-Λοιπόν, Ζοζέτ, πώς να στο πω, είσαι τυχερή, άκουσε. Έχω κέφι για γλέντι.
Α! Μη νομίσης πως εμείς γλεντάμε όπως γλεντάτε εσείς στην Αθήνα. Όχι, απόψε θέλω να μεθύσω, και θα μεθύσω. Όχι μονάχα απ’ το φεγγαρόφως, που τ’ ασήμια του είναι αγνά και σβύνουν στο κέφι. Απόψε θα πιω, θα ρουφήξω, γλυκό, κρασί δυνατό της ταβέρνας και θα μεθύσω. Θα μεθύσης και συ, εδώ όλοι μεθάμε, θα μεθύση κι ο Νικέττος.
-Μα στ’ αλήθεια είναι ν’ αφήνη κανείς τέτοια θεϊκά βράδυα; Αυτές τις βραδυές, Ζοζέτ, μόνο η Ήρα με τον Δία τις χάρηκαν, στα παληά απ’ τις κορυφές του Ολύμπου, και τώρα που ξέπεσαν σε μας να τις αφήσουμε έτσι;
-Μα τι λες; Αλήθεια δεν είδες, Ζοζέτ, για δες τα σοκάκια, τους κισσούς, πιο αλαργινά τη θάλασσα, πώς προσμένουν όλα, λουσμένα με τα αίθρια ασήμια που αφείδωλα στολίζει το φεγγάρι.
-Εμπρός, λοιπόν, τι περιμένετε, δεν νοιώσατε ακόμη πως χρειάζεται κέφι μονάχα; Μα έτσι, λοιπόν, γλεντάτε εσείς στην Αθήνα;
-Χα! Χα! Χα!
-Αβάντι, λοιπόν…. Ναι, ναι δεξιά Νικέττο… Α, σε παρακαλώ, Ζοζέτ, μην κατακρίνης την Καλαμάτα, εδώ είναι στενά, δεν είναι Καλαμάτα, ποιος σου πε άλλωστε να περπατάς στις γούβες;
-Να φτάσαμε κιόλας… Τι είναι εδώ… η καλαματιανή «Καφενοπλατεία».
– Χα! Χα! Χα!
-Ίσα τώρα… Μα πρόσεχε, λοιπόν, Ζοζέτ, δεν βλέπεις… το λεωφορείο;
-Εδώ θα καθήσουμε. Α στο διάβολο, κύριε Ιπποκράτη, στείλε, βρε αδελφέ, ν’ αλλάξουν αυτήν την καρέκλα, για σακάτεμα μας έχεις; Αλλοίμονο. Εδώ είναι η πρώτη στάσις…
Γκαρσόν, δώσε ό,τι σου ζητήσουν η δεσποινίς και ο κύριος, κι έλα εδώ να σου πω στ’ αυτί… μπαρντόν… «Εμένα θα μου φέρης ένα ποτηράκι του ούζου, αλλά πρόσεξε, μέσα θα βάλης… νεράκι, μη βάλης, κακομοίρη μου, ούζο, και μου γυρεύης και γι’ αυτό λεφτά, γιατί απόψε έχουμε έκτακτο προϋπολογισμό».
-Λοιπόν, είπαμε μεζέδες, δύο μπύρες κι ένα ούζο εξαιρετικό…
-Λοιπόν, πώς σας φαίνεται το μουσικό τρίο μας; Δε σας ενθουσιάζει; Μα αυτό δεν τρώγετε. Ακούστε! Κυρία Λουσιέν, σφίχτε περισσότερο τη φυσαρμόνικά σας και σεις και ο κ. Μαντολίνος και εμπρός «Μια γυναίκα πέρασε»:
«Μια γυναίκα πέρασε
μούπε ψέμματα, με γέλασε
μούπε σαν κι αυτές δεν θάνε
που πουλάνε την καρδιά τους…»
-Λοιπόν εβίβα και καλή αρχή…
-Χα! Χα! Χα!
-Γκαρσόν…
-Τι θέλεις; Να μας φέρη καμμιά μπύρα ακόμη από μέρος σου; Όχι, βαστάξου, παιδί μου, άιντε, θα μεθύσουμε από τα τώρα; Εμένα, για να είμαι ειλικρινής, το ουζάκι με ζάλισε.
