Σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Αθηνών
Η σχέση των πόλεων με την κλιματική αλλαγή μοιάζει με δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Από τη μία πλευρά, τα αστικά κέντρα συνεισφέρουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τα κτήρια, τα οχήματα, τη βιομηχανία και την παραγωγή ενέργειας. Από την άλλη, επηρεάζονται λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας και της συχνότητας και έντασης των ακραίων καιρικών φαινομένων.
Ειδικά στην Ελλάδα, κλιματικές προσομοιώσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών αποτυπώνουν σημαντική αύξηση των θερμών επεισοδίων, δηλαδή των καυσώνων, στις μεγάλες ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Βόλο, Ηράκλειο, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Καβάλα, Καλαμάτα, Λάρισα και Πάτρα) για τα επόμενα 40 χρόνια.
Σε συνέχεια αυτών των μελετών, επιστήμονες από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου και της εταιρείας γεωπληροφορικής GET, μελέτησαν γειτονιές σε Αθήνα, Λάρισα, Καλαμάτα και Ρέθυμνο και εξέτασαν τη συμβολή συγκεκριμένων λύσεων (πράσινο, σκίαση, εφαρμογή ψυχρών υλικών σε ταράτσες και έδαφος, ή συνδυασμό τους), ώστε να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο μειώνουν τη θερμοκρασία αέρα και εάν θα είναι εξίσου αποτελεσματικές στο μέλλον, όταν θα έχουν επιβαρυνθεί οι θερμικές συνθήκες, λόγω της εντεινόμενης κλιματικής αλλαγής.
Λύσεις από γειτονιά σε γειτονιά
Οι πόλεις αποτελούνται από γειτονιές με σημαντικές διαφορές ως προς τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά, την πληθυσμιακή πυκνότητα, τις χρήσεις και καλύψεις γης.
Παράλληλα, ο τρόπος που αναπτύσσεται μία πόλη (οδικοί άξονες, κτήρια κ.λπ.) μπορεί να εντείνει την τάση αύξησης της θερμοκρασίας του αέρα που οφείλεται στην κλιματική αλλαγή. Η άνοδος του υδραργύρου επηρεάζει άμεσα τη θερμική άνεση στις αστικές περιοχές, έχει επιπτώσεις στην υγεία των πολιτών και οδηγεί σε αύξηση της ενέργειας που καταναλώνεται για ψύξη.
«Σε αυτές τις προκλήσεις οι πόλεις οφείλουν να αναζητήσουν λύσεις, που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους στις θερμικές πιέσεις τόσο για την παρούσα περίοδο όσο και στο μέλλον» σημειώνει ο επιστημονικός υπεύθυνος του έργου, καθηγητής Κωνσταντίνος Καρτάλης, σε ρεπορτάζ της Μάχης Τράτσα στο vima.gr.
Και προσθέτει: «Για να είναι αποτελεσματικές οι λύσεις, θα πρέπει να διαμορφώνονται με βάση την κλιματική τρωτότητα σε επίπεδο γειτονιάς. Σε πολλές περιπτώσεις η προϋπόθεση αυτή δε λαμβάνεται υπόψη, με αποτέλεσμα οι λύσεις να έχουν περιορισμένη ή ακόμα και μηδενική απόδοση».
Οι λύσεις για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης των πόλεων διακρίνονται στις κατηγορίες: αύξηση της βλάστησης και δημιουργία πράσινων στεγών, διαμόρφωση διαδρόμων αερισμού, χρήση ψυχρών υλικών, σκίαση, επίστρωση των επιφανειών με πορώδη υλικά, θερμική θωράκιση των κτηρίων, μείωση της κυκλοφορίας οχημάτων, διαμόρφωση υδάτινων επιφανειών.
«Οι λύσεις εφαρμόστηκαν σε διάφορες πόλεις: στην Αθήνα (πυκνή δόμηση, περιορισμένο ποσοστό πρασίνου, μεγάλος αριθμός κτηρίων προ του 1980, πολλές ανθρωπογενείς πηγές θερμότητας), στη Λάρισα (πόλη μεσαίου μεγέθους, πυκνή δόμηση στο κέντρο, περιοχή που συστηματικά εμφανίζει υψηλές θερμοκρασίες) και στο Ρέθυμνο (παράκτια πόλη μικρού μεγέθους, πολλές επιφάνειες με φυσική ή τεχνητή σκίαση και υψηλή τουριστική ανάπτυξη). Όλες οι λύσεις έχουν επίδραση στη μείωση της θερμοκρασίας, αν και διαφοροποιημένη ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των αστικών περιοχών» εξηγεί.
