«Εκεί που θεωρείς ότι κάτι σβήνει, εκεί είναι που ανάβει πολλές φορές…», σημειώνουν σήμερα οι μοναχές της Ιεράς Μονής Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλαμάτας
Αναμφισβήτητα, η φράση «καλαματιανό μαντήλι» έχει ηχήσει σε διάφορες περιστάσεις στα αυτιά όλων μας. Αυτό, όμως, που δεν είναι διαδεδομένο είναι το πώς κατάφερε το μαντήλι, και ευρύτερα η υφαντική τέχνη, να συνδεθεί σε τέτοιο βαθμό με την πόλη της Καλαμάτας και να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής της κληρονομιάς.
Το «Θάρρος», λοιπόν, βρέθηκε στη Μονή Καλογραιών Καλαμάτας ή, ορθότερα, την Ιερά Μονή Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών, ένα μοναστήρι του οποίου η ιστορία ξεκινά τον 17ο αιώνα. Στη συνέχεια δε, έμελλε να ακμάσει χάρις στη μεταξοϋφαντική τέχνη, την οποία διέδωσε και στην υπόλοιπη περιοχή.
Αναζητώντας την άκρη του μεταξωτού νήματος, η ηγουμένη, μοναχή Θεοδούλη, μας περιγράφει την ιστορία του μοναστηριού, την εξέλιξή του μέσα στα χρόνια, το τι έχει αλλάξει μέχρι σήμερα, καθώς και… πώς προδιαγράφεται το μέλλον της υφαντικής τέχνης μέσω της μονής.
Πότε ξεκινά η ιστορία της υφαντικής στο μοναστήρι
«Ο αργαλειός θέλει μεράκι. Πρέπει να ξέρεις τα χούγια του για να σ’ αφήσει να πας παρακάτω…» μας λέει η ηγουμένη Θεοδούλη αρχίζοντας να αφηγείται την ιστορία του μοναστηριού γύρω από την υφαντική τέχνη.
Και συνεχίζει: «Το 1795, από ό,τι λέει η ιστορία, ο ιερομόναχος Γεράσιμος Παπαδόπουλος ήταν ο ιδρυτής της παρούσας μονής, στον οποίο οφείλουμε κι εμείς τα πάντα. Το μοναστήρι ξεκίνησε στην πατρική του οικία, γιατί είχαν κάποιες ψυχές να αφιερωθούν, και μετά ζήτησε να του παραχωρήσουν το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, ο οποίος ήταν χτισμένος πάνω σε παλαιότερο ναό του 13ου αιώνα. Έτσι, ξεκίνησε το 1796 να ιδρύει το μοναστήρι. Όταν άρχισε η λειτουργία του μοναστηριού, η λειτουργία των αργαλειών γινόταν στους λάκκους –όπως και στα χωριά-, καθώς εκεί έβαζαν τα χοντρά νήματα κυρίως.
Όμως, γύρω στο 1822, όπως λέγεται ιστορικά, δέκα από τις δεκαεπτά μοναχές που βρίσκονταν στο μοναστήρι πήγαν εξορία στην Κωνσταντινούπολη, κι εκεί έμαθαν ακριβώς τη σηροτροφία, να εκτρέφουν δηλαδή το μεταξοσκώληκα. Με τα χρόνια γύρισαν πίσω, και άρχισαν με το γέροντα να εγκαθιδρύουν τους αργαλειούς αυτού του τύπου που έχουμε μέχρι και σήμερα. Έτσι, το μοναστήρι ξεκίνησε να εκτρέφει το μεταξοσκώληκα και να παράγει εντατικά μετάξι.
Για να καταλάβει κανείς την παραγωγή εκείνης της εποχής, φτάνει να αναφέρουμε ότι το σημερινό συγκρότημα του μοναστηριού φιλοξενούσε τότε εκατοντάδες συκομουριές, καμία σχέση με το πώς είναι σήμερα ο χώρος.
