«ΘΑΡΡΟΣ 26 Μαΐου 1933: Το έθιμον της διαπλεύσεως των «40 κυμάτων»

«ΘΑΡΡΟΣ 26 Μαΐου 1933: Το έθιμον της διαπλεύσεως των «40 κυμάτων»

Η χθεσινή κίνησις εις παραλίας

Σύμφωνα προς τα ειωθότα εορτάσθη και χθες εν τη Παραλία μας μετά πάσης λαμπρότητος η εορτή της Αναλήψεως του Σωτήρος.

Ο Ναός της Αναλήψεως από της πρωίας της χθες είχε κατακλυσθή φιλοθρήσκου κόσμου, η δε Θεία Λειτουργία διεξήχθη εν κατανύξει, συνοδεία και καλλιφώνου κόρου απαρτιζομένου από λαμπρούς καλλιτέχνας ψαλμωδούς.

Από της πρωίας εις την Παραλίαν μας παρετηρήθη εξαιρετική κίνησις, όλα δε τα καταστήματα και τα διάφορα γραφεία ήσαν κλειστά λόγω της ημέρας. Κόσμος εκ της υπαίθρου Μεσσηνίας δεν είχεν αφιχθή όσος άλλα έτη. Οπωσδήποτε όμως η κίνησις ήτο σημαντική. Πάντα τα περί την προκυμαίαν καφενεία, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια εσημείωσαν σχετικώς καλόν τζίρον.

Στα «σαράντα κύματα»
Το πατροπαράδοτον έθιμον της διαπλεύσεως των σαράντα κυμάτων ετηρήθη και εφέτος. Λέμβοι μικραί και μεγάλαι, βενζινάκατοι και μικροκάικα με ένα δίδραχμον έκαμνον καθ’ όλον το απόγευμα έναν γύρον περί τον λιμένα μας και έξω του «Μόλου» απ’ όπου επέστρεφον δια να παραλάβουν άλλο έμψυχον φορτίον και το λικνίσουν και αυτό εις την δίνην των «σαράντα κυμάτων».

Οι λεμβούχοι εν τούτοις δεν έμειναν και πολύ ικανοποιημένοι, αφού ο πολύς κόσμος ηρέσκετο καλλίτερον εις την θέαν και δεν απεφάσιζε να «εξέλθη» και αυτός ολίγον έξωθι του Μόλου, όχι διότι υπελόγιζε το δίδραχμον, αλλά προφανώς διότι αρχίζει να θεωρή ίσως το έθιμον τούτο χρεωκοπημένον και προκατακλυσμιαίον.

___________

ΣΤΗΝ ΤΡΙΧΑ
«Σαράντα κύματα»
Έλα, ρε Κατινάκι, σκαρμπόζικο και αειθαλές να σε λικνίσω εν σαράντα κύματα σήμερα που το ’χει η ημέρα. Έλα το λοιπόν και άφησε τον κόσμο να μουχλιάζη στο καβούκι της κακομοιργιάς και του μπεζαχτά του. Σαράντα κύματα κι ούλος ο κόσμος αριβάρει μέχρι την Παραλία, ένεκα το έθιμο δηλαδή. Μπορεί πια να σ’ αρνηθή το Κατινάκι διασκέδασι; Τι εξελιγμένη γυναίκα είναι; Και μόνο σαράντα κύματα; Πρέπει, σου λέει, να φάμε εν αμμουδιά μετά γιουβετσίου και φαναρακίου άπαξ το ίδιο κάνει κι ο άλλος κόσμος. Και κατόπιν στο «Πανελλήνιον» για το γλύκισμα και το ρεμβασμό και την επίδειξη. Έλα όμως που το Κατινάκι είναι υπερφίαλο στις απαιτήσεις του και σου ζητάει και φόρεμα νυχτερινού περιπάτου. Τι να γίνη; Μήγαρις μπορώ να του δώσω τα παπούτσια στο χέρι; Το αγαπάου μέχρι μεδούλι… που να του πάρ’ ο διάολος τον πατέρα.

-Βάρα, λοιπόν, κύριε λεμβούχε… άνοιξε και το πανί σου κι αν μ’ αγαπάς… κι αν συμπονάς ένανε ομόφυλό σου, βάρα κόντρα στον καιρό να μας τουμπάρεις στα σαράντα κύματα. Γιατί έτσι μονάχα υπάρχει ελπίδα να απαλλαγώ από το βάσανο, αφού θα βυθιστεί το Κατινάκι… αύτανδρο κι εγώ θα πλέξω σαν σπάρος… και θ’ αμολήσω μελάνη.

Ξηγιέμαι κυματοειδώς;

Ο ΜΥΣΤΗΡΙΟΣ