Η δημιουργία πράσινων χώρων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της θερμοκρασίας κατά 1 έως και 5 βαθμούς Κελσίου, ανάλογα με την πυκνότητα και το είδος των δέντρων. Μάλιστα, αποδίδει καλύτερα αποτελέσματα όταν παράλληλα διαμορφώνεται και μία πράσινη διαδρομή που λειτουργεί ως διάδρομος αερισμού της πόλης.
Ωστόσο, όπως προέκυψε από τη μελέτη, εάν το πάρκο καλύπτεται κυρίως από γρασίδι, η δροσιστική επίδραση στις γειτονικές περιοχές μειώνεται σημαντικά, περίπου στον 1 βαθμό Κελσίου. «Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης η επιλογή δέντρων που αντέχουν σε θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου» υπογραμμίζει ο κ. Καρτάλης. Γενικότερα, τα πάρκα με δέντρα έχουν δροσιστική επίδραση στις γειτονικές περιοχές της τάξεως των 2,5 βαθμών Κελσίου.
Επίσης, οι πράσινες στέγες μειώνουν τη θερμοκρασία του αέρα κατά 1 με 3 βαθμούς Κελσίου, ενώ η μείωση της θερμοκρασίας της οροφής μπορεί να φθάσει και στους 15 με 20 βαθμούς Κελσίου, διασφαλίζοντας καλύτερες συνθήκες στο εσωτερικό του κτηρίου και περιορίζοντας τις ενεργειακές απαιτήσεις για ψύξη.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αστεροσκοπείου, τα Σχέδια Προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή επιβάλλεται να διαφοροποιούνται ανάλογα με την Αστική Κλιματική Ζώνη.
Ουσιαστικά, όπως επισημαίνουν, πρέπει να αποφεύγεται η εφαρμογή του ίδιου σχεδίου αδιάκριτα σε όλες τις περιοχές, γεγονός που θα οδηγούσε σε περιορισμένα αποτελέσματα.
Οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσαρμοσμένες ανά γειτονιά και ανά πόλη. Απαραίτητη κρίνεται και η μοντελοποίηση της αποδοτικότητάς τους σε μελλοντικές κλιματικές συνθήκες, ώστε να διερευνηθεί η χρησιμότητά τους για μεγάλο διάστημα.
Πτώση θερμοκρασίας με ψυχρά υλικά
Σε ό,τι αφορά την αστική μορφολογία, σε περιοχές όπου το ύψος των κτηρίων είναι μεγαλύτερο από το πλάτος του δρόμου κατά 1,5 φορά και πάνω, η ταχύτητα του αέρα μειώνεται σημαντικά, με αποτέλεσμα να εγκλωβίζεται θερμότητα και να υποχωρεί η θερμική άνεση, ιδίως κατά τις περιόδους εμφάνισης καυσώνων. Αντίθετα, σε περιοχές όπου το ύψος των κτηρίων είναι σχετικά χαμηλό σε σύγκριση με το πλάτος του δρόμου, η ελεύθερη ροή των αερίων μαζών προκαλεί μείωση της θερμοκρασίας του αέρα στην επιφάνεια κατά περίπου 2 βαθμούς Κελσίου.
Η χρήση ψυχρών υλικών (δηλαδή υλικών που έχουν την ιδιότητα να ανακλούν ισχυρότερα την ηλιακή ακτινοβολία) αποτελεί μία λύση που μπορεί να περιορίσει τη θερμοκρασία του αέρα κατά 2 με 3 βαθμούς Κελσίου, καθώς και τη θερμοκρασία μιας τεχνητής επιφάνειας, όπως για παράδειγμα του οδοστρώματος, των πεζοδρομίων ή των ταρατσών των κτηρίων μέχρι και 10-15 βαθμούς Κελσίου.
«Έτσι μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά η θερμική άνεση της περιοχής ή του κτηρίου όπου εφαρμόστηκε η λύση. Ωστόσο, για την εφαρμογή αυτών των λύσεων παρατηρείται διστακτικότητα τόσο από φορείς του Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα» αναφέρει ο καθηγητής.
Άλλη λύση είναι η επίστρωση της επιφάνειας του εδάφους με πορώδη υλικά, η οποία επιτρέπει τη συγκράτηση του νερού, διευκολύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη δροσιστική επίδραση της εξάτμισης. Τέλος, η μείωση της κυκλοφορίας των οχημάτων (μετατροπή δρόμων σε ήπιας κυκλοφορίας ή πεζοδρόμους) περιορίζει τις εκπομπές θερμότητας και, κατά συνέπεια, τη θερμοκρασία του αέρα.