-Διατάχτε, κύριος.
-Τον λογαριασμό… Μη βιάζεσαι κυρ – Νικέττο και δεν θα πληρώσης εσύ, άλλωστε έχε κουράγιο, θα πάμε ακόμα…
-Εμπρός επάνω πάλι, δεξιά, παιδί μου, μες στις δούλες έπεσες, κόψε αυτού, στο γιαλό θα πάμε.
-Πώς, να πάρουμε το ταξί; Τι λες, παιδί μου, θ’ αργήσουμε πολύ με το ταξί, δεν τ’ αφήνουμε αυτά να πάνε κατ’ ευθείαν και κάνουμε τον κύκλο, που… δεν έχουμε καιρό. Στάσις, εισπράκτωρ.
-Εισιτήριαααα
-Και τα τρία, εισπράκτωρ… Είπαμε, κυρ- Νικέττο, μη βιάζεσαι άλλο! Μόνο να έχης την απαίτηση να πληρώσης και τις… 15 δραχμές του τραμ.
-Τι λες εσύ;
-Ζοζέτ, σε αγκυλώνουν τα μουστάκια του κυρίου;
-Περίεργο, εμείς δεν έχουμε… μουστακαλήδες εδώ, ξένος είναι μου φαίνεται, θα παραθερίζη.
-Πανελλήνιον…
-Εμπρός, κατεβαίνουμε… Ίσα – ίσα, όχι αυτού, παιδί μου, στο καφενείο, ίσα κάτω κατά τον Φάρο.
-Λοιπόν, τι λες, Ζοζέτ, απέχει πολύ απ’ εδώ ο παράδεισος; Αλήθεια, πρόσεξες πόσο φιλάνθρωπο φάνηκε το αποψινό φεγγάρι;
-Ελάτε, ελάτε να πιάσουμε τον γονδολιέρη να μας γυρίση με την ολόλευκή του γόνδολα, γύρα στους φάρους. Τι λέτε;
-Μα μου πέφτει λόγος – αφού θάρθη ο Νικέττος… αβάντι λοιπόν. Αλλ’ άκουσε, γονδολιέρη, ελαφρά τα κουπιά σου μη σκορπίσης τ’ ασήμια του φεγγαριού…
-Μπράβο, με πέρασες στο κέφι. Ζοζέτ, εσύ μέθυσες απ’ το φεγγάρι μονάχα… μα τι είναι αυτό που γυαλίζει στην πλώρη, γονδολιέρη; Κιθάρα; Μπράβο είσαι στην τρίχα… Εμπρός, λοιπόν, Ζοζέτ, ωραία, παίξ’ αυτό:
«Τι ωραία που είναι το βράδυ
μια βαρκούλα μ’ ένα πανί
ένας νέος να ακομπανιάρη
και μια νέα να τραγουδεί».
-Δες τον Νικέττο, Ζοζέτ, μπήκε στο κέφι κι όλας…
«Η πρώτη αγάπη δεν λησμονιέται
δεν ξεριζώνεται απ’ την καρδιά…»
-Καλά πας, γονδολιέρη, λίγο προς τα κάτω, στο προσφυγικό κρασοπουλειό του γέρο – Σπύρου θα μας βγάλης…
-Δεν πρόσεξες, Ζοζέτ, τα ψαράκια τι ώμορφα που νυχτοκολυμπάνε κάτω απ’ το φεγγαρόλουστο τλάζι της θάλασσας. Βλέπεις και τις πυγολαμπίδες που λαμποσβύνουν στα φυκιωμένα βράχια;
Κι ο ουρανός δεν μοιάζει σήμερα με την θάλασσά μας που έχει τ’ αστέρια χρυσές γόνδολες;
-Οπαλάκια που τα λέμε. Εμπρός, Ζοζέτ, κατέβα Νικέττο, ω διάβολε, δεν πλήρωσα τον γονδολιέρη… Καλά αν τον πλήρωσες εσύ… Καληνύχτα, γονδολιέρη…
-Και τώρα στο κρασοπουλειό, στη χιλιοτραγουδισμένη ταβέρνα με το γλυκό κρασί που μεθάει…
-Καλησπέρα, κυρ Σπύρο… Λοιπόν απ’ τη ξανθιά ρετσίνα, μεζές μπεκρή κι ένα ποτηράκι ακόμα για τον κυρ – Σπύρο.
