Από 2-4 θάνατοι ανά γέννηση στη Μεσσηνία

Από 2-4 θάνατοι ανά γέννηση στη Μεσσηνία

Αποκαλύπτει έρευνα για το φυσικό ισοζύγιο των περιφερειών

Στις Περιφέρειες με τα χειρότερα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι) στη χώρα ανήκει η Περιφέρεια Πελοποννήσου, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, η οποία έγινε από τους ιδρυτές του Βύρωνα Κοτζαμάνη και Βασίλη Παππά.

Ο μέσος όρος για την Περιφέρεια Πελοποννήσου είναι 2,1 θάνατοι ανά μία γέννηση, ενώ ο μέσος όρος της Ελλάδας είναι 1,68 θάνατοι ανά μία γέννηση. Σε πιο δεινή θέση είναι η Δυτική Μακεδονία με 2,4 θανάτους ανά μία γέννηση.

Κατά τόπους, όμως, σύμφωνα με το χάρτη που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.

Παρατηρώντας τη Μεσσηνία, στην ενδοχώρα και όσο τα χωριά απομακρύνονται από τα αστικά κέντρα, το ποσοστό φτάνει ακόμα και άνω των 4 θανάτων ανά μία γέννηση (ή 400 θάνατοι ανά 100 γεννήσεις), ενώ μόνο η περιοχή της Καλαμάτας δίνει ποσοστό περίπου ενός θανάτου ανά μία γέννηση.

Μεγαλώνει η ψαλίδα

Σύμφωνα με την έρευνα, τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι) στη χώρα μας έχουν αλλάξει πρόσημο μετά το 2010, μετατρεπόμενα μόνιμα για πρώτη φορά στη μεταπολεμική μας ιστορία από θετικά σε αρνητικά. Η συνεχής αύξηση του πλήθους των ηλικιωμένων έχει προκαλέσει αύξηση των θανάτων, που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ενώ η συνεχής μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν τα ζευγάρια, προκάλεσε τη μείωση των γεννήσεων μετά το 1980. Οι αντίστροφες πορείες θανάτων και γεννήσεων οδήγησαν έτσι αναπόφευκτα, από ένα σημείο και μετά, στην υπεροχή των πρώτων έναντι των δευτέρων, μια υπεροχή που διευρύνεται συνεχώς: 38,5 χιλ. λιγότερες γεννήσεις από θανάτους την τριετία 2011-13 και 111 χιλ. το 2017-2019 (113 θάνατοι /100 γεννήσεις στην πρώτη και 143 στη δεύτερη).

Στην τριετία, όμως, 2020-22 το έλλειμμα διευρύνθηκε σημαντικά (-169 σχεδόν χιλ.), με αποτέλεσμα να αντιστοιχούν πλέον 168 θάνατοι ανά 100 γεννήσεις. Η επιδημία επιτάχυνε την αύξηση των θανάτων, μια αύξηση που αναμενόταν ούτως ή άλλως λόγω της αύξησης των ηλικιωμένων ανάμεσα στο 2017 και το 2023.

Οι επιπτώσεις, αντιθέτως, της πρόσφατης πανδημίας στις γεννήσεις της ίδιας τριετίας ήταν περιορισμένες, καθώς η μείωσή τους (-13 χιλ. ανάμεσα στις δυο προαναφερθείσες τριετίες) ήταν λίγο μεγαλύτερη από την αναμενομένη. 

Χειρότερα τα επόμενα χρόνια

Η οφειλόμενη στη συγκυρία (πανδημία) επιδείνωση του φυσικού ισοζυγίου είναι γεγονός, και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η κατάσταση θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια, αναφέρουν οι ερευνητές και συνεχίζουν: «Η αύξηση των θανάτων μετά την επιστροφή τους στις 130 χιλ. το 2023 θα είναι από εδώ και πέρα ηπιότερη και επομένως, αν οι ετήσιες γεννήσεις σταθεροποιούνταν γύρω από τις 82 χιλ. (μέσος όρος της τριετίας 202-22), η ψαλίδα γεννήσεις- θάνατοι θα μπορούσε να “κλείσει”. Αυτό, όμως, δεν πρόκειται να συμβεί, καθώς οι θάνατοι θα είναι μεν τα επόμενα χρόνια λίγο λιγότεροι κατά μέσο όρο από τους 138 χιλ. που καταγράφηκαν το  2020-22, αλλά οι γεννήσεις θα είναι αρκετά λιγότερες από το μέσο όρο των 82 χιλ. της ίδιας τριετίας, για δύο λόγους: α) το πλήθος των γυναικών σε ηλικία απόκτησης παιδιών θα συνεχίσει να μειώνεται και β) δεν αναμένονται ριζικές θετικές αλλαγές στο ευρύτερο για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών περιβάλλον. Τα φυσικά ισοζύγια θα συνεχίζουν, επομένως, να είναι αρνητικά τα επόμενα χρόνια κυμαινόμενα γύρω από τις -55 χιλ. ετησίως, ενώ η αναλογία γεννήσεων προς θανάτους, παρά τις όποιες διακυμάνσεις της, δεν πρόκειται να μεταβληθεί σημαντικά, κυμαινόμενη από 170 έως 180  θανάτους ανά 100 γεννήσεις.

