Η τελευταία φορά που είδα τον Λοχαγό: Το τελευταίο «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»

Η τελευταία φορά που είδα τον Λοχαγό: Το τελευταίο «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»

Εγώ, ο Χαράλαμπος Κυρίλλου, από την κατεχόμενη Αυλώνα, που έχω ζήσει τις «τελευταίες» στιγμές με τον Λοχαγό των Καταδρομών Νικόλαο Κατούντα, θα σας διηγηθώ τι συνέβη εκείνο το καταραμένο προδομένο μεσημέρι της 22ας Ιουλίου 1974.

Ήταν 20 Ιουλίου 1974, γύρω στις 5 το απόγευμα. Ο ήλιος είχε πάρει την κατηφόρα, και μέσα στα ερείπια που κάπνιζαν, εμείς ξεκινήσαμε την επιχείρηση για κατάληψη του Αγίου Ιλαρίωνα, ενός απόρθητου υπό τουρκικό έλεγχο φρουρίου, με διοικητή της Μοίρας τον Νικόλαο Κατούντα.

Μετά από σκληρές μάχες καταφέραμε και πήραμε τα πυροβολεία γύρω από το φρούριο. Από αυτή τη φάση αρχίζει η μεγάλη προδοσία της Κύπρου.

Το πυροβολικό, το οποίο περιμέναμε να χτυπήσει το φρούριο, ώστε η ώρα 12.00 να κάνουμε την τελική επίθεση και την κατάληψή του, κάποιοι «ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ» το τοποθέτησαν σε καίριο μέρος ώστε να γίνει ορατό από τα πολεμικά αεροπλάνα των Τούρκων και σε λίγο να γίνει στάχτη.

Εμείς πάνω περιμέναμε, αλλά τι να γίνει; Μας βρίσκει το χάραμα, και ποιος είδε το χάρο και δε φοβήθηκε! Ελλείψει υποστήριξης αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε και μετά αρκετή ταλαιπωρία φτάσαμε στη Μοίρα. Όλοι, φαντάροι, αξιωματικοί, ένα μάτσο χάλια.

Ξημερώνοντας η 22α Ιουλίου, ο Λοχαγός μού είπε να ανέβω στο τζιπ και να πάμε κάτω στην Κερύνεια, να καταστρέψουμε ένα άρμα των Τούρκων. Με το τυφέκιο Νο 4 που κρατούσαμε, τι άρμα να καταστρέψεις;

Ολόκληρος ο 31ος λόχος ξεκινήσαμε για την Κερύνεια. Έδωσε ο Λοχαγός τις απαραίτητες οδηγίες. Ακροβόλησε το λόχο. Μια διμοιρία προς τη θάλασσα και οι άλλες δύο προς τον Πενταδάκτυλο. Εγώ, μέσα στον κύριο δρόμο πάνω στο τζιπ μαζί με τον Λοχαγό, με κατεύθυνση προς τον Άγιο Γεώργιο, ένα χωριό έξω από την Κερύνεια, και από κει κατευθύναμε το λόχο.

Σε κάποια στιγμή ανεβήκαμε σε ένα τριώροφο σπίτι για να βλέπουμε καλύτερα, γιατί ο Λοχαγός φοβόταν μήπως γινόταν κάτι από τη θάλασσα. Εγώ άνοιξα το ψυγείο και βρήκα μέσα ένα κομμάτι καρπούζι. Μόλις το αντίκρισα, το άρπαξα και ήμουν έτοιμος να χώσω τη μούρη μου μέσα. Ντράπηκα τον Λοχαγό μου και του το έδωσα. Πήρε ένα μαχαίρι και εκεί που ήμασταν έτοιμοι να σβήσουμε τη δίψα μας, μας κάλεσαν από τη δεύτερη διμοιρία και μας ενημέρωσαν ότι σε ένα περιβόλι με λεμονιές υπήρχαν καμουφλαρισμένα 200 τουρκικά άρματα.

Εκείνη τη στιγμή με κοίταξε στα μάτια ο Λοχαγός και μου είπε: «Λοχία, μας πρόδωσαν».

Από τα νεύρα του, όπως βαστούσε το καρπούζι, το πέταξε στον τοίχο. Είχαμε τόση δίψα πάνω μας, που τα χείλη μας είχαν κολλήσει. Νερό δεν υπήρχε, η παροχή του ήταν κομμένη. Με κτύπησε στον ώμο σαν να μου ζήταγε συγγνώμη. Άρπαξε τον ασύρματο από το χέρι μου και διέταξε τις διμοιρίες οπισθοχώρηση.

Μετά από μισή ώρα μαζευτήκαμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι, που ήταν η Μητρόπολη Κερύνειας. Ο Λοχαγός μάς έδινε οδηγίες για το πώς θα απαγκιστρωθούμε, για να γλιτώσουμε από αυτήν την προδοσία. Μόλις μας κατατόπισε, γίναμε αντιληπτοί από τους Τούρκους, οι οποίοι μπαίνανε μέσα στην Κερύνεια σαν να κάνανε παρέλαση στην Πλατεία Συντάγματος. Δώσαμε και εκεί σκληρή μάχη με ό,τι είχαμε στη διάθεσή μας. Οπλισμό μηδέν, νηστικοί και διψασμένοι, και όμως, το θάρρος, το πείσμα και η ενθάρρυνση του λοχαγού μας νίκησαν.