-Εβίβα, παιδιά, γεια σου, Ζοζέτ κι εσύ Νικέττο… γιατί χωρίς εσένα δεν γίνεται τίποτα… Κάπελα, έλα κέρνα, ξανακέρνα απ’ το γλυκό κρασί!
-Βρε διάβολε, κρασί! Σαν το φεγγάρι τ’ αποψινό, κάθε γουλιά, κι ένα φιλί του, φιλί παρθένο, νοθευμένο μόνο απ’ τ’ ασήμια του φεγγαριού, γλυκό όσο ποτέ….
-Τίποτα, Ζοζέτ, όπως το είπα, είσαι τυχερή. Να για δες αυτοκίνητο δεν είναι αυτό που σταμάτησε; Μπράβο στο γούστο του Νικέττου. Δεν είναι λίγο, Ζοζέτ, να σου έρχεται μόνον του αυτό που οι άλλοι δεν θα βρίσκαν ούτε καν με το φανάρι του Διογένη ψάχνοντας;
-Εσύ, κυρ – Σπύρο, σήμερα κανονίσου μοναχός σου και στο προσεχές αύριο λογαριαζούμαστε κι οι δυο.
-Εντάξει, λοιπόν… εμπρός σωφέρ στο «Φολί» θα μας πας.
-Γελάς, Ζοζέτ, και έτσι, καθώς τόσο γοργά τρέχουμε τώρα κάτου απ’ τις λεύκες με τις ασημιές, σαν τ’ αποψινό φεγγάρι, φυλλωσιές τους και τα χρυσαφένια μαλλιά σου ανεμίζουν ανάλαφρα σαν να ζητούν να λουσθούν κι αυτά μέσ’ τ’ ασήμια, φαντάζεις σαν νεράιδα αληθινή, γιατί τα ψεύτικα κραγιόν σβύσαν στο μεθύσι…
-Χα! Χα! Χα! Δεν πιάνει τώρα, Ζοζέτ, το ψεύτικο κοκκινάδι, τώρα που ντύθηκες την ωμορφιά του φεγγαριού και αυτήν που σου έδωσε το κρασί της απόμερης ταβέρνας.
-Ναι, ναι, θα κατέβουμε. Έχεις, Νικέττο, ψιλά, πλήρωσε τον σωφέρ σε παρακαλώ. Ωραία… κι ένα άλλο πρόσεξε, Νικέττο, μη παραφουσκώνεις απάνω και παριστάνεις τον Ροκφέλρ, γιατί… αντίο – αν και παχιό – πορτοφόλι και καλό ξημέρωμα στην Καλλιόπη…
-Γεια σου, Φιφή, απόψε είσαι μούρλια, τις ξεπερνάς όλες, κι ακόμα είσαι η πιο κεφάτη Φιφή απ’ όλες τις βραδυές, μπράβο. Έτσι σε θέλω.
-Γκαρσόν… Σαμπάνιες. Σαμπάνιες, παιδί μου, να πιούμε.
-Τελείωσες, Φιφή, για τόσο λίγο… πρόωρα δίψασες για τα λεφτά μας, χόρεψε, δεν πικάραμε όπως πρέπει ακόμα. Μαέστρος, ρούμπα θέλουμε.
Όπα! Γεια σου, Φιφή! Τι λες, Ζοζέτ, ο βιολίστας τις δοξαριές δεν τις σέρνει με τέχνη; Μπράβο, ρε Φιφή, σου αξίζει, μα τον Βάκχο, ένα κέρασμα.
-Γκαρσόν! Φέρε μας κοκτέιλ…
-Τι λες, Ζοζέτ, δεν σου φαίνονται γλυκά τα μάτια του Νικέττου, αυτός μέθυσε κι απ’ τη Φιφή…
-Χα! Χα! Χα!
-Μαέστρο, μα πώς; Ούτε ένα τραγούδι; Έτσι ντε, τράλα – λα – λα – λα, λω!
