αναζητεί τον εύκολο δρόµο του… φροντιστηρίου. «Ενα µέρος αποφοίτων δύσκολα θα καταφέρει να επιτύχει σε διαγωνισµό του ΑΣΕΠ και κατόπιν να διοριστεί στη δηµόσια εκπαίδευση. Ετσι, είτε θα κάνει άλλες δουλειές –πολλές φορές υποδεέστερες του πανεπιστηµιακού τίτλου που κατέχει– είτε θα αναγκαστεί να εργασθεί σε φροντιστήριο», παρατηρεί η κ. Καστρινάκη. Από την πλευρά του ο κ. Χανιώτης προτείνει µεταρρύθµιση της εκπαίδευσης στα ΑΕΙ για τους φοιτητές που ενδιαφέρονται να διδάξουν στο σχολείο. «Το σηµερινό σύστηµα, που ρίχνει στην ίδια κολυµβήθρα της γνώσης φοιτητές που θέλουν να γίνουν καθηγητές της µέσης εκπαίδευσης και εκείνους που επιδιώκουν εξειδίκευση σε κάποιον από τους αρχαιογνωστικούς κλάδους, δεν ικανοποιεί ούτε τους µεν (που δεν αποκτούν την απαραίτητη ευρύτητα) ούτε τους δε (που δεν αποκτούν εξειδικευµένες γνώσεις σε προπτυχιακά προγράµµατα σπουδών που δεν είναι σχεδιασµένα για τις ανάγκες τους). Το γερµανικό µοντέλο που κάνει διάκριση σπουδών ανάµεσα σε Staatsexamen και Magisterstudiengang λειτουργεί µια χαρά, χωρίς να δηµιουργεί στεγανά, επιτρέποντας τη µεταπήδηση από τη µια κατεύθυνση στην άλλη και συνδυάζοντας µαθήµατα για τους φοιτητές και των δύο κατευθύνσεων µε πιο εξειδικευµένα µαθήµατα», λέει ο πανεπιστηµιακός.

Παιδαγωγική επάρκεια

«Το σύστηµα που περιγράφει ο κ. Χανιώτης υπηρετείται και από την “αυτονόµηση” του πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας, που καθιερώθηκε την τελευταία πενταετία. Με βάση το νέο σύστηµα, οι φοιτητές µπορούν να πάρουν το πιστοποιητικό, παρακολουθώντας ένα συγκεκριµένο ετήσιο πρόγραµµα και όχι µαθήµατα µέσα στη σχολή τους κατά την τετραετή διάρκεια σπουδών. Ενδεικτικά, υπάρχουν φοιτητές φυσικής και χηµείας που θέλουν να γίνουν µετεωρολόγοι ή να απασχοληθούν στη χηµική βιοµηχανία. Υπάρχουν άλλοι που αγαπούν τη διδασκαλία, την τάξη, το σχολείο, τους µαθητές και πρέπει να εξασκηθούν στις διδακτικές µεθόδους. Το δασκαλίκι δεν είναι λύση… διαφυγής», αναφέρει στην «Κ» στέλεχος του υπουργείου Παιδείας.

«Στα πανεπιστήμια πρέπει να εγκαταλειφθεί η μονόδρομη σχέση ανάμεσα σε τμήμα και πρόγραμμα σπουδών», λέει ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας στο Πρίνστον.

Παράλληλα, υπάρχει πληθώρα τµηµάτων ανθρωπιστικών σπουδών, µε αποτέλεσµα να παράγουν στρατιές ανέργων. «Στα πανεπιστήμια πρέπει να εγκαταλειφθεί η µονόδροµη σχέση ανάµεσα σε τµήµα και πρόγραµµα σπουδών. Για παράδειγµα, ένα τµήµα Φιλοσοφίας που παρέχει µόνο ένα προπτυχιακό πρόγραµµα σπουδών, δεν εξυπηρετεί απόλυτα την αποστολή του. Η πρώτη του αποστολή θα όφειλε να είναι, όχι η παραγωγή αποφοίτων που δεν έχουν επαγγελµατικά δικαιώµατα σχετικά µε το αντικείµενο των σπουδών τους και τελικά θα διδάξουν φιλολογικά και ιστορικά µαθήµατα στη µέση εκπαίδευση, αλλά η παροχή µαθηµάτων στο σύνολο του πανεπιστηµίου», παρατηρεί ο κ. Χανιώτης. Ωστόσο, οι περισσότεροι διδάσκοντες εµµένουν κάθε τµήµα να συνδέεται µόνο µε ένα πρόγραµµα σπουδών, διότι έτσι διατηρούνται τα ακαδηµαϊκά «τιµάρια» εντός των ΑΕΙ.

Την ίδια στιγµή, όπως επισήµανε στο συνέδριο του Πανεπιστηµίου Κρήτης ο πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ Περικλής Μήτκας, «τα τµήµατα ανθρωπιστικών επιστηµών πρέπει να εµπλουτίσουν τα προγράµµατά τους και να αξιοποιήσουν τα τεχνολογικά εργαλεία ώστε να εφοδιάζουν τους αποφοίτους τους µε σύγχρονες ψηφιακές δεξιότητες που θα τους δίνουν τη δυνατότητα απασχόλησης σε νέα περιβάλλοντα και να καταστήσουν σαφές ότι οι εργασιακές προοπτικές των αποφοίτων δεν πρέπει να περιορίζονται στον χώρο της σχολικής εκπαίδευσης».

Μπορούµε να αισιοδοξούµε; «Το τραγικό είναι πως όλοι ξέρουµε την κατάσταση, όλοι την επισηµαίνουµε αλλά…», τόνισε ο κ. Χανιώτης, προσθέτοντας: «Κάποτε ο Λένιν είπε ότι στη Γερµανία δεν θα γίνει ποτέ επανάσταση, γιατί θα την απαγορεύσει η αστυνοµία. Θα µπορούσα να πω ότι στην Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ ουσιαστική µεταρρύθµιση, γιατί θα διαφέρει από το γνώριµο και συνηθισµένο».

Του Απόστολου Λακασά για την Καθημερινή