Και μάλιστα, τότε άρχισαν να παίρνουν και τα γύρω σπίτια να εκτρέφουν μεταξοσκώληκα και να φέρνουν κουκούλια εδώ στο μοναστήρι, για να κάνουν την υπόλοιπη επεξεργασία οι μοναχές. Αυτό ήταν ανάγκη να γίνεται τότε, γιατί ναι μεν υπήρχε ο μεταξοσκώληκας τον οποίο εξέτρεφαν, όμως από εκεί και πέρα, για να βγει σε κλωστή, χρειαζόταν κόπος, χρόνος και χέρια. Φανταστείτε ότι οι μοναχές τότε είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, στις οποίες οι μεγαλύτερες εξέτρεφαν και καθάριζαν τους μεταξοσκώληκες και οι νεότερες έμεναν στις μουριές για να κόβουν τη συγκομιδή των μουρόφυλλων!
Ιστορικά λέγεται ότι η συγκομιδή έφτανε τους τρεις τόνους μεταξιού. Κι αυτό δικαιολογείται, αφού τότε ο γέροντας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, πέραν του μοναστηριού, είχε και στην πλατεία 23ης Μαρτίου πατρική περιουσία, περί των είκοσι επτά εργαστήριων υφαντικής, που κι αυτά συνέβαλαν στο να ξεκινήσει ολόκληρη η Μεσσηνία να παράγει κουκούλια και να τα φέρνουν εδώ στο μοναστήρι για να τα κάνουν κλωστή και να τα εξάγουν, κι όχι μόνο».
-Οπότε αυτό σηματοδότησε τη μαζική είσοδο των αργαλειών στα σπίτια των ντόπιων;
«Έτσι ακριβώς, ξεκίνησαν σιγά σιγά. Σήμερα το μοναστήρι αριθμεί έντεκα αργαλειούς, αλλά από αυτούς λειτουργούμε μόνο τους δύο, αφού οι εν δυνάμει μοναχές είμαστε έξι, εκ των οποίων η πλειοψηφία είναι μεγάλης ηλικίας. Εκτός, όμως, από εμάς, υπάρχει μία ακόμη κοπέλα εκτός της μονής, η οποία έχει ενδιαφερθεί να μάθει αργαλειό, και έχει μάθει την τέχνη».
-Τι αφορούσε η παραγωγή όλα αυτά τα χρόνια;
«Το μοναστήρι έφτιαχνε μαντήλια, ιερατικά άμφια, κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, τραπεζοκαρέ και φορέματα. Μάλιστα, επί βασιλείας Παύλου το μοναστήρι είχε φιλοτεχνήσει διάφορα φορέματα για τη Φρειδερίκη, τα οποία παρέλαβε η ίδια με την επίσκεψή της το 1949. Αφορμή για την παρουσία της στο χώρο του μοναστηριού ήταν η θεμελίωση πτέρυγας του Ορφανοτροφείου Θηλέων που λειτούργησε στη συνέχεια στο χώρο.
Αξίζει να πούμε εδώ, ότι οι αναφορές εκείνης της περιόδου λένε ότι οι μοναχές έβγαιναν εκτός Καλαμάτας ανά την Ελλάδα, ώστε να μάθουν την υφαντική τέχνη και σε άλλες περιοχές, καθώς και παραδοσιακούς χορούς».
-Πού διοχετεύονταν όλα αυτά τα μεταξωτά υφαντά που παρήγαγε το μοναστήρι;
«Τα παλιά χρόνια τα μεταξωτά εξάγονταν στα είκοσι επτά εργαστήρια του γέροντά μας που έκαναν εξαγωγές, γιατί λέγεται ότι ο πατέρας του ήταν μεγάλος έμπορος, καθώς το εμπόρευμά του, εκείνη την εποχή, έφτανε μέχρι τη Μολδαβία.