Οι διαφοροποιήσεις της αναλογίας αυτής και οι αποκλίσεις της από το μέσο εθνικό όρο (1,68 θάνατοι ανά γέννηση το 2020-22) είναι σημαντικές και διευρύνονται περνώντας από τις Περιφέρειες στις Περιφερειακές  Ενότητες, και στη συνέχεια στους Δήμους και στις Δημοτικές Ενότητες.

Μεγάλες διαφορές

Οι διαφορές διευρύνονται σε επίπεδο Περιφερειακών Ενοτήτων, καθώς σε 5 μόνον από αυτές οι γεννήσεις είναι αρκετά περισσότερες από τους θανάτους (αναλογία 0,5-0,89 θάνατοι /γέννηση), σε 4 Π.Ε. θάνατοι και γεννήσεις δε διαφέρουν σημαντικά, σε 14 οι θάνατοι υπερτερούν ελαφρώς, ενώ σε 51 αντιστοιχούν 1,5 ή και περισσότεροι θάνατοι ανά μία γέννηση (σε 11 δε από αυτές 2,5 και περισσότεροι.) 

Από τους 325 Δήμους, σε 49, που αποτελούν το 15% του συνόλου, καταγράφονται περισσότεροι από 4 θάνατοι/γέννηση (σε 20 δε από αυτούς, 6 ή περισσότεροι).

Σε επίπεδο, τέλος, Δημοτικών Ενοτήτων οι αποκλίσεις από το μέσο εθνικό όρο είναι ακόμη μεγαλύτερες: αν σε 19 Δ.Ε (το 2,1% του συνόλου) οι γεννήσεις υπερτερούν αρκετά των θανάτων ενώ σε 27 έχουμε μόνον θανάτους, σε 348  (μια στις τρείς Δ.Ε) 4 ή περισσοτέρους θανάτους ανά γέννηση και σε 196 (19% του συνόλου) 6 και άνω!

Την τριετία 2020-22 τα ποσοστά θανάτων έναντι των γεννήσεων στις Περιφέρειες, έχουν ως εξής:

Δυτική Μακεδονία 2,4 θάνατοι ανά μία γέννηση, Πελοποννήσου 2,1. Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης 2,1. Θεσσαλίας 2,1. Στερεάς Ελλάδας 2,1. Ηπείρου  2,1. Κεντρικής Μακεδονίας 1,9. Δυτικής Ελλάδας 1,8. Ιονίων Νήσων 1,6. Αττικής 1,5. Βορείου Αιγαίου  1,4. Κρήτης  1,1. Νοτίου Αιγαίου  0,9.

Ο χάρτης που συνοδεύει το κείμενο αναδεικνύει τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που κρύβονται κάτω από τον εθνικό μέσο όρο (1,68 θάνατοι/γέννηση), ένα μέσο όρο που είναι ήδη ανησυχητικός και που δεν αναμένεται να βελτιωθεί τα επόμενα έτη.

Η επιτάχυνση του ρυθμού μείωσης του πληθυσμού μας τα επόμενα χρόνια, στην περίπτωση ενός ουδέτερου μεταναστευτικού ισοζυγίου, είναι  επομένως αναπόφευκτη, υπογραμμίζεται στην έρευνα.

Το γεγονός δε ότι στις μισές σχεδόν (459 από τις 1.036) Δημοτικές Ενότητες που βρίσκονται όλες, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, στο ορεινό  και ημιορεινό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, αντιστοιχούν περισσότεροι από 3 θάνατοι ανά γέννηση, προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία, καθώς η μελλοντική δημογραφική τους δυναμική είναι ήδη υποθηκευμένη.

«Η υπερ-υπεροχή σε αυτές των θανάτων, αποτέλεσμα κυρίως των ηλικιακών τους δομών που συνδυάζουν πολλούς ηλικιωμένους και περιορισμένο αριθμό ατόμων σε ηλικία δημιουργίας οικογένειας, θέτει βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα επιβράδυνσης της πληθυσμιακής τους κατάρρευσης, μιας κατάρρευσης που θα υποθηκεύσει αναπόφευκτα και την κοινωνική  και οικονομική τους δυναμική», καταλήγει η έρευνα.

Της Βίκυς Βετουλάκη