Οι Τούρκοι φύγανε όλοι τρεχάλα, και κρυμμένοι πίσω από τα άρματα μπήκανε στην Κερύνεια. Μέσα από βουνά και χαράδρες και με τη δίψα να μας ταλαιπωρεί, φτάσαμε έξω από το χωριό Κάρμι. Λίγο πιο μακριά ήταν το τουρκικό χωριό Τέμπλος. Ο Λοχαγός μάς είπε ότι πρέπει να μείνουμε εδώ να βραδιάσει και μετά να φύγουμε. Ο λόγος ήταν ότι η Κερύνεια είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων και έπρεπε να περιμένουμε. Μου είπε να πάρω πέντε λοκατζήδες και να προχωρήσω λίγο πιο πάνω, και αν τυχόν πέσει κάτι στην αντίληψή μου, να του το αναφέρω. Μόλις σηκωθήκαμε, ακούγεται μία έκρηξη. Ένας φαντάρος ο οποίος πήγε για ανάγκη του, έρχεται με το ένα χέρι να κρέμεται. Παίρνει την ξιφολόγχη, το κόβει τελείως και το πετά στη χαράδρα, σαν να πέταγε ένα κομμάτι ξύλο. Μόλις αντικρίσαμε αυτό το θέαμα, παγώσαμε. Αμέσως ο Λοχαγός τον φρόντισε και μας ενθάρρυνε. Εκεί άρχισε η μάχη ζωής και θανάτου. Μια ώρα τα όπλα δεν σίγησαν ούτε ένα λεπτό. Οι Τούρκοι έκαναν πίσω και τότε ο Λοχαγός μάς φώναξε όλους και μας διέταξε ότι τώρα πρέπει να φύγουμε προς άλλη κατεύθυνση, λέγοντας: «Μωρέ, φύγετε. Οι μανάδες της Κύπρου θα μαυροφορεθούν και δε θέλω να ‘ναι οι δικές σας».

Εγώ και ο Λοχαγός καλύπταμε τους υπόλοιπους για έξοδο από τη χαράδρα μέχρι να βγει και ο τελευταίος. Μείναμε στο τέλος μόνοι μας, κοιταχτήκαμε στα μάτια για λίγο. Το πρόσωπό του είχε μια υπερκόσμια λάμψη. Αμέσως ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Τέτοιο χαμόγελο δε νομίζω να αντικρίσω ποτέ στη ζωή μου ολόκληρη. Ένα χαμόγελο σιγουριάς, αγάπης και αυτοθυσίας. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε λοχαγός και στρατιώτης. Υπήρχαν δύο άνθρωποι, δύο φίλοι. Μου είπε να φύγω και ότι θα με καλύπτει.

Έφυγα. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Λοχαγό μου. Εκεί, μέσα στην κουφάλα της χαρουπιάς, με τη στολή του Έλληνα αξιωματικού, τα διακριτικά του καταδρομέα, το φωτεινό του χαμόγελο που ενέπνεε εμπιστοσύνη και σιγουριά και είμαστε έτοιμοι ακόμα και στην κόλαση να τον ακολουθήσουμε, ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Λοχαγό, τον Άνθρωπο, τον Φίλο, τον Πατέρα, τον Ήρωα Νίκο Κατούντα.

Αυτό το σφάλμα που έκανα και τον άφησα μόνο του, δεν θα το συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου. Η μνήμη ανατρέχει στις μέρες που περάσαμε μαζί οι στρατιώτες του λόχου και ιδιαιτέρως εγώ, ως πιστός ακόλουθός του. Ποτέ δε θύμωσε. Ποτέ δεν παραφέρθηκε. Ουδείς εξ αυτού αδικήθηκε. Ήμουν πεπεισμένος πως μπροστά μας βρισκόταν ο ηγήτωρ. Πολεμήσαμε και κρατηθήκαμε μαζί του.

Δώσαμε άνισες μάχες αντιμετωπίζοντας τους Τούρκους εισβολείς. Ο Λοχαγός μόνος και αβοήθητος με τους στρατιώτες του.

Όταν όλα χάθηκαν, μας διέταξε να αποχωρήσουμε. Έμεινε τελευταίος να μας καλύπτει σαν Λεωνίδας της Κύπρου. Μια φήμη λέει πως ήταν μετενσάρκωση του Κηφέα. Έμεινε εκεί να φυλάσσει την Κερύνεια. Η μνήμη του θα μας οδηγεί.

Του χρωστάμε τον Άγιο Ιλαρίωνα και την Κερύνεια Ελεύθερη…

Ευλαβικά.

Χαράλαμπος Κυρίλλου,
πολεμιστής 33 ΜΚ,
ο τελευταίος καταδρομέας
που είδε τον Κατούντα