Οπότε έκανε διακίνηση σε πολλά μέρη, όχι μόνο τοπικά. Μετά το 1950, τότε που είχαν σταματήσει πια οι εμφύλιοι, ξεκίνησαν πάλι οι μοναχές να παράγουν, όμως τότε δεν έκαναν την εκτροφή, μιας και ξεκίνησαν να το παίρνουν έτοιμο από το Σουφλί. Στη συνέχεια το περνούσαν στη σχεδιάστρα για να φτιάξουν το στημόνι και να προχωρήσουν με τις βαφές και τα σχέδια πάνω στα μαντήλια ή οτιδήποτε άλλο ετοίμαζαν».
-Σήμερα σε τι κατάσταση βρίσκεται η υφαντική τέχνη στο μοναστήρι;
«Σήμερα έχουμε μετάξι, γιατί έχουμε διατηρήσει απόθεμα το οποίο συντηρούμε, όμως χρησιμοποιούμε μόνο τους δύο από όλους αυτούς τους αργαλειούς που υπάρχουν στο χώρο. Σιγά σιγά αρχίζουμε να το περνάμε στους αργαλειούς και να υφαίνουμε οτιδήποτε χρειαστεί. Αναλογούμε για να βγάζουμε τις παραγγελίες με τα ιερατικά άμφια που δεχόμαστε ως επί το πλείστον. Από την άλλη, με τα μαντήλια, ναι μεν βγάζουμε το σκέτο μαντήλι, όπως λέμε, αλλά μετά είναι το σταμπωτό με τα διάφορα σχέδια. Το δίνουμε έξω το μαντήλι και μας κάνουν μετά τη στάμπα. Δεν μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία, δηλαδή, πλέον».
-Άρα πρόκειται για μια τέχνη η οποία σβήνει στο πέρασμα του χρόνου;
«Θα σας πω κάτι… Εκεί που θεωρείς ότι κάτι σβήνει, εκεί είναι που ανάβει πολλές φορές. Αυτή η σπίθα, παρόλο που φαίνεται πάρα πολύ μικρή, μπορεί να γίνει φωτιά ολόκληρη. Οπότε δε θεωρώ ότι πρόκειται για κάτι που θα σβήσει».
-Οι συνθήκες, όμως, είναι οι κατάλληλες για κάτι τέτοιο;
«Στην πραγματικότητα, εάν δε βρεις ανθρώπους οι οποίοι να ενδιαφέρονται πραγματικά για τη συγκεκριμένη τέχνη, η οποία θέλει πραγματικό κόπο και μεράκι για να παράξει αποτέλεσμα, δεν μπορεί να γίνει κάτι εύκολα. Γιατί δεν είναι το ζήτημα να μάθουν οι νέες γενιές να κεντούν, αυτό μαθαίνεται εύκολα. Το ζήτημα είναι πώς θα μάθει η νέα γενιά την υπομονή, την πλήρη συγκέντρωση που απαιτεί ο αργαλειός, το πώς να τοποθετήσει το στημόνι, να το πετύχουν και να προχωρήσουν. Οπότε πρέπει κανείς να μάθει ολόκληρη τη λειτουργία του αργαλειού, το οποίο προϋποθέτει ότι αυτός που θα μεταφέρει τη γνώση, θα τους εμφυσήσει και το μεράκι που απαιτείται για να το αγαπήσουν.
Μέχρι στιγμής υπάρχει ένα μικρό ενδιαφέρον από άτομα που θέλουν να μάθουν την τέχνη εθελοντικά και να ασχολούνται. Οπότε θα εντρυφήσουμε σε αυτό, ώστε να ξεκινήσουν να ασχολούνται όσο το δυνατόν γίνεται. Υπάρχει, δηλαδή, η ελπίδα ότι ίσως τα καταφέρει να συνεχίσει η τέχνη της υφαντικής τοπικά. Δε σβήνει ποτέ κάτι, παρά μόνο όταν το σβήσουμε εμείς από την καρδιά μας…».
Της Χριστίνας Μανδρώνη