«Έτσι είναι οι γυναίκες πλανεύτρες
Έτσι είναι και σου λένε πως σ’ αγαπούν
Μ’ όρκους σε παιδεύουνε οι ψεύτρες…».
-Γκαρσόν, από τα ίδια και στους ίδιους, αλλά έλα εδώ πρώτα… κοντά, σκύψε να σου πω στ’ αυτί… μπαρντόν «άκουσε τώρα που θα βγω έξω θα σπεύσης να σου εξοφλήση ο κύριος τον λογαριασμό, σύντομα όμως πριν γυρίσω και πριν κλείσετε».
Λοιπόν, είπαμε ν’ αλλάξης μάρκα…
-Λοιπόν, Ζοζέτ, δεν ξαίρω τι να πω μ’ αυτό το γέλιο σου, σαν χέρι μαγικό μου κουρδίζει και τα τέλια της δικής μου καρδιάς και άθελα με κάνεις και μένα να γελάω…
-Όλα λα, τρεις, πότε πέρασε κι όλας η ώρα; Γκαρσόν, έλα να σε πληρώσω… Τι; Πλήρωσε ο κύριος; Μα δεν είσαι καθόλου στα καλά σου, Νικέττο. Καλά εσύ, Ζοζέτ, δεν μιλούσες; Ας είναι, κι αυτό θα περάση. Μαέστρο, το φινάλε για να του δίνουμε…
-Ωραία… και τώρα αλέ… Νικέττο Άκουσες, παιδί μου, αλέ… σκολάσαμε. Άιντε ντε, κουνήσου, χα! Χα! Δες τον πώς τρεκλίζει, ω κι εσύ Ζοζέτ… τι βλέπεις και γελάς, μήπως κι εγώ; Έτσι λοιπόν στρεκλάμε όλοι τότε ωραία, φτάσαμε στο σκοπό μας, μεθύσαμε, όπως θέλησα, Ζοζέτ, από το φως του φεγγαριού απ’ το κρασί της ταβέρνας, απ’ τις σαμπάνιες και το κοκτέιλ.
Τι όμορφα που πέρασε η βραδυά απόψε, μα όχι δεν τελείωσε ακόμα, μένει μια ώρα, λοιπόν, ζερβά κι ύστερα ίσα…
-Μπαρντόν… Εδώ δεν είναι Κατσούλης… Ωραία εδώ. Γκαρσόν… σαμπάνιες… πώς; Δεν έχει, ώστε δεν είναι Κατσούλης. Α έχει γλυκά, τότε κρέμες, τι λες, Ζοζέτ;
-Ψιτ! Νικέττο, κρέμα κι εσύ… Τι λες; Ξενοδοχείο… Γκαρσόν, άκου, παιδί μου, στον κύριο φέρε Ξενοδοχείο…
-Χα! Χα! Χα!
-Τι λες βρε, Νικέττο… Για στάσου τι είναι αυτά που κρατάς, μπα! Στα χέρια σου τα κρατάς ακόμη τα ρέστα… Άφησέ τα μην τα χάσης, άφησέ τα και θα στα δώσω αύριο…
-Γκαρσόν, τι χρωστάμε, ωραία σώνουν αυτά; Ψιτ μαμζέλ, κύριος, αλέ, στάσου ντε! Εδώ, παιδί μου… Ζοζέτ, στηρίξου στο Νικέττο.
-Ψιτ! Χωροφύλαξ, εσύ μάλιστα, εσύ… Πού κάθονται οι κύριοι… πώς δεν ξαίρεις; Τότε…
-Απ’ εδώ, Ζοζέτ, τι κάθεσαι; Όχι πάει, τέλειωσε… η νύχτα… Ε, Ζοζέτ… η νύχτα φοβάται, για δες πώς μαζεύει υποταχτικά τις φτερούγες της.
-Ψιτ, Νικέττο, άστο το γάιδαρο, παιδί μου, χα! χα! Δεν είναι… Πόλισμαν Χα! χα! χα!
-Και πού…. με το καλό… πατριώτη… Πώς; Ερχόσαστε απ’ το πανηγύρι;
-Εμείς; Μόλις τώρα ξεκινάμε… Για τα πανηγύρια…
Του συνεργάτου μας Γιώργου